Νέες διαπραγματεύσεις ΗΠΑ – Κίνας τον Οκτώβριο

Νέες διαπραγματεύσεις ΗΠΑ – Κίνας τον Οκτώβριο

Με στόχο την σύναψη διμερούς συμφωνίας για το εμπόριο στις αρχές Οκτωβρίου, θα επαναληφθούν τις προσεχείς εβδομάδες οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ – Κίνας σε επίπεδο υπουργών. Η επανάληψη των διαπραγματεύσεων, συμφωνήθηκε κατά την τηλεφωνική συνομιλία που είχαν ο αντιπρόσωπος της κυβέρνησης των ΗΠΑ για το εμπόριο (USTR) Ρόμπερτ Λάιτχαϊζερ και ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν, με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της Κίνας Λίου Χε.

Ανακοίνωση για τις διαπραγματεύσεις, εξέδωσε τόσο το USTR όσο και το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου.

«Τα δύο μέρη συμφώνησαν να διεξαχθεί ο δέκατος τρίτος κύκλος συνομιλιών υψηλού επιπέδου για την οικονομία και το εμπόριο στις αρχές Οκτωβρίου και να παραμείνουν σε στενή επικοινωνία», ανέφερε στο δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε το υπουργείο Εμπορίου της Κίνας.

Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Σεπτεμβρίου, Ουάσιγκτον αλλά και Πεκίνο επέβαλαν αμοιβαία νέους επιπρόσθετους τελωνειακούς δασμούς.

Μετά τον πιο πρόσφατο κύκλο διαπραγματεύσεων στη Σαγκάη στα τέλη Ιουλίου, τα μέρη είχαν ανακοινώσει πως συμφώνησαν να επαναλάβουν τις συνομιλίες τους τον Σεπτέμβριο στις ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσουν την ημερομηνία.

Η Κίνα και οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί επί έναν χρόνο και πλέον σε εμπορικό πόλεμο, με την αμοιβαία επιβολή δασμών σε αγαθά αξίας 360 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Οι νεότεροι δασμοί, σε κινεζικά προϊόντα αξίας δισεκ. δολαρίων, τέθηκαν σε ισχύ την Κυριακή στις ΗΠΑ. Το Πεκίνο ανταπάντησε επιβάλλοντας πρόσθετους δασμούς σε αμερικανικά αγαθά αξίας 75 δισεκ. δολαρίων. Παράλληλα, η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι προσέφυγε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) εναντίον της επιβολής των νέων δασμών από την αμερικανική κυβέρνηση.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απείλησε προχθές Τρίτη το Πεκίνο ότι θα σκληρύνει ακόμα περισσότερο τον εμπορικό πόλεμο εάν επανεκλεγεί το 2020, προβλέποντας πως αυτό θα σημάνει μεγάλη αιμορραγία για την Κίνα, για τις θέσεις εργασίας και τις επιχειρήσεις στη χώρα, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα τις συνέπειες για τις αμερικανικές εταιρείες που πλήττονται από την πολιτική προστατευτισμού που εφαρμόζει.