Πρωταθλητές Ευρώπης στην υπερβάλλουσα θνητότητα
Shutterstock
Shutterstock
Κορονοϊός

Πρωταθλητές Ευρώπης στην υπερβάλλουσα θνητότητα

Πρωταθλήτρια Ευρώπης αναδεικνύεται η Ελλάδα – μαζί με τη Φινλανδία – στην υπερβάλλουσα θνητότητα που σχετίζεται κατά κύριο λόγο με την πανδημία του κορονοϊού. 

Η υπερβάλλουσα θνητότητα αντιπροσωπεύει τους επιπλέον θανάτους που αναφέρονται στην περίοδο της πανδημίας, σε σύγκριση με τη μέση θνητότητα παλαιότερων ετών. 

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, τον περασμένο Σεπτέμβριο καταγράφηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση 30.000 επιπλέον θάνατοι, 9% περισσότεροι από το μέσο όρο της περιόδου 2016 – 2019, δηλαδή πριν από την έναρξη της πανδημίας. 

Το ποσοστό είναι μειωμένο για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, τον Αύγουστο ήταν 13% ενώ τον Ιούλιο είχε καταγραφεί ρεκόρ υπερβάλλουσας θνητότητας, με 16,5% περισσότερους θανάτους. 

Όλες οι χώρες αναφέρουν αυξημένη θνητότητα, εκτός της Σλοβακίας, που είναι η μόνη χώρα με 2% λιγότερους θανάτους. 

Ελλάδα και Φινλανδία έχουν την υψηλότερη υπερβάλλουσα θνητότητα για το Σεπτέμβριο του 2022, με 17% περισσότερους θανάτους σε σύγκριση με το διάστημα 2016 – 2019 και με σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. 

Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό υπερβάλλουσας θνητότητας έχει μειωθεί για τη χώρα μας σε σύγκριση με τους δύο προηγούμενους μήνες (τον Αύγουστο ήταν 19,7% και τον Ιούλιο 23,2%). 

Από τον Μάρτιο του 2021 και μετά, η υπερβάλλουσα θνητότητα στην Ελλάδα είναι σταθερά υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Υπήρξαν μάλιστα κάποιες περιπτώσεις, όπως τον Αύγουστο του 2021, κατά τις οποίες το ποσοστό της Ελλάδας ήταν σχεδόν τετραπλάσιο από το μέσο ποσοστό περισσότερων θανάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνη εξαίρεση ήταν ο Ιούνιος του 2022, όταν το ποσοστό μας ήταν ελαφρώς χαμηλότερο από το μέσο ευρωπαϊκό υπερβάλλουσας θνητότητας. 

Για τον περασμένο Σεπτέμβριο, το χαμηλότερο ποσοστό επιπλέον θανάτων καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο και την Ουγγαρία (+2). 

Από την αρχή της πανδημίας έως και τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέγραψε 1,6 εκατομμύρια περισσότερους θανάτους. 

Ο δείκτης υπερβάλλουσας θνητότητας βασίζεται σε δεδομένα που συλλέγονται σε εβδομαδιαία βάση από τις χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τον Απρίλιο του 2020 μέχρι σήμερα. Η υπερβάλλουσα θνητότητα αποτελεί ένα «εργαλείο» αποτύπωσης του συνολικού αντίκτυπου που είχε και εξακολουθεί να έχει η πανδημία στη συνολική θνησιμότητα. Εκτός από τους επιβεβαιωμένους θανάτους, η υπερβάλλουσα θνητότητα καταγράφει και θανάτους από COVID-19 που δεν διαγνώστηκαν ή δεν αναφέρθηκαν σωστά, καθώς και θανάτους από άλλες αιτίες που μπορούν να αποδοθούν στη συνολική κατάσταση κρίσης. 

Οι θάνατοι στην Ευρώπη άρχισαν να αυξάνονται (σε σύγκριση με το μέσο όρο προηγούμενων ετών) από την άνοιξη του 2020, με αρκετές διακυμάνσεις από χώρα σε χώρα, ανάλογα και με τα ξεσπάσματα πανδημικών κυμάτων. Έτσι, στην αρχική φάση της πανδημίας σημαντική υπερβάλλουσα θνητότητα κατέγραφαν η Ιταλία και η Ισπανία και ακολουθούσαν Γαλλία, Βέλγιο και Ολλανδία. 

Από το Μάρτιο του 2020 έως τον Φεβρουάριο του 2021, υπήρξαν στην Ευρώπη δύο «κύματα» υπερβάλλουσας θνητότητας: το πρώτο μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου 2020 (με έως και 25,2% περισσότερους θανάτους) και το δεύτερο μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου 2020 (οπότε το ποσοστό υπέρβασης του μηνιαίου μέσου όρου θανάτων έφτασε το 40%, ποσοστό ρεκόρ για όλο το 2021). Σε αυτό το δεύτερο κύμα, η υπερβολική θνησιμότητα αυξήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη, αυτή τη φορά με γεωγραφικό επιπολασμό στο ανατολικό τμήμα της Ευρώπης (η Πολωνία, η Βουλγαρία και η Σλοβενία ​​έφτασαν σε υπέρβαση άνω του 90% τον Νοέμβριο του 2020).

Τον Απρίλιο του 2021 η υπερβάλλουσα θνητότητα κορυφώθηκε για τρίτη φορά στην Ευρώπη (με σχεδόν 21% περισσότερους θανάτους από τον μηναίο μέσο όρο της περιόδου 2016 – 2019). Το τέταρτο «κύμα» επιπρόσθετων θανάτων ήρθε το φθινόπωρο του 2021, με ποσοστά επιπρόσθετων θανάτων πάνω από 26%. 

Ακολούθησε μια περίοδος ύφεσης με μονοψήφια ποσοστά υπερβάλλουσας θνητότητας, μέχρι τον περασμένο Ιούλιο οπότε καταγράφηκαν 16,5% περισσότεροι θάνατοι. Από τότε, τα ποσοστά βαίνουν και πάλι μειούμενα.