Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία: Θα αλλάξει σελίδα;
Shutterstock
Shutterstock

Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία: Θα αλλάξει σελίδα;

Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα από το 1974 έως το 2010 δαπάνησε 218 δισεκατομμύρια ευρώ για την προμήθεια όπλων, δεν απέκτησε ποτέ μια αμυντική βιομηχανία υψηλής ποιότητας. Δηλαδή μια αμυντική βιομηχανία ικανή να ενισχύσει σημαντικά τις αμυντικές ικανότητες της χώρας συμβάλλοντας με θετικές δευτερογενείς συνεισφορές στην ελληνική οικονομία.

Όμως ο γράφων ισχυρίζεται ότι, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να υπάρξει πλήρης ανατροπή αυτής της απογοητευτικής κληρονομιάς. Οι δύο παράμετροι που είναι ήδη γνωστοί στο ευρύ κοινό, για μια τέτοια ανατροπή, αφορούν τις δημοσιονομικές και τις γεωπολιτικές επιταγές αντίστοιχα.

Η δημοσιονομική κρίση οδήγησε στην εξυγίανση των σημαντικότερων υπό δημόσιο έλεγχο εταιρειών της αμυντικής βιομηχανίας και την έλευση σε αυτές εγχώριων ή αλλοδαπών επενδυτών. Η γεωπολιτική κρίση, η εντεινόμενη απειλή της Τουρκίας κατά της ελληνικής κυριαρχίας κατέστησε σαφές το ότι μια εύρωστη αμυντική βιομηχανία είναι αναπόσπαστος πυλώνας της αμυντικής μας αποτροπής – όπως είναι αντίστοιχα η Τουρκική αμυντική βιομηχανία αναπόσπαστος πυλώνας της Τουρκικής επιθετικότητας.

Ποιες είναι όμως οι άλλες απαραίτητες προϋποθέσεις για την απόκτηση από την χώρα μας μιας εύρωστης και καινοτόμου αμυντικής βιομηχανίας; Τουλάχιστον δύο.

Πρώτον, η διάθεση σημαντικών εθνικών πόρων στην έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α), σε συνεργασία με τις Ένοπλες Δυνάμεις, τις επιχειρήσεις του κλάδου και της ερευνητικής κοινότητας της χώρας. Ενδεικτικά, το Ισραήλ διαθέτει το 8% του αμυντικού του προϋπολογισμού σε δραστηριότητες Ε&Α.

Εάν κατ’ αναλογία η Ελλάδα διέθετε το 8% του αμυντικού της προϋπολογισμού για Ε&Α, ο σχετικός λογαριασμός θα ξεπερνούσε τα 400 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Για παράδειγμα, η διάθεση πόρων για Ε&Α σε αυτή την κλίμακα κάλλιστα θα μπορούσε να επιτρέψει στην χώρα μας να αποκτήσει έγκαιρα συστήματα αντί-UAV (συστήματα αντιμετώπισης μη επανδρωμένων αεροσκαφών), που θα ήταν αποτελεσματικά κατά των Τουρκικών Bayraktar και θα αποτελούσαν και κορυφαίο εξαγωγικό προϊόν για την χώρα μας.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο λεγόμενος δημοσιονομικός χώρος δεν μπορεί να εξαντλείτε στην τόνωση των εισοδημάτων του πληθυσμού αλλά και να επιμερίζεται σε επαρκή βαθμό και στην ικανοποίηση κορυφαίων συλλογικών αγαθών. Εκ των πραγμάτων δε η αγορά αμυντικών συστημάτων από την χώρα μας από αλλοδαπούς προμηθευτές – φρεγατών, αεροσκαφών, τεθωρακισμένων, υψηλής τεχνολογίας πυρομαχικών – ναι μεν καλύπτει σημαντικότατο μέρος των αμυντικών μας αναγκών όχι όμως το σύνολο τους.

Ενδεικτικά, οι ΗΠΑ λόγω της διαχρονικής υπεροχής της Πολεμικής τους Αεροπορίας είχαν υποτιμήσει τον κίνδυνο από τα UAVs και δεν επένδυσαν σε συστήματα αντι-UAV τα οποία και χρειαζόμαστε, μετά επιτάσεως, λόγω της Τουρκικής καινοτομίας σε συστήματα UAV.

Δεύτερον, η απόκτηση αυτονομίας της στρατιωτικής ιεραρχίας, ώστε στο πλαίσιο των γενικών κατευθύνσεων της δημοκρατικά εκλεγμένης πολιτικής ηγεσίας, να είναι σε θέση να συνεργάζεται με την αμυντική βιομηχανία ώστε να συν-διαμορφώνει μαζί της αυτά τα καινοτόμα αμυντικά συστήματα που απαντούν, με το βέλτιστο τρόπο, στις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων στο πεδίο.

Πρέπει δηλαδή, η εθνική χρηματοδότηση στην αμυντική Ε&Α να συνοδεύεται από ένα αποτελεσματικό μηχανισμό ανατροφοδότησης (feedback mechanism) μεταξύ του πεδίου (στην ξηρά, στην θάλασσα, στον αέρα και στο διάστημα) και του εργοταξίου, είτε αυτό το εργοτάξιο είναι ένα στέγαστρο της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ) στο Σχηματάρι της Αττικής, είτε είναι μια αίθουσα, σε μια νεοφυή επιχείρηση που εξειδικεύεται στον κυβερνοπόλεμο, στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Είναι ενθαρρυντικό από αυτή την άποψη ότι ήδη άλλες υπηρεσίες της κεντρική κυβέρνησης, όπως το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης για την αντιμετώπιση του Covid-19, απέδειξαν ότι, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, μπορούν να αναπτύξουν τάχιστα τεχνολογικές λύσεις σε μείζονα προβλήματα ασφάλειας του πληθυσμού της χώρας.

Τέλος δύο ακόμη μακροπρόθεσμες εξελίξεις συνηγορούν υπέρ της δημιουργίας μιας πραγματικά καινοτόμου αμυντικής βιομηχανίας στην χώρα. Πρώτον, η αυξανόμενη συλλογική αυτοπεποίθηση ότι η χώρα είναι σε θέση όχι μόνο να χρησιμοποιήσει αλλά και να παραγάγει υψηλή τεχνολογία, κάτι που πιστοποιείται από τις επιδόσεις της Ελληνικής ερευνητικής κοινότητας, εγχώριας και της διασποράς, όσο και από την δράση του προαναφερθέντα κυβερνητικού σηματωρού της υψηλής τεχνολογίας, του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Δεύτερον, η ωρίμανση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως γεωπολιτικό παίκτη και ο παρεπόμενος, αυξανόμενος ευρωπαϊκός συντονισμός σε θέματα αμυντικών προμηθειών και Ε&Α αμυντικών συστημάτων, λόγω του Ρώσο-ουκρανικού πολέμου.

Αυτή η ωρίμανση νομοτελειακά θα οδηγήσει την χώρα σε ευρωπαϊκές αμυντικο-βιομηχανικές κοινοπραξίες, εισάγοντας στις διαδικασίες αμυντικών προμηθειών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στάνταρντ διακυβέρνησης που ιστορικά εξέλειπαν. Τέτοια στάνταρντ με την σειρά τους δεν μπορούν παρά να αναβαθμίσουν και την διάδραση του εγχώριου αμυντικό-βιομηχανικού οικοσυστήματος με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας - ακόμη και όταν αυτή η διάδραση αφορά αμιγώς την Ε&Α εθνικών αμυντικών λύσεων όπως αυτές που υποστηρίζουμε ότι είναι αναγκαίες.

O Αντώνης Καμάρας είναι ερευνητικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ. Το άρθρο βασίζεται στο κείμενο πολιτικής του ΕΛΙΑΜΕΠ «The Greek Defence Sector: Turning the page?»,