Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να συνταχθεί στρατιωτικά με το Ισραήλ και να βομβαρδίσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν έχει προκαλέσει έντονη αντίδραση, όχι μόνο από τους συνήθεις αντιπάλους του, αλλά και από στελέχη και φωνές εντός του ίδιου του κινήματος MAGA (Make America Great Again).
Ενός κινήματος που είχε στηρίξει τον πρόεδρο Τραμπ κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, μέσω κυρίως της παρέμβασής του στα εναλλακτικά ψηφιακά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η θέση του κινήματος MAGA και των βασικών συντελεστών του, Στηβ Μπάνον και Τάκερ Κάρλσον ήταν και παραμένει σαφής όσον αφορά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Και είναι η μη εμπλοκή των ΗΠΑ σε πόλεμο, εκτός αμερικανικού εδάφους.
Και ενώ ο πρόεδρος Τραμπ, προσπαθεί να κλείσει αυτό το «εσωτερικό πρόβλημα» που έχει ανοίξει, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται περί μιας και μοναδικής απαραίτητης, χειρουργικού χαρακτήρα στρατιωτικής επέμβασης, με σκοπό την αποτροπή ενός γενικευμένου μοντέλου, ένα νέο «εσωτερικό μέτωπο» δείχνει να ανοίγει με αφορμή την οικονομική πολιτική που ακολουθεί ο Λευκός Οίκος.
Η κριτική που του ασκείται δεν επικεντρώνεται ούτε στην αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της Fed από την πλευρά του Ντόναλντ Τραμπ, ούτε στην πολιτική των εμπορικών δασμών που επιθυμεί να επιβάλει ο Λευκός Οίκος. Δηλαδή, η κριτική δεν προσεγγίζει τις δυο βασικές παραμέτρους που επηρεάζουν την οικονομία και τις χρηματιστηριακές αγορές. Αντίθετα, η κριτική έχει ιδεολογική χροιά, χαρακτηρίζοντας την οικονομική πολιτική του προέδρου Τραμπ, ως «σοσιαλιστική».
Το πριν
Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο Ντόναλντ Τραμπ κατήγγειλε με σθένος τον σοσιαλισμό, χαρακτηρίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους, δηλαδή τους Δημοκρατικούς, ως «κομμουνιστές» και «μαρξιστές». Ο ίδιος είχε επικρίνει έντονα τις «σοσιαλιστικές πρακτικές» του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Μπάιντεν.
Χαρακτηριστικά, είχε αποκαλέσει την τότε Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, «συντρόφισσα Κάμαλα», όταν εκείνη είχε προτείνει μέτρα κατά της κερδοσκοπίας στις τιμές των τροφίμων. Οι δηλώσεις του προέδρου Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αντηχούσαν την παραδοσιακή ρητορική των Ρεπουμπλικανών υπέρ της ελεύθερης αγοράς και κατά των προεδρικών παρεμβάσεων.
Το μετά
Ωστόσο σήμερα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατηγορείται από το εσωτερικό μέτωπο των υποστηρικτών του, ότι υιοθετεί πρακτικές που αποκλίνουν από τις παραδοσιακές θέσεις της ελεύθερης αγοράς και της ανοικτής οικονομίας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, χρησιμοποιώντας την κυβερνητική εξουσία για να επηρεάσει όχι μόνο τα οικονομικά γεγονότα, αλλά και τα οικονομικά αποτελέσματα. Αυτό το φαινόμενο, που κάποιοι αποκαλούν «σοσιαλισμό τύπου Τραμπ», εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη συνέπεια και σταθερότητα των πολιτικών του θέσεων, με τις παρεμβάσεις του και τις επιπτώσεις τους στην αμερικανική οικονομία.
Οι κατηγορίες περί «σοσιαλιστικής» στροφής μπορεί εδώ στην Ευρώπη και ειδικά στη χώρα μας, να ακούγονται υπερβολικές, ίσως και αστείες, ωστόσο για τον μέσο Αμερικάνο πολίτη δεν είναι. Και η αλήθεια είναι ότι ο πρόεδρος Τραμπ έχει δώσει σαφέστατα δείγματα χρήσης της κυβερνητικής εξουσίας ως μοχλού για την επίτευξη συγκεκριμένων οικονομικών στόχων.
Κρατικές παρεμβάσεις
Για παράδειγμα, έχει πιέσει τις φαρμακευτικές εταιρείες να μειώσουν τις τιμές των φαρμάκων μέσω εκτελεστικών διαταγμάτων. Έχει προειδοποιήσει τη Walmart να μην αυξήσει τις τιμές των προϊόντων στα ράφια, παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες αυξήσεις οφείλονται στους νέους δασμούς που ο ίδιος έχει επιβάλει.
Και μάλιστα έχει προβεί σε σχετική ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δίνοντας εντολή στην Walmart: «Eat the Tariffs». Αντίστοιχα μηνύματα έχει στείλει και στις αυτοκινητοβιομηχανίες, που πλήττονται ιδιαίτερα από την επιβολή των δασμών, όπως είχαμε αναφέρει στο άρθρο «O Tραμπ, η Apple, η Gap και το Ford F-150», εδώ.
Ή και σε εταιρείες όπως είναι η Apple, από την οποία εκβιαστικά απαιτεί να επαναφέρει την παραγωγή της πίσω στις ΗΠΑ. Παράλληλα ο ίδιος, έχει υποσχεθεί αποζημιώσεις στους αγρότες για ζημιές από την αναδιάρθρωση του παγκόσμιου εμπορικού τοπίου. Μιλάμε δηλαδή για καταστάσεις που είναι ακραίες, με βάση τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας των ΗΠΑ.
Η «χρυσή μετοχή»
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα της παρεμβατικής πολιτικής του προέδρου Τραμπ είναι η πρόσφατη συμφωνία για την πώληση της U.S. Steel στην ιαπωνική Nippon Steel. Ο Αμερικανός πρόεδρος διαπραγματεύτηκε με τους Ιάπωνες αγοραστές, την ύπαρξη μιας «χρυσής μετοχής», η οποία έχει «αόριστη διάρκεια» και παρέχει στον πρόεδρο ή τον εκπρόσωπό του δικαίωμα βέτο σε κρίσιμα ζητήματα, που αφορούν την εξαγορασθείσα εταιρεία U.S. Steel.
Η «χρυσή μετοχή» αφενός διασκεδάζει τις εντυπώσεις του «ξεπουλήματος» της παραδοσιακής χαλυβουργίας στους «ξένους» και αφετέρου «εξασφαλίζει» παρέμβαση του προέδρου, υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων, όπως είναι οι ποσότητες του παραγόμενου χάλυβα, η διατήρηση θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ κ.α.
Η υιοθέτηση της «χρυσής μετοχής» θυμίζει πρακτικές που εφαρμόζονται σε άλλες ημιελεύθερες οικονομίες που συμβαδίζουν με ισχυρή κρατική παρέμβαση, όπως είναι για παράδειγμα η κινεζική, η βραζιλιάνικη αλλά και άλλες οικονομίες από τη Λατινική Αμερική και την αφρικανική ήπειρο.
Τι υποστηρίζουν τα think tanks για την πολιτική Τραμπ;
Το συντηρητικό think tank «American Action Forum», χαρακτήρισε την απόφαση του Λευκού Οίκου για την U.S. Steel, ως μια κλασσική περίπτωση εθνικοποίησης, η οποία επιτυγχάνεται με «πολύ περίτεχνο τρόπο». Θυμίζοντας μάλιστα εποχές του ακραίου Περονισμού στην Αργεντινή. Το Tax Foundation αναφέρει ότι αρκετές από τις πολιτικές του προέδρου Τραμπ κλίνουν περισσότερο προς τον κεντρικό έλεγχο, παρά προς την παροχή κινήτρων στην αγορά. Το Cato Institute χαρακτήρισε τον Τραμπ ως τον «κύριο κράτος» αυτοπροσώπως, παραπέμποντας στη δήλωση του Λουδοβίκου XIV, «L’état, c’est moi».
Αντίστροφη αναδιανομή πλούτου
Τα «σοσιαλιστικού αρώματος» μέτρα του Λευκού Οίκου, συνοδεύονται όμως από μια καταφανή αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ευπορότερων κοινωνικών στρωμάτων. Σύμφωνα με ανάλυση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, το «One Big Beautiful Bill Act», δηλαδή το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, θα οδηγήσει το κορυφαίο 10% των νοικοκυριών στο να κερδίσει $12.000, ενώ το φτωχότερο 10% στο να χάσει $1.600.
Είναι φανερό ότι ο πρόεδρος Τραμπ ακολουθεί μια υβριδική οικονομική προσέγγιση, υιοθετώντας στην ουσία μια ακραία παρεμβατική πολιτική. Είναι κατά τη γνώμη μας, περισσότερο θέμα ελέγχου της οικονομίας και των κανόνων της από τον ίδιο, -όπως δείχνει και η στάση του απέναντι στη Fed-, και λιγότερο θέμα «σοσιαλιστικής» προσέγγισης.
Όμως, η κυρίαρχη αίσθηση στις ΗΠΑ, είναι ότι πρόκειται περί άσκησης μιας μορφής κρατικού καπιταλισμού που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, τα οποία είναι φιλικά προς τον ίδιο και το περιβάλλον του Mar-a-Lago Club. Άλλωστε ο πρόεδρος Τραμπ κατηγορείται από κορυφαίους επενδυτικούς παράγοντες για χειραγώγηση των χρηματιστηριακών αγορών, αφού με την παραμικρή ανάρτηση του, προκαλεί μια πρωτοφανή μεταβλητότητα που προσφέρει κέρδη σε αυτούς που γνωρίζουν εκ των προτέρων και ζημίες σε αυτούς που ενημερώνονται εκ των υστέρων.