Ο αληθινός λόγος πίσω από το φρενάρισμα των αγορών

Ο αληθινός λόγος πίσω από το φρενάρισμα των αγορών

Η επιφυλακτικότητα έχει επιστρέψει τις τελευταίες ημέρες στις διεθνείς αγορές με τον S&P500 για άλλη μια φορά να χάνει το στοίχημα της κατάκτησης των 4220 μονάδων -90αρης εβδομαδιαίου διαγράμματος - και απειλώντας με καθοδική διάσπαση τη στήριξη των 3978 μονάδων, συνθήκη που θα τον οδηγήσει στην κρίσιμη στήριξη των 3940 μονάδων και τον γερμανικό δείκτη Dax να αποτυγχάνει για τρίτη φορά να διασπάσει ανοδικά τις 15650 μονάδες, κρατώντας όμως προς το παρόν τη στήριξη των 15268 μονάδων. (σ.σ: Τα ζητούμενα από τεχνικής πλευράς παραμένουν όπως τα είχαμε περιγράψει στις 14 Φεβρουαρίου εδώ).

Η υπαιτιότητα για την αδυναμία των αγορών αποδίδεται ως συνήθως στις αυξημένες αποδόσεις στη λήξη κρατικών ομολόγων οι οποίες τροφοδοτούν τη μειωμένη διάθεση για ανάληψη κινδύνου και τροφοδοτούνται με τη σειρά τους από τις προσδοκίες για περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικότερα ο πληθωρισμός.

Βλέπετε, η οικονομία των ΗΠΑ επιδεικνύει εξαιρετική ανθεκτικότητα με αποτέλεσμα ο υψηλός πληθωρισμός να διατηρείται.  Ως εκ τούτου συνεχίζεται η σουρεαλιστική  παραδοχή ότι τα καλά νέα για την οικονομία επί του παρόντος είναι κακά νέα για τα χρηματιστήρια, ειδικά για τους κλάδους της τεχνολογίας, της επικοινωνίας  και των καταναλωτικών αγαθών διακριτικής ευχέρειας.

Αναλυτικότερα, οι ισχυρές μισθολογικές καταστάσεις του Ιανουαρίου- το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σε χαμηλό 53 ετών - και η άνοδος του δείκτη PMI για τις υπηρεσίες έδειξαν  ότι η αμερικανική οικονομία ήταν πιο ανθεκτική από ό,τι θεωρούνταν προηγουμένως. Η έκθεση για τον πληθωρισμό του Ιανουαρίου έδωσε τη χαριστική βολή στην επενδυτική αισιοδοξία για έλεγχο του πληθωρισμού, υποδεικνύοντας ότι η Fed έχει περισσότερη δουλειά να κάνει προκειμένου να μειώσει τον πληθωρισμό προς τον στόχο του 2%. 

Επιπλέον, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης αλλά και η αύξηση του κόστους ενέργειας έπαιξαν  το ρόλο τους στο ροκάνισμα της κερδοφορίας του τέταρτου τριμήνου του 2022 για τις περισσότερες εταιρείες των ΗΠΑ.  

Με βάση το 82%  των εταιριών του S&P500 που έχουν ανακοινώσει αποτελέσματα και τις προβλέψεις για το υπόλοιπο 18% ,εκτιμάται ότι τα κέρδη ανά μετοχή θα υποχωρήσουν κατά 4,7%, ενώ τα έσοδα θα εμφανίσουν αύξηση 5,4%. Αν εξαιρέσουμε τον κλάδο της Ενέργειας η εικόνα γίνεται ακόμα πιο απογοητευτική, καθώς τα κέρδη θα εμφάνιζαν  επιβράδυνση 9,4% και τα έσοδα αύξηση 4,4%.

(σ.σ:Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στην ανάλυση του κύριου  Μ.Χατζηδάκη εδώ

Οι ανησυχίες λοιπόν για τις επόμενες κινήσεις των Κεντρικών Τραπεζών είχαν σαν αποτέλεσμα τα περισσότερα χρηματιστήρια –η Ελλάδα θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί μια από τις λαμπρές εξαιρέσεις μέχρι στιγμής - να σημειώσουν απώλειες από τα πρόσφατα υψηλά τους, ειδικά όσον αφορά τις κυκλικές μετοχές.  

Αλλά και οι  αποδόσεις στην αγορά των ομολόγων «τσίμπησαν» αρκετά, με την απόδοση στη λήξη του 10ετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ να έχει εμφανίσει νέο υψηλό από τις 10 Νοεμβρίου του 2022, πέριξ της περιοχής  61,8% Fibonacci retracement της κίνησης από το 4,34% - υψηλό 21/10/22- έως το 3,32% - χαμηλό 19/1/23. Υψηλό από 4 Νοεμβρίου του 2022, κατέγραψε αυτή την εβδομάδα επίσης  η απόδοση στη λήξη του 2ετούς ομολόγου ΗΠΑ.

Ακόμα και το πετρέλαιο υποχώρησε πέριξ των 80 δολαρίων/βαρέλι κάτω από βάρος της πεποίθησης ότι η  ζήτηση πετρελαίου θα περιοριστεί λόγω των υψηλότερων επιτοκίων  που θα υιοθετήσουν οι Κεντρικές Τράπεζες.

Βέβαια, η πτώση του πετρελαίου σε συνάρτηση και με την καθοδική τάση του φυσικού αερίου λόγω των καλύτερων  των προβλεπόμενων καιρικών συνθηκών είναι μια καλή συνθήκη για τον έλεγχο του πληθωρισμού. 

Από την άλλη όμως, υπάρχουν επιφυλάξεις για τη μελλοντική πορεία των ενεργειακών τιμών μόλις επανέλθει η Κίνα σε πλήρη οικονομική δραστηριότητα, οπότε ακόμα και αυτό το παράθυρο ευκαιρίας δεν μπορούν να το συμπεριλάβουν οι Κεντρικές Τράπεζες ως δεδομένο στις εκτιμήσεις τους.  

Η χθεσινή ανακοίνωση των πρακτικών της τελευταίας συνεδρίασης της Fed άλλωστε αν μη τι άλλο αποκάλυψε την αγωνία των αξιωματούχων για την πορεία του πληθωρισμού.

Σύμφωνα με τα πρακτικά, η μεγάλη πλειοψηφία των αξιωματούχων της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ συμφώνησε μεν  στη μείωση του ρυθμού αύξησης των επιτοκίων στις 25 μονάδες βάσης, ωστόσο υπήρχαν μέλη που θεωρούσαν καταλληλότερη μια αύξηση των  50 μ.β. 

Επιπλέον, η συντριπτική πλειοψηφία εξακολουθεί να θεωρεί ανοδικούς τους κινδύνους για το outlook του πληθωρισμού και ότι τα επιτόκια θα πρέπει να κινηθούν υψηλότερα και να παραμείνουν υψηλά μέχρι ο πληθωρισμός να κινηθεί σαφώς προς το 2%.

Αν σκεφτούμε τώρα ότι  τα μακροοικονομικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν μετά την εν λόγω συνεδρίαση έδειξαν ότι 

  • η αμερικανική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται και να προσθέτει θέσεις εργασίας με απροσδόκητα γρήγορο ρυθμό και 
  • ο πληθωρισμός εμφανίζει σαφέστατα μικρότερη πρόοδο από την αναμενόμενη,

κατανοούμε ότι η Fed έχει δρόμο μπροστά της  μέχρι το τερματικό επιτόκιο.

Ο μη εμφανής λόγος της υποχώρησης της διάθεσης για ρίσκο

Ενώ η κουβέντα για τα επιτόκια μονοπωλεί τους τίτλους των ειδήσεων, την ίδια στιγμή οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο γεωπολιτικό πεδίο της ρωσοουκρανικής σύγκρουσης τροφοδοτούν πολύ μεγαλύτερη αβεβαιότητα σε βραχυ-μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Καταρχάς, η αναστολή από τη Ρωσία της τήρησης της συνθήκης του 2011 με τις ΗΠΑ αναφορικά με τον σταδιακό περιορισμό των στρατηγικών πυρηνικών οπλοστασίων των δύο πλευρών, εντείνει την αβεβαιότητα, σηματοδοτώντας με πιο παραστατικό τρόπο την κλιμάκωση επί της ουσίας του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και το τέλος της μέχρι τώρα τάξης πραγμάτων. 

O Ρώσος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι η Ρωσία διακόπτει την συμμετοχή της στην συνθήκη New Start που είχε υπογράψει με τις ΗΠΑ, αφού κατηγόρησε την Δύση για ευθεία συμμετοχή σε απόπειρες να πληγούν οι ρωσικές στρατηγικές αεροπορικές βάσεις.

Η αναστολή της συμμετοχής της Ρωσίας  στην Συνθήκη New Start, σημαίνει ότι χάνεται το τελευταίο πεδίο συνεννόησης με τις ΗΠΑ στο πεδίο των πυρηνικών εξοπλισμών. Αν μη τι άλλο, δεν πρόκειται για ένα καλό νέο.

Τουλάχιστον υπάρχει και μια παρήγορη λεπτομέρεια στην ανακοίνωση της Ρωσίας: Προκειμένου  να διατηρηθεί επαρκής βαθμός προβλεψιμότητας και σταθερότητας στον τομέα των πυρηνικών πυραύλων, η Ρωσία σκοπεύει να τηρήσει μια υπεύθυνη προσέγγιση και θα συνεχίσει να τηρεί αυστηρά τους ποσοτικούς περιορισμούς που προβλέπονται από τη συνθήκη New START εντός του κύκλου ζωής της συνθήκης. Επιπρόσθετα, η Ρωσία θα  συνεχίσει να ενημερώνει τις ΗΠΑ για προγραμματισμένες δοκιμαστικές εκτοξεύσεις διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων (ICBMs).

Εφεξής απαιτείται επαγρύπνηση ώστε να μην αναιρεθούν τουλάχιστον οι δύο αυτές ρωσικές δεσμεύσεις.

Πότε όμως η Ρωσία ανακοίνωσε την αποχώρηση της;

Λίγο μετά αφού ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ρίσι Σούνακ προανήγγειλε κατά τη Διάσκεψη του Μονάχου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα παρέχει στην Ουκρανία όπλα μεγαλύτερης εμβέλειας. 

Σύμφωνα με τον David Axe σε πρόσφατο άρθρο του στο Forbes, ενδεχομένως ο Σούνακ να αναφερόταν στον Storm Shadow της Βασιλικής Αεροπορίας. Πρόκειται για έναν πύραυλο κρουζ που εκτοξεύεται από αέρος και μπορεί να διανύσει έως και 250 χιλιόμετρα. 

Με έναν τέτοιο πύραυλο οι Ουκρανοί θα μπορούσαν να επεκτείνουν κατά δεκάδες χιλιόμετρα τις δυνατότητες κρούσης, είτε εντός των περιοχών της Ουκρανίας που έχουν περάσει υπό τον έλεγχο των Ρώσων, είτε ακόμα και σε ρωσικά εδάφη.  

Δεδομένου ότι οι Ουκρανοί ζητούσαν εδώ και μήνες όπλα μεγαλύτερης εμβέλειας, αν αποκτήσουν τους πυραύλους Storm Shadow, λογικά δεν θα χάσουν χρόνο προκειμένου να τα ρίξουν στη μάχη. 

Σύμφωνα δε με το ρεπορτάζ David Axe, δεν θα δυσκολευτούν να τους «κουμπώσουν» στα βομβαρδιστικά Su-24 ή στα μαχητικά MiG-29 ή Su-27, αρκεί ένας από  τους εργολάβους της ευρωπαϊκής εταιρείας κατασκευής πυραύλων MBDA να τους βοηθήσει. 

Άλλωστε, οι Storm Shadow μπορούν να ενσωματωθούν ακόμη πιο εύκολα σε σύγκριση με τους HARM και ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν παραδείγματα ανάλογης «βοήθειας», όπως εκείνο της περασμένης άνοιξης, όταν Αμερικανοί μηχανικοί τοποθέτησαν υψηλής ταχύτητας βλήματα αντι-ραντάρ σε ουκρανικά MiG-29 και Su-27. 

Το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι βαίνουμε προς κλιμάκωση όχι μόνο του ρωσοουκρανικού πολέμου, αλλά και των ευρύτερων σχέσεων της Ρωσίας με τη Δύση, μια κλιμάκωση που μπορεί να επιταχυνθεί τις επόμενες εβδομάδες.