Η μεγάλη επιτυχία Μητσοτάκη έναντι της Τουρκίας και οι κριτικές εκ του πονηρού

Η μεγάλη επιτυχία Μητσοτάκη έναντι της Τουρκίας και οι κριτικές εκ του πονηρού

Όσοι έσπευσαν να χαρακτηρίσουν φιάσκο την πολιτική Μητσοτάκη στα ελληνοτουρκικά και να ζητήσουν ακόμη και την παραίτηση του πρωθυπουργού μετά τη ματαίωση της προγραμματισμένης συνάντησης με τον Ερντογάν στη Νέα Υόρκη μάλλον βρίσκονται σε μια παράλληλη πολιτική και διπλωματική πραγματικότητα.

Ωθούμενοι από μικροπολιτικές επιδιώξεις και κενό περιεχομένου… τουρκοφαγισμό δυσκολεύονται να δουν την πραγματικότητα μιας Ελλάδας που έχει ενισχύσει εντυπωσιακά τη θέση της έναντι της Τουρκίας, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν η πρώτη ανακάλυψη κοιτάσματος πετρελαίου στον Πρίνο έδωσε νέα και επικίνδυνη διάσταση στις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο.

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολουθεί το διπλωματικό μοντέλο του Θίοντορ Ρούσβελτ: «Μίλα γλυκά και κράτα ένα μεγάλο μπαστούνι. Έτσι θα πας μακριά». Με συνέπεια, ο πρωθυπουργός ακολούθησε μια πολιτική «ήρεμων νερών», δίνοντας έδαφος στη διπλωματία, αλλά παράλληλα ενίσχυσε δραστικά τις Ένοπλες Δυνάμεις, στέλνοντας μήνυμα αποφασιστικότητας και αποτελεσματικής αποτροπής στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, και ειδικότερα οι σχέσεις με την Τουρκία, αποτελούν διαχρονικά ένα πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Πρόσφατα, όμως, διατυπώθηκαν απόψεις που ξεπέρασαν τα όρια. Κάποιοι έφθασαν στο σημείο να μιλήσουν για φιάσκο και να ζητήσουν ακόμη και την παραίτηση του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, μια άποψη που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική εικόνα της ενισχυμένης θέσης της χώρας.

Ο κ. Χρύσανθος Λαζαρίδης, στενός συνεργάτης του Αντώνη Σαμαρά κατά το διάστημα της πρωθυπουργίας του, εξέφρασε την κριτική αυτή με τον πιο ακραίο τρόπο. Επικεντρώθηκε στην υποτιθέμενη αποτυχία της ελληνικής πολιτικής, με αφορμή τη ματαίωση της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Νέα Υόρκη.

Ισχυρίσθηκε ότι η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνία «φιλίας» με την Τουρκία (Διακήρυξη Αθηνών) χωρίς η Τουρκία να αποσύρει κανένα από τα τετελεσμένα (casus belli, γκρίζες ζώνες, τουρκολιβυκό μνημόνιο, κατοχή Κύπρου), στέλνοντας μήνυμα ότι οι διαφορές μας δεν είναι «σοβαρές».

Αυτό το γεγονός, κατά τον κ. Λαζαρίδη, οδήγησε σε «ξέπλυμα» της Τουρκίας και σε αδυναμία της Ελλάδας να πείσει τρίτες χώρες να μην τη στηρίξουν, με αποτέλεσμα γεωπολιτικές ανατροπές υπέρ της Άγκυρας (προσέγγιση με Αίγυπτο/Λιβύη, F-16 από ΗΠΑ, διεκδίκηση Eurofighter).

Αυτό το αφήγημα αντέκρουσε με σοβαρά επιχειρήματα η κυβέρνηση. Η ελληνική εξωτερική πολιτική πετυχαίνει αποτελέσματα δεκαετιών:

Η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει αυτά που ζητούσε, όπως η αγορά των F-35 και ο εκσυγχρονισμός των F-16, ενώ αντίστοιχα για την Τουρκία αυτά παραμένουν ζητούμενα.

Επιτυχίες της κυβέρνησης, όπως η μερική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο, η επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο και η προσέλκυση αμερικανικών κολοσσών (ExxonMobil, Chevron) για έρευνες υδρογονανθράκων νότια της Κρήτης εδραιώνουν την ελληνική θέση ότι τα νησιά έχουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.

Μια συνεπής στρατηγική ενίσχυσης της Ελλάδας

Η κριτική περί «φιάσκου» αγνοεί τη διαχρονική πάγια τακτική όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από τη Μεταπολίτευση και μετά: την επιδίωξη διαλόγου και ομαλότητας στις σχέσεις με την Τουρκία, ακόμη και εν μέσω έντονων διαφορών.

Ακόμη και μετά την εισβολή στην Κύπρο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ξεκίνησε διάλογο. Οι κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά προχώρησαν σε συνεργασίες και υπογραφές συμφωνιών (Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, «κουμπαριά»), χωρίς να έχουν λυθεί τα μείζονα προβλήματα. Η Διακήρυξη των Αθηνών του 2023 είναι μια προσπάθεια δημιουργίας κλίματος ομαλότητας, εκφράζοντας μόνο πολιτική βούληση χωρίς να παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις σε βάρος της Ελλάδας.

Το παράνομο Τουρκολιβυκό μνημόνιο ακυρώθηκε de jure και de facto μέσω της οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, η οποία ρητά αναγνωρίζει δικαιώματα σε νησιά, κάτι που η Τουρκία αρνείται.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα θωρακίζει την άμυνά της, ύστερα από χρόνια καχεξίας στις εξοπλιστικές δαπάνες:

  • Μετά από μια μακρά περίοδο «παγωμένων» εξοπλισμών λόγω της οικονομικής κρίσης, η κυβέρνηση προχωρά στο μεγαλύτερο πρόγραμμα ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων ύψους 30 δισ. ευρώ. Η αγορά Rafale, φρεγατών Belharra και BERGAMINI, ο εκσυγχρονισμός των F-16 σε Viper και η απόκτηση F-35 (20+20) διασφαλίζουν την αεροπορική υπεροχή και την αποτρεπτική ισχύ της Ελλάδας.
  • Όταν οι συνθήκες το απαίτησαν, η κυβέρνηση έδειξε αποφασιστικότητα, όπως κατά τη μεταναστευτική κρίση στον Έβρο το 2020, όπου με ισχυρή φύλαξη και διπλωματικές ενέργειες απέτρεψε την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία.

Παράλληλα, η Ελλάδα έχει ενισχύσει το διεθνές της αποτύπωμα. Η στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ (π.χ. F-35, ExxonMobil/Chevron), η αναβάθμιση του ρόλου της στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ (με ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές, όπως το βέτο στη συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα SAFE εφόσον διατηρεί το casus belli) και κυρίως η ισχυρή στρατηγική σχέση με το Ισραήλ – παρά τις διαφορές σε ζητήματα όπως η Γάζα – διασφαλίζουν ένα πλέγμα ασφάλειας και διπλωματικής στήριξης.

Η πολιτική Μητσοτάκη μπορεί να είναι σταθερά προσανατολισμένη στον διάλογο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, ωστόσο ο διάλογος δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε και πρόφαση για την εξασθένηση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαπραγματεύεται με την Τουρκία από θέση σταδιακά αυξανόμενης ισχύος – διπλωματικής, οικονομικής και κυρίως στρατιωτικής – και όχι αδυναμίας. Τα αποτελέσματα, όπως η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οριοθετήσεις ΑΟΖ, η προσέλκυση κορυφαίων πετρελαϊκών εταιρειών, όπως η Chevron και η Exxon Mobil, αποδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο ότι η πολιτική Μητσοτάκη όχι μόνο δεν έχει αποτύχει, αλλά, αντίθετα, έχει ισχυροποιήσει την Ελλάδα σε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον.

Όσοι βλέπουν «φιάσκο» εκεί όπου υπάρχει επιτυχία είναι φανερό σε κάθε καλόπιστο παρατηρητή ότι δεν αγωνιούν πραγματικά για το εθνικό συμφέρον, αλλά για την εκπλήρωση άλλων, ταπεινών επιδιώξεων προσωπικού και μικροπολιτικού χαρακτήρα. Με αυτή τη στάση μόνο ζημιά στη χώρα μπορεί να προκαλέσουν.


*Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών