Ο κορονοϊός σπάει τη φούσκα της ανώτατης εκπαίδευσης

Ο κορονοϊός σπάει τη φούσκα της ανώτατης εκπαίδευσης

Του Steve Davies

Το 1999, η κυβέρνηση Μπλερ έθεσε ως επίσημο στόχο το 50% των 18χρονων να φοιτά σε πανεπιστήμια και μετέτρεψε την επέκταση αυτών των αριθμών από φιλοδοξία σε πραγματικότητα. Οι λόγοι γι? αυτή την πολιτική, που υποστηρίχθηκε και από τα δύο κόμματα, ήταν οικονομικοί και όχι εκπαιδευτικοί με την παραδοσιακή έννοια. Θεωρήθηκε ότι η επέκταση του αριθμού των φοιτητών και της παροχής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης θα συνέβαλε στην επίτευξη διάφορων στόχων πολιτικής.

Ο βασικός απ? αυτούς ήταν η περαιτέρω επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης: Θεωρήθηκε ότι αν έχουμε περισσότερους απόφοιτους κάθε είδους (τα αντικείμενα των σπουδών είχαν στο πλαίσιο αυτό δευτερεύουσα σημασία) θα παραχθεί μεγαλύτερη ανάπτυξη του ΑΕΠ. Τη θέση αυτή υποστήριζε ένας υποτιθέμενος συσχετισμός ανάμεσα στο ποσοστό του πληθυσμού διαφόρων χωρών στην ανώτατη εκπαίδευση και του επιπέδου του ΑΕΠ, καθώς και μεταξύ του ΑΕΠ και των ετών φοίτησης στην ανώτατη εκπαίδευση.

Η πεποίθηση ότι η κατοχή ενός πτυχίου καθιστά έναν απόφοιτο παραγωγικότερο απ? ό,τι έναν μη απόφοιτο, και συνεπώς περισσότεροι απόφοιτοι σημαίνουν υψηλότερη ανάπτυξη βασίζεται στο λεγόμενο εκπαιδευτικό μοντέλο του ανθρώπινου κεφαλαίου. Σύμφωνα με αυτό, η τυπική εκπαίδευση αυξάνει το ανθρώπινο κεφάλαιο (τις ικανότητες που καθιστούν τους ανθρώπους παραγωγικότερους) μεταδίδοντας δεξιότητες. Αυτό αναγνωρίζεται με την απονομή ενός ακαδημαϊκού πτυχίου.

Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν πολλά δεδομένα εναντίον αυτής της θέσης. Από εμπειρικά δεδομένα φαίνεται ότι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση όντως μεταδίδει χρήσιμες μεταβιβάσιμες δεξιότητες που μπορούν να εφαρμοστούν σε διάφορα πλαίσια και καθιστούν τους ανθρώπους παραγωγικότερους, όπως η αλφαβητισμός και οι γνώσεις αριθμητικής. Αυτό όμως δεν ισχύει εξίσου για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς μάλιστα η μεταβιβασιμότητα μειώνεται όσο προχωρά κανείς στην εκπαιδευτική διαδικασία, και δεν ισχύει καθόλου στην ανώτατη εκπαίδευση, εκτός από κάποιες πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις; Τι όμως κάνει ένα πτυχίο; Γιατί οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν σημαντικά χρηματικά ποσά για το αποκτήσουν, και γιατί οι απόφοιτοι ιστορικά αμείβονται υψηλότερα;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνεται από το εναλλακτικό μοντέλο για την αξία της εκπαίδευσης, τη θεωρία της σηματοδότησης. Σύμφωνα με αυτήν, η κύρια αξία ενός πτυχίου είναι η λειτουργία του ως πιστοποίηση ή ως σήμα για τους πιθανούς εργοδότες. Και μόνο το γεγονός ότι επιμείνατε επί τρία χρόνια για να αποκτήσετε ένα πτυχίο λέει στον εργοδότη κάτι για τον χαρακτήρα σας και τις ποιότητές σας (τις οποίες αποκτήσατε τις περισσότερες φορές πριν πάτε στο πανεπιστήμιο) που σας καθιστούν καλύτερο υποψήφιο εργαζόμενο. (Οι ποιότητες αυτές είναι ότι είστε αρκετά ευφυής διαθέτοντας αναλυτική νοημοσύνη, τηρείτε τους κανόνες και είστε κομφορμιστής, είστε διατεθειμένος να εργαστείτε σκληρά, μπορείτε να ολοκληρώσετε εργασίες εντός του χρονικού τους ορίου, έχετε επαρκείς κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες, και επιμένετε στην επιτέλεση ενός καθήκοντος). Το πτυχίο τις περισσότερες φορές δεν λέει τίποτα για τις συγκεκριμένες ειδικές δεξιότητες που έχετε, ούτε για άλλες σας ποιότητες όπως η επινοητικότητα και η πρωτοτυπία στην σκέψη.

Σε πάνω από το 90% των περιπτώσεων, ένας πτυχιούχος δεν θα χρησιμοποιήσει στη μετέπειτα απασχόλησή του καμία από τις δεξιότητες ή τις γνώσεις που απέκτησε στο πανεπιστήμιο (και πιθανότητα θα ξεχάσει τις περισσότερες από αυτές) - αντιθέτως, θα αποκτήσει τις δεξιότητες που απαιτούνται για την εκάστοτε θέση εργαζόμενος σ? αυτήν. Αυτό το σήμα είναι πολύτιμο για τους εργοδότες, καθώς ψάχνουν ένα συγκεκριμένο είδος ατόμου που ένα πτυχίο βοηθά να εντοπίσουν (ψάχνουν για έναν αξιόπιστο εργαζόμενο) και βρίσκονται στην λάθος πλευρά της πληροφοριακής ασυμμετρίας (ο υποψήφιος γνωρίζει τι άτομο είναι ο ίδιος, αλλά ο δυνητικός εργοδότης δεν έχει καμία ιδέα ή σχετική εμπειρία).

Υπάρχουν κάποια πτυχία που όντως μεταδίδουν δεξιότητες και γνώσεις οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούνται στην εργασία και καθιστούν τον απόφοιτο χρήσιμο για κάποια ειδική εργασία, όπως ιατρική, μηχανική, ή επαγγελματικές σπουδές γενικότερα. Αυτά τα πτυχία όμως αποτελούν μια μικρή μειονότητα. Μπορεί ένα πτυχίο να αναδεικνύει ή να ενισχύει τις πολύ γενικές ποιότητες τις οποίες ανέφερα προηγουμένως, αλλά ακόμη κι έτσι, το κάνει με πολύ αργό και ακριβό τρόπο. Το κόστος του πτυχίου για τον φοιτητή στην πραγματικότητα καθιστά αυτό το πτυχίο ένα πολυτιμότερο σήμα για τον εργοδότη, καθώς ένα σήμα που η απόκτησή του κοστίζει ακριβά θα αποκτηθεί μόνο από ανθρώπους που πραγματικά το θέλουν, πράγμα που αποτελεί μια επιπλέον πληροφορία στο σήμα αυτό.

Αυτό το σύστημα της πιστοποίησης μέσω των ακαδημαϊκών επιτευγμάτων, δεν έχει ως στόχο την παραγωγή ενός πιο καταρτισμένου εργατικού δυναμικού - αυτό συμβαίνει κατά την απασχόληση. Στόχος του είναι η διαχείριση της αγοράς εργασίας και ο έλεγχος της πρόσβασης σε επαγγέλματα και ρόλους με υψηλές αμοιβές και (ακόμη σημαντικότερο) με υψηλό κοινωνικό κύρος. Υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα: δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις εργασίας με υψηλές αμοιβές και υψηλό κύρος για όλους τους ανθρώπους που θα τις ήθελαν. Αυτό σημαίνει ότι το σύστημα χρησιμοποιεί το εργαλείο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για να κατανέμει έναν στατικό, ή στην καλύτερη περίπτωση πολύ αργά αυξανόμενο αριθμό ρόλων μεταξύ ενός αυξανόμενου αριθμού αιτούντων.

Αν συνδυάσετε αυτή τη θεμελιώδη αλήθεια με το επιχειρηματικό μοντέλο που υιοθέτησαν τα πανεπιστήμια από τη δεκαετία του 1980, το αποτέλεσμα είναι πράγματι μια έντονα ανταγωνιστική, αλλά βαθιά ελαττωματική αγορά. Για διάφορους λόγους, ο ανταγωνισμός δεν παίρνει τη μορφή που έχει σε άλλες αγορές - τη μορφή του ανταγωνισμού των τιμών, της ποικιλίας των προϊόντων και της διαφοροποίησης των τιμών - γιατί τίποτα από αυτά δεν βοηθά όταν το αγαθό που παρέχεται στους πραγματικούς κύριους καταναλωτές (τους εργοδότες) και τους δευτερεύοντες καταναλωτές (τους φοιτητές) είναι το σχεδόν ομοιογενές αγαθό ενός σήματος. Το να φανεί κάποιος ότι προσφέρει ένα χαμηλής ποιότητας σήμα είναι καταστροφικό. Αντιθέτως, ο ανταγωνισμός παίρνει τη μορφή μιας εξοπλιστικής κούρσας - δηλαδή ενός ανταγωνισμού όπου το μέτρο της επιτυχίας είναι η σχετική και όχι η απόλυτη επίδοση.

Ο στόχος είναι απλά να διατηρηθεί ή να βελτιωθεί η θέση κάποιου σε σχέση με άλλους και όχι να βελτιωθεί ως προς κάποιο κριτήριο όπως η κερδοφορία ή η ποιότητα. Υπάρχουν ως προς αυτό ισχυρές ομοιότητες με τα ανταγωνιστικά αθλήματα, και τα αποτελέσματα είναι τα ίδια με ένα ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα - υπερβολικές δαπάνες, απουσία πραγματικού ανταγωνισμού, και διογκωμένοι μισθοί για τους εγκατεστημένους ευνοούμενους (τους επιτυχημένους μάνατζερ). Το άλλο τεράστιο πρόβλημα είναι πως όλη αυτή η διαδικασία είναι εγγενώς αυτοπεριοριζόμενη και εντέλει μάταια. Ήδη είχε φτάσει στα όριά της πριν την έλευση της πανδημίας, αλλά με το ξέσπασμά της, η πολιτική και τα αποτελέσματά της άδειασαν από μέσα την ανώτατη εκπαίδευση. Χρειάστηκε μόνο η διαταραχή του κορονοϊού για να φέρει την κατάρρευσή της.

--

Ο Steve Davies είναι επικεφαλής των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του Institute of Economic Affairs.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Αυγούστου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.