Κραυγές και λαϊκισμός: Γιατί οι καλές προθέσεις δεν επαρκούν

Κραυγές και λαϊκισμός: Γιατί οι καλές προθέσεις δεν επαρκούν

Του Trace Mitchell

Την περασμένη εβδομάδα, ο Tucker Carlson ξεκίνησε την εκπομπή του επιτιθέμενος στις αρχές της ελεύθερης αγοράς οι οποίες πιστεύει ότι βλάπτουν τους Αμερικανούς και επαινώντας την Elizabeth Warren για το “σχέδιο της για τον οικονομικό πατριωτισμό”. Χαρακτήρισε τους Ρεπουμπλικανούς πολιτικούς “επιπόλαιους φιλελεύθερους” που υποστηρίζουν συγκεκριμένες πολιτικές υπέρ της ελεύθερης αγοράς για τον λόγο ότι αυτές ευνοούν τις πολυεθνικές εταιρίες και τις μεγάλες τράπεζες, περιγράφοντας μια εικόνα μιας κατεστραμμένης αμερικανικής οικονομίας όπου οι εργαζόμενοι υφίστανται εκμετάλλευση από μεγάλες επιχειρήσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, επικαλέστηκε τη Γουόρεν: “Αν η Ουάσινγκτον θέλει να το σταματήσει αυτό, μπορεί να το κάνει. Αν θέλουμε ταχύτερη ανάπτυξη, ισχυρότερες αμερικανικές βιομηχανίες, και περισσότερες και καλύτερες αμερικανικές θέσεις εργασίας, τότε η κυβέρνησή μας θα πρέπει να κάνει αυτό που κάνουν άλλες πετυχημένες χώρες και να δράσει επιθετικά για την επίτευξη αυτών των στόχων αντί να εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα εταιριών που δεν έχουν καμία ιδιαίτερη δέσμευση προς την Αμερική”.

“Κάτι πρέπει να γίνει”

Το επιχείρημα αυτό διατυπώνεται συχνά από τους οικονομικούς λαϊκιστές τόσο της αριστεράς, όσο και της δεξιάς. Και οι δύο πλευρές πιστεύουν ότι το ελεύθερο εμπόριο και οι χαμηλοί φραγμοί στη μετανάστευση βλάπτουν τους Αμερικανούς και καταστρέφουν τις θέσεις εργασίας στη χώρα. Όπως όμως συμβαίνει με πολλές από τις θέσεις των λαϊκιστών, ενώ μπορεί να υπάρχουν στοιχεία αλήθειας στις ανησυχίες του Τάκερ, η οπτική του δεν μας προσφέρει τίποτα ως προς το τι θα έπρεπε να γίνει για να τις αντιμετωπίσουμε.

Το να δούμε όμως ένα πρόβλημα και να ζητήσουμε να γίνει κάτι γι' αυτό δεν επαρκεί. Πρέπει να έχουμε και μια λύση που μπορεί να κάνει την κατάσταση καλύτερη. Εδώ ακριβώς αποτυγχάνει ο λαϊκισμός - μπορεί η κριτική που διατυπώνει να έχει μεγάλη αξία, αλλά συχνά οι λύσεις που προτείνει είναι άστοχες. Είναι άλλο πράγμα να λέμε ότι περισσότεροι Αμερικανοί θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε θέσεις εργασίας που τους ικανοποιούν προσωπικά και τους αμείβουν καλά, και είναι εντελώς κάτι άλλο να ζητάμε από την πολιτική να το επιφέρει αυτό. Ενώ οι καλές προθέσεις μπορεί να είναι σημαντικές, σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν.

Αυτό ακριβώς έχει ο Τάκερ: προθέσεις. Είναι οργισμένος με όσα συμβαίνουν στους Αμερικανούς και θέλει απεγνωσμένα κάτι να γίνει γι' αυτό. Τι όμως; Επί οκτώ λεπτά επιτίθεται τόσο στους “φιλελεύθερους” όσο και στους “σοσιαλιστές”, υποστηρίζοντας ότι κανείς στην Ουάσινγκτον δεν εκφράζει τους Αμερικανούς ψηφοφόρους. Τι όμως σημαίνει αυτό;

Τα αποτελέσματα έχουν σημασία

Οι λαϊκιστές όπως ο Τάκερ ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν τα συμφέροντα των σκληρά εργαζόμενων, αλλά ποια είναι τα πραγματικά αποτελέσματα όταν τους δίνεται η ευκαιρία να εφαρμόσουν κάποιες από τις πολιτικές τους; Χαμηλότερα εισοδήματα για τους Αμερικανούς γεωργούς, υψηλότερες τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές (και ιδίως για τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις), και αρπαγή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των Αμερικανών. Οι πολιτικές των λαϊκιστών μπορεί να εμφορούνται από καλές προθέσεις, αλλά οι συνέπειές τους είναι καταστροφικές.

Οι λαϊκιστές όπως ο Τάκερ Κάρλσον μπορεί να θέλουν να βοηθήσουν τους μέσους Αμερικανούς, αλλά οι πολιτικές που υποστηρίζουν κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Ο λαϊκισμός συνεγείρει ανθρώπους που έχουν εξοργιστεί με το κατεστημένο, σπάνια όμως ο θυμός είναι γνώμονας καλών πολιτικών. Το γεγονός ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι κακό, δεν σημαίνει ότι η οποιαδήποτε “λύση” θα βελτιώσει την κατάσταση. Όταν κρίνουμε πολιτικές, θα πρέπει πάντα να προσέχουμε να διακρίνουμε πέρα από τη ρητορική και να αναλύουμε την ουσία τους στην πραγματική της διάσταση. Όπως λέει η παλιά εκείνη παροιμία “ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις”.

--
Ο Trace Mitchell κάνει μεταπτυχιακές σπουδές νομικής στη Σχολή Antonin Scalia του πανεπιστημίου George Mason. Είναι περιφερειακός συντονιστής των Students For Liberty.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Ιουνίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.