ΗΠΑ: Η ώρα της κρίσης για τους Ρεπουμπλικάνους έφτασε
AP/Evan Vucci
AP/Evan Vucci

ΗΠΑ: Η ώρα της κρίσης για τους Ρεπουμπλικάνους έφτασε

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πέτυχε μια βραχυπρόθεσμη εμπορική συμφωνία με την Κίνα και θα βρεθεί στη Μέση Ανατολή αυτήν την εβδομάδα προκειμένου να κλείσει και άλλες συμφωνίες.

Εν τω μεταξύ, οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής των Αντιπροσώπων στρέφονται στον πρόεδρο Μάικ Τζόνσον για να κάμψουν τις εσωτερικές διαφωνίες που υπάρχουν στο κόμμα και να επιτευχθεί μια νομοθετική μεταρρύθμιση που θα θεωρηθεί η μεγαλύτερη «ανάσα» την περίοδο της δεύτερης αυτής θητείας του Τραμπ. 

Την τρέχουσα εβδομάδα και μέχρι την Memorial Day (σ.σ στις 26/05) θα φανεί αν οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής των Αντιπροσώπων μπορούν να πραγματοποιήσουν τις προεκλογικές εξαγγελίες του Ντόναλντ Τραμπ για μείωση των φόρων, συρρίκνωση της κυβέρνησης, αύξηση των αμυντικών δαπανών, ενίσχυση της ασφάλειας των συνόρων και προστασία των δικαιωμάτων. Αν αυτοί οι στόχοι επιτευχθούν χωρίς τη στήριξη των Δημοκρατικών, τότε οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι πρόκειται να προσελκύσουν πάρα πολλές ψήφους. 

«Οι τροχοί μπορούν να ξεκολλήσουν πολλές φορές σε αυτή τη διαδικασία, και συχνά το κάνουν. Στο τέλος, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι θα τους επαναφέρουμε στις ράγες, και νομίζω ότι υπάρχει μεγάλη αφοσίωση για να το πετύχουμε αυτό», δήλωσε ο επικεφαλής της πλειοψηφίας της Γερουσίας Τζον Θουν μετά από σύσκεψη με τον Τζόνσον την περασμένη εβδομάδα σχετικά με τις δυσκολίες και τις καθυστερήσεις στη Βουλή των Αντιπροσώπων. «Έχουν μια μεγάλη εβδομάδα μπροστά τους», πρόσθεσε.

Πόσο μεγάλη; Μια πρώιμη έκδοση των φορολογικών διατάξεων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της Βουλής των Αντιπροσώπων, που προορίζεται να αποτελέσει την «καρδιά» της μαζικής νομοθεσίας για τον Προϋπολογισμό, έχει εκτιμώμενη τιμή 5 τρισ. δολαρίων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου. Το κόστος αυτό υπερβαίνει του επιτρεπόμενου σύμφωνα με το ψήφισμα για τον Προϋπολογισμό που υιοθέτησαν οι Ρεπουμπλικάνοι νωρίτερα φέτος. Με άλλα λόγια, τα νούμερα δεν βγαίνουν.

Ο Τραμπ, προσπαθώντας να προσδώσει κάποια πολιτική ασάφεια στις συζητήσεις για τους φόρους, θα «αποδράσει» από την Ουάσιγκτον αυτή την εβδομάδα, αφού πρότεινε στους νομοθέτες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να αυξήσουν τους φόρους στο 39,6% για τα άτομα που έχουν έσοδα πάνω από 2,5 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Η πρότασή του αυτή συνάντησε την άμεση αντίδραση ορισμένων συντηρητικών της Βουλής των Αντιπροσώπων.

«Προσωπικά, έχω ανησυχίες σχετικά με την αύξηση οποιωνδήποτε φόρων», δήλωσε ο βουλευτής Darin LaHood την Παρασκευή. «Επικεντρωνόμαστε στην προβλεψιμότητα και τη βεβαιότητα για την οικονομία, για μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες επενδύσεις. Νομίζω ότι αυτό επιτυγχάνεται με τη μονιμοποίηση των φοροελαφρύνσεων και την εξεύρεση του κατάλληλου τρόπου για να δώσουμε «καύσιμα» στην οικονομία».

Για την Τρίτη έχουν προγραμματιστεί δύο σημαντικές συνεδριάσεις των επιτροπών, οι οποίες θα αναδείξουν τις παρασκηνιακές διαφωνίες μέσα στο κόμμα.

Οι νομοθέτες που συντάσσουν τις φορολογικές διατάξεις στην Επιτροπή Τρόπων και Μέσων της Βουλής των Αντιπροσώπων σχεδιάζουν μια μαραθώνια συνεδρίαση μελετώντας ένα φορολογικό νομοσχέδιο 28 σελίδων. Δεν διευκρινίζεται πώς οι νομοθέτες θα χειριστούν πιθανές φορολογικές αυξήσεις για να αντισταθμίσουν το δημοσιονομικό κόστος της ατζέντας του Τραμπ, όπως η προτεινόμενη αύξηση του φόρου επί των κερδών από επενδύσεις σε κολέγια και η περικοπή των φορολογικών επιδοτήσεων για την πράσινη ενέργεια.

Δεν είναι σαφές πώς οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής των Αντιπροσώπων θα αντιδράσουν στις προεκλογικές υποσχέσεις του Τραμπ για τον τερματισμό της φορολόγησης των φιλοδωρημάτων, των αμοιβών για υπερωρίες και την παροχή άλλων φορολογικών ελαφρύνσεων για τους εργαζόμενους Αμερικανούς με μεσαίο και χαμηλότερο εισόδημα.

Επομένως, η Επιτροπή Ενέργειας και Εμπορίου της Βουλής των Αντιπροσώπων την Τρίτη θα δει τα κομπιουτεράκια της να παίρνουν «φωτιά» κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, καθώς αποστολή της είναι να βρει περικοπές ύψους τουλάχιστον 880 δισεκατομμυρίων δολαρίων. 

Πηγή: The Hill