Η Ελλάδα απέναντι σε μια Τουρκία σε σταυροδρόμι

Η Ελλάδα απέναντι σε μια Τουρκία σε σταυροδρόμι

Η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών έχει επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο τη συζήτηση αναφορικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε την Τουρκία. Όμως, για να δούμε το πως θα λύσουμε τα εκκρεμή ζητήματα με τη γείτονα, πρέπει, καταρχήν, να μιλήσουμε για το τι εστί Τουρκία.

Σήμερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Τουρκία έχει τέσσερα χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη προτού μιλήσουμε για τους τρόπους αντιμετώπισης των προκλητικών της ενεργειών.

Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι είτε διαχρονικά είτε αναπτύχθηκαν εξαιτίας των πολιτικών επιλογών του Ερντογάν.

  • Το πρώτο χαρακτηριστικό της Τουρκίας είναι το Σύνδρομο των Σεβρών. Όσο και να μας εκπλήσσει που το ακούμε μετά από 101 χρόνια, πρόκειται για μια μόνιμη «ψυχολογική» κατάσταση της κοινωνίας της γείτονος η οποία οφείλεται φυσικά και στο τι μαθαίνουν τα Τουρκόπουλα στο σχολείο. Το σύνδρομο της πανταχόθεν περικύκλωσης της Τουρκίας, το οποίο σε γενικές γραμμές έκανε η Συνθήκη των Σεβρών, βρίσκεται στη σκέψη πολλών στην Τουρκία: στο υπουργείο Εξωτερικών, στον ακαδημαϊκό χώρο, στα ΜΜΕ και φυσικά στον λαό. Το σύνδρομο αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο η υπόγεια δύναμη του αναθεωρητισμού της Τουρκίας. Η εμμονή των Τούρκων στο θέμα της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας» και στην εξασφάλιση των «δικαιωμάτων» της σε μεγάλο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου, οφείλεται και στην ψυχολογική ανάγκη τους, στον φόβο αν θέλετε, να μην περικυκλωθεί η χώρα άμεσα ή έμμεσα από άλλες δυνάμεις.
  • Το δεύτερο χαρακτηριστικό της Τουρκίας είναι η ελαφρότητα με την οποία χρησιμοποιεί το διεθνές δίκαιο το οποίοι πολλές φορές παραβιάζει ανοικτά. Από την μη προστασία της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη και την κατάργηση των προνομίων της Ίμβρου και Τενέδου, μέχρι την εισβολή στην Κύπρο, την παραβίαση του εναερίου μας χώρου και το casus belli, η Τουρκία, όχι μόνο διαστρέφει τους διεθνείς κανόνες, αλλά τους παραβιάζει κατά κόρον. Αυτό δεν αφορά αποκλειστικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πολλοί έχουν γνωρίσει τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της: η Συρία, η Λιβύη, το Ιράκ, η Αρμενία και αρκετές ακόμα χώρες.

Σε αυτά τα γνωρίσματα της Τουρκίας ο Ερντογάν έχει προσθέσει τα εξής:

  • Την προσπάθεια ισλαμοποίησης της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος: σήμερα, άπαντες έχουν αντιληφθεί ότι η κοσμική και φιλοδυτική Τουρκία του Κεμάλ τελεί υπό επίθεση από τις πολιτικές του ΑΚΡ. Ο Ερντογάν θέλει εμμέσως να δείξει ότι η κεμαλική Τουρκία αποτελεί μια παρένθεση στην μακρά ισλαμική παράδοση των Τούρκων και επιμένει στο Ισλάμ, απομακρύνοντας έτσι την Τουρκία πολιτικά από την Δύση. Προσπαθεί, στο μέτρο του δυνατού (και το λέω αυτό γιατί ένα κομμάτι της κοινωνίας έχει αρκετά θεμελιακά δυτικοποιηθεί) να αντικαταστήσει την Δύση με τις αρχές του ισλαμικού κόσμου. Αυτό το ενισχύει και με συγκυριακές συνεργασίες που προσφέρει σε άλλους περιφερειακούς και κατεξοχήν αυταρχικούς παίκτες. Όμως η Τουρκία, λόγω των ισχυρών οικονομικών δεσμών που διατηρεί με την Ευρώπη και των πολυπληθών της κοινοτήτων εκεί, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την Δύση. Ακόμα και αν επικρατήσει το πολιτικό Ισλάμ οριστικά και αμετάκλητα, η Άγκυρα θα αναγκάζεται να κοιτάζει ξανά και ξανά προς δυσμάς.
  • Σε αυτό το πλαίσιο προστίθεται και το εξής, μάλλον αναπόφευκτο χαρακτηριστικό: η φυσική τάση της Τουρκίας να καταστεί μείζον περιφερειακή δύναμη. Η Τουρκία μεγαλώνει πληθυσμιακά. Η χώρα γνωρίζει επίσης ότι δύσκολα θα την εγκαταλείψει η Δύση λόγω της γεωστρατηγικής της σημασίας. Βλέπει ακόμη ότι, λόγω της κατάστασης στην κατακερματισμένη Μέση Ανατολή, μπορεί να διεκδικήσει μερίδιο πολιτικής και οικονομικής εξουσίας εκεί. Αυτά, συνδυαζόμενα με την σταδιακή (έστω προσωρινή) απομάκρυνση από την Δύση, ωθούν την Τουρκία σε ένα είδος πολιτικής αυτονόμησης και την καθιστούν οιονεί περιφερειακό ηγεμόνα.

Η Τουρκία λοιπόν, όπως είπαμε και στην αρχή, βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Το πολιτικό της σύστημα αλλά και η ίδια η κοινωνία της τελούν υπό αναδιαμόρφωση. Όμως αυτός ο μετασχηματισμός της ταυτότητας που βιώνει η χώρα αυτή εγκυμονεί κινδύνους για την γειτονιά της και φυσικά για την Ελλάδα, καθώς οι νέες της φιλοδοξίες σε συνδυασμό με την εσωτερική πάλη εκτονώνονται, πολλές φορές, με την άσκηση μιας επιθετικής εξωτερικής πολιτικής.

Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία λοιπόν συζητάμε με την Τουρκία. Πολλοί αντιδρούν για τις διερευνητικές παραβλέποντας ότι πρόκειται απλώς για άτυπες συνομιλίες. Το θέμα είναι το εξής: είναι καλύτερο να μην μιλάμε καθόλου με την Τουρκία και να «επικοινωνούμε» μόνο μέσω κρίσεων και συγκρούσεων σε Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειο και Θράκη ή μήπως είναι καλύτερο να συνομιλήσουμε με την Τουρκία τώρα, πριν οι συζητήσεις καταστούν ακόμα δυσκολότερες; Εξάλλου, η αδράνεια δεν είναι τρόπος άσκησης κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αντιθέτως, δίδεται χώρος στην Τουρκία να διεκδικεί όλο και περισσότερα.

Η αδράνεια στην εξωτερική πολιτική δεν οδηγεί παρά μόνο στην διαιώνιση των προβλημάτων. Η αυξανομένη όμως ευρωπαϊκή πίεση και η εκλογή Μπάιντεν καθιστούν σχεδόν αναγκαιότητα για την Τουρκία την επαναπροσέγγιση με την Δύση και συνεπώς με την Ελλάδα. Η επιθυμία μας για διάλογο δεν είναι προϊόν αφέλειας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η απόφαση της Τουρκίας να επιστρέψει στο τραπέζι των διερευνητικών πιθανόν να αποτελεί μια απλή τακτική για να κερδίσει χρόνο, να αποφύγει τις ευρωπαϊκές κυρώσεις και να μην έρθει σε περαιτέρω ρήξη με τις ΗΠΑ. Αυτή η άποψη ενισχύεται από το γεγονός ότι δεν σταματούν οι προκλητικές δηλώσεις και ενέργειες εκ μέρους της Τουρκίας.

Για τους λόγους όμως που προανέφερα, πρέπει να επιμείνουμε στο πλαίσιο που έχει ήδη τεθεί και να καταφέρουμε να οδηγήσουμε την Τουρκία σε ένα συνυποσχετικό με το οποίο θα μπορέσουμε να πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την μοναδική μας διαφορά: την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Κλείνοντας, επαναλαμβάνω ότι η Τουρκία έχει ιδιαίτερα πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά και το βασικότερο, μεταβάλλεται και μάλλον απομακρύνεται από τις αξίες της Δύσης. Γι’ αυτό και η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη για κάθε πιθανή εξέλιξη. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια καταφέραμε πολλά: αναβαθμίζουμε και εκσυγχρονίζουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις μας μετά από δέκα χρόνια απραξίας λόγω κρίσης. Ενισχύσαμε τις συνεργασίες μας με τις ΗΠΑ, την Γαλλία, την Αίγυπτο τα Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ.

Επιλύσαμε εκκρεμότητες δεκαετιών με άλλους γείτονές μας: Συμφωνία Πρεσπών, συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, κοινή απόφαση με Αλβανία για παραπομπή στη Χάγη κλπ. Δείχνουμε με δυο λόγια ότι η Ελλάδα αποτελεί ένα κράτος που σέβεται το διεθνές δίκαιο αλλά δεν παραμελεί και τη διπλωματική και αμυντική ισχύ. Ευχής έργον θα ήταν καταφέρουμε να βρούμε βιώσιμες λύσεις στις διαφορές μας με την Τουρκία. Γι’ αυτό θεώρησα θεμελιώδες να αναφέρω στο παρόν άρθρο που ακριβώς βρίσκεται και που το πάει η Τουρκία. Υπογράμμισα επίσης την ανάγκη να κατανοήσουμε ότι ακόμη και εχθρικά κράτη -και όχι μόνο αντίπαλα όπως η Τουρκία- συζητούν μεταξύ τους και επιδιώκουν την επίλυση των προβλημάτων τους. Αλλιώς θα επικρατήσει «η διπλωματία με άλλα μέσα», δηλαδή ο πόλεμος.