Η αποτυχία της εκπαίδευσης, αποτελεί επιτυχία της Αριστεράς

O ενθουσιασμός των νέων παιδιών και των γονέων τους, που πέρασαν στα Πανεπιστήμια, κυριάρχησε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μαζί με τις παρηγορητικές προτροπές προς τα παιδιά που δεν πέτυχαν να εισαχθούν στις σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όμως πίσω από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, υπάρχουν βαθμολογίες και στατιστικές, που είναι πιο σημαντικές και ουσιαστικές.

Βαθμολογίες και στατιστικές, που μας επιτρέπουν να κάνουμε μια ποιοτική ανάλυση για τη δουλειά που γίνεται στα σχολεία και μια ποιοτική καταγραφή των νέων φοιτητών.

Και θα ξεκινήσω από τις σχολές του κύκλου της Οικονομίας και της Πληροφορικής. Στην απλή ερώτηση, του τι χρειάζεται ένας φοιτητής για να σπουδάσει οικονομικά και πληροφορική, η πιο προφανής και γρήγορη απάντηση είναι «μαθηματικές γνώσεις». Διότι τα οικονομικά μοντέλα, οι χρηματοοικονομικές τεχνικές, η οικονομετρία, η στατιστική, οι αριθμοδείκτες, ο προγραμματισμός των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο σχεδιασμός των βάσεων δεδομένων και το ευρύτερο ψηφιακό οικοσύστημα, απαιτούν μια συγκρότηση σκέψης και λογικών δεξιοτήτων, που μόνο τα Μαθηματικά μπορούν να παράσχουν.

Τα αποτελέσματα είναι άκρως απογοητευτικά. 

Στο μάθημα των Μαθηματικών:
το 73,6% των υποψηφίων έγραψε από 10 και κάτω, 
το 91,8% των υποψηφίων έγραψε από 15 και κάτω, 
το 8,2% από 15 και πάνω και 
μόλις το 1,5% από 18 και πάνω. 

Δηλαδή, μόλις οι 10 στους 100 μαθητές, που επιθυμούσαν να σπουδάσουν οικονομικά και πληροφορική, κατέχουν τις επαρκείς και αναγκαίες γνώσεις που απαιτούνται να μυηθούν στις οικονομικές επιστήμες, στα χρηματοοικονομικά, στην πληροφορική και στον πυρήνα του Data Science. Και οι 73 στους 100 μαθητές είναι μαθηματικά αναλφάβητοι, κάτι που θα προσδιορίσει με αρνητικό πρόσημο τον επαγγελματικό τους βίο. 

Στο μάθημα της Οικονομίας που είναι δυστυχώς μια «παπαγαλία» η οποία όμως προσφέρει τη δυνατότητα στους μαθητές να έρθουν σε επαφή με οικονομικούς όρους και έννοιες, 
το 35,3% έγραψε κάτω από τη βάση, 
το 59% κάτω από 15, 
το 41% πάνω από 15 και 
μόλις το 23,1% πάνω από 18.

Στο μάθημα της πληροφορικής, 
το 40% των υποψηφίων έγραψε κάτω από 10, 
το 65% από 15 και κάτω, 
το 35% από 15 και πάνω και 
μόλις το 16% πάνω από 18.

Τέλος στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, που αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο επικοινωνίας, κατανόησης και μελέτης, 
το 26,5% των μαθητών πήρε από 10 και κάτω, 
το 88,6% των υποψηφίων πήρε από 15 και κάτω, 
το 11,4 πήρε πάνω από 15 και 
μόλις το 0,2% πήρε πάνω από 18%. 

Δηλαδή, μόλις οι 11 στους 100 μαθητές, που επιθυμούσαν να σπουδάσουν οικονομικά και πληροφορική μπορούν να συνεννοηθούν με ευκολία μεταξύ τους, να συνεργαστούν, να παρακολουθήσουν τα μαθήματα τους με επάρκεια, να κατανοήσουν κείμενα, να συντάξουν έρευνες και να παρουσιάσουν εργασίες.

Όλα τα προαναφερθέντα ποσοστά αντικατοπτρίζουν την πλήρη αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος αυτής της χώρας που στροβιλίζεται στη δίνη της εχθρότητας προς την αριστεία και την πρόοδο, που έχει κτίσει εδώ και δεκαετίες η Αριστερά, μαζί με τα κυνικά συνδικαλιστικά συμφέροντα. 

Η Αριστερά, διότι μόνο μέσω της αποτυχίας, της κοινωνικής απομόνωσης και της φτώχειας μπορεί να αντλήσει ψήφους. Και όχι μέσω της ευημερίας, της προόδου  και της ανάπτυξης.

Και τα κυνικά συνδικαλιστικά συμφέροντα, που αρκούνται στη διαιώνιση και διατήρηση των «κεκτημένων» τους, λες και τα σχολεία είναι το προσωπικό αμπέλι των συνδικαλιστών. Και όχι το δημόσιο χωράφι, που βλασταίνει ο ανθός της Ελλάδας, που είναι οι μαθητές.

Ευθύνες όμως έχουν και οι οικογένειες των μαθητών και οι ίδιοι μαθητές. Δεν είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνονται ότι τα παιδιά τους, θα πρέπει ή να βελτιωθούν ή να πάρουν μια άλλη κατεύθυνση, πριν έρθουν αυτά τα δυσάρεστα αποτελέσματα του ισχυρού ψυχολογικού crash test των εξετάσεων.

Τι κάνει το κράτος; Προσπάθειες. Αν σκεφτούμε όμως, ότι τις θέσεις των δασκάλων και των καθηγητών, τις καταλαμβάνουν απόφοιτοι πανεπιστημίων, που όταν ήταν μαθητές παρουσίαζαν παραπλήσια εικόνα με τους σημερινούς, τα πράγματα δεν μπορούν να βελτιωθούν ως εκ θαύματος. Χρειάζονται διαδικασίες λειτουργίας και αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου.

Αλήθεια, γιατί το υπουργείο Παιδείας δεν κάνει κάτι απλό; Να εκδώσει τα στατιστικά στοιχεία των Πανελληνίων Διαγωνισμών του 2022, τις βαθμολογίες και τα επιτυχίες ανά σχολείο; Αυτό δεν θα αποτελούσε την πιο διάφανη αξιολόγηση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης; Όπου όλοι θα κρίνονταν εκ του αποτελέσματος, χωρίς να μπορούν να κρυφτούν πίσω από τα ιερά τοτέμ της Αριστεράς, που μισούν την αριστεία, την προσπάθεια και την προκοπή. 

Είναι κάτι εύκολο. Τα δεδομένα υπάρχουν. Αρκεί η κοινοποίηση τους, για να προκληθεί ένα μικρός σεισμός, που θα αναστατώσει το βαλτώδες περιβάλλον.