Νομοκρατία

Νομοκρατία

Του Norman Barry

Το πολιτικό και φιλοσοφικό σύστημα της νομοκρατίας είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της κλασικής φιλελεύθερης θεωρίας. Είναι αναγκαίο, αν όχι επαρκές στοιχείο μιας ολοκληρωμένης θεωρίας για τι αποτελεί μια φιλελεύθερη κοινωνία, και από πρακτικής σκοπιάς παρέχει το πλαίσιο εντός του οποίου ακμάζουν ο ατομικισμός, η αγορά, και η ιδιωτική ιδιοκτησία, καθώς και οι προσωπικές ή ηθικές ελευθερίες.

Η σχέση της νομοκρατίας με την ελευθερία έχει περιγραφεί εύστοχα από τον Άγγλο θεωρητικό του δικαίου Albert Venn Dicey ο οποίος έγραψε: “Η ελευθερία δεν είναι ασφαλής παρά μόνο αν ο νόμος, πέρα από το να τιμωρεί την κάθε είδους παρέμβαση στη νόμιμη ελευθερία του κάθε ανθρώπου, παρέχει και την επαρκή διασφάλιση ότι ο καθένας που τίθεται σε κράτηση χωρίς νομική δικαιολόγηση, θα μπορεί να ελευθερώνεται”.

Η νομοκρατία είναι μια εγγύηση έναντι της αυθαιρεσίας στο βαθμό που ο καθένας, συμπεριλαμβανομένου και του κράτος και πρωτίστως αυτού, υπόκειται στους περιορισμούς της. Σε αντίθεση με τα κομμουνιστικά καθεστώτα, όπου το κράτος ενεργεί αποκλειστικά κατά τη βούληση του Κόμματος, στα καθεστώτα που χαρακτηρίζονται από τη νομοκρατία οι πολιτικοί δεν εξαιρούνται από τους νομικούς κανόνες. Για να παραθέσουμε ξανά τον Dicey: “Σε μας [το Ηνωμένο Βασίλειο] ο κάθε αξιωματούχος, από τον Πρωθυπουργό μέχρι τον αστυφύλακα ή τον φοροσυλλέκτη λογοδοτούν για την κάθε παράνομη πράξη τους όσο και κάθε άλλος πολίτης.

Η νομοκρατία συχνά παρουσιάζεται ως ένας σημαντικός μηχανισμός για τη εξασφάλιση του περιορισμένου κράτους, κι αυτό γιατί αν τα κράτη υποχρεώνονται να ακολουθούν μια ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία νομοθεσίας και δικαστικής δράσης και να υπερβαίνουν περιορισμούς εναντίον της αυθόρμητης κατάσχεσης της περιουσίας, τότε πιθανότατα τα φαινόμενα αυτά θα συμβαίνουν λιγότερο. Ένα παράδειγμα αυτού του είδους του περιορισμού είναι το διάταγμα του habeas corpus, το οποίο υποχρεώνει να διατυπωθεί συγκεκριμένη κατηγορία εναντίον κάποιου προσώπου πριν αυτό τεθεί σε αστυνομική κράτηση ενάντια στη θέλησή του. Η νομοκρατία μπορεί να χαρακτηριστεί δόγμα ανοιχτού σκοπού το οποίο ορίζει ότι το κράτος, ανεξάρτητα από τους σκοπούς του, οφείλει να ακολουθεί συγκεκριμένες διαδικασίες προκειμένου οι δράσεις του να θεωρούνται νόμιμες. Αυτή η ιδέα πηγάζει από τον γενικό σκεπτικισμό των φιλελεύθερων ως προς τους σκοπούς του κράτους. Καθώς υπάρχουν αμέτρητες διαμάχες ως προς το περιεχόμενο της καλής ζωής, είναι σοφό να ανεχόμαστε ένα κάποιο είδος πλουραλισμού, στο πλαίσιο του οποίου διάφορες εκδοχές του καλού τίθενται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους υπό το καθεστώς νομοκρατίας. Αυτή η ιδέα είναι ακόμη συμβατή με τις αντιρασιοναλιστικές επιφυλάξεις που αποτελούν ισχυρό χαρακτηριστικό των φιλελεύθερων επιχειρημάτων των στοχαστών όπως ο Φρίντριχ Χάγιεκ.

Αντιθέτως, ένα πολύ ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ του περιορισμένου κράτους πηγάζει από την αξίωση να παράγεται ένα σύνολο ηθικών και οικονομικών συγκεκριμένων σκοπών του κράτους  από αφετηριακές αρχές. Αυτή η προσέγγιση αντανακλάται σε εκείνα τα συντάγματα που περιλαμβάνουν διακηρύξεις δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα οι πρώτες 10 τροποποιήσεις του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών ή η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Μολονότι αυτές οι δύο προσεγγίσεις του περιορισμένου κράτους μπορεί να καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα ως προς πολλά ζητήματα, είναι σημαντικό να θυμόμαστε τις διακριτές φιλοσοφικές τους θεμελιώσεις.

Τα χαρακτηριστικά της καθαρά τυπικής, διαδικαστικής νομοκρατίας διατυπώνονται με τον καλύτερο τρόπο από τον Χάγιεκ. Στο Σύνταγμα της Ελευθερίας, ο Χάγιεκ επεσήμανε ότι οι νόμοι θα πρέπει να είναι απολύτως γενικοί, να μην κατονομάζουν άτομα ή ομάδες και να μην περιλαμβάνουν αρνητικές διακρίσεις. Αυτή η απαίτηση για γενικό χαρακτήρα είναι συνεπής με τις λειτουργίες της αγοράς, η οποία είναι αδιάφορη ως προς τις σεξουαλικές, φυλετικές ή θρησκευτικές καταβολές των συμμετεχόντων σ' αυτήν. Έτσι, κάθε νόμος που ενσωματώνει τέτοιου είδους κριτήρια για τη δράση στην αγορά θα αντέβαινε προς τη νομοκρατία τόσο για λόγους αποτελεσματικότητας, όσο και για λόγους ηθικής. Ο εκάστοτε νόμος, για να είναι πλήρως συμβατός με τη νομοκρατία θα πρέπει να μην κατονομάζει άτομα ή ομάδες και να αποδίδει οποιουδήποτε είδους προνόμια.

Η σημαντικότερη δυσκολία ως προς αυτό το χαρακτηριστικό της νομοκρατίας είναι ότι δεν προστατεύει πάντα τα άτομα που πιθανόν στοχοποιούνται από το κράτος καθώς είναι εύκολο να καταδειχθεί ότι ένας απόλυτα γενικός νόμος μπορεί να διατυπωθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να λειτουργεί ως αρνητική διάκριση εναντίον μιας μειονότητας. Η κατά πλειοψηφία προτεσταντική επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο διέθετε στο παρελθόν τη δική της νομοθετική συνέλευση - που έχει τώρα αποκατασταθεί - η οποία ψήφισε κάποτε έναν νόμο που απαγόρευσε την τέλεση αθλητικών αγώνων σε δημόσια πάρκα τις Κυριακές. Χωρίς να αναφέρονται ονομαστικά οι Καθολικοί, αυτός ο νόμος τους έπληττε στοχευμένα, καθώς αυτοί ήταν που συνήθιζαν να αθλούνται τις Κυριακές σε αντίθεση με τους Προστενάντες. Κι όμως, αυτός ο νόμος θα περνούσε τη δοκιμασία των κριτηρίων του Χάγιεκ. Η πλήρης εθνικοποίηση μάλιστα της οικονομίας θα ήταν συμβατή με τη χαγιεκιανή νομοκρατία, αλλά η κατάσχεση μικρών κομματιών θα συνιστούσε αρνητική διάκριση. Φαίνεται σαφές ότι για να διασφαλιστεί η ελευθερία, θα πρέπει να απαιτείται κάτι περισσότερο από την τυπικώς ορθή διατύπωση ενός κανόνα. Πιθανόν μόνο ένας κατάλογος δικαιωμάτων, μια ορθολογιστική, μη χαγιεκιανή προσέγγιση, μπορεί να προστατεύσει επαρκώς την ελευθερία.

Το ίδιο πρόβλημα ανακύπτει ως προς τη θέση του Χάγιεκ για τους νόμους. Πολύ σωστά βλέπει τον προοδευτικό φόρο εισοδήματος ως παραβίαση της νομοκρατίας, καθώς αντιμετωπίζει άνισα όσους κερδίζουν υψηλά εισοδήματα, αλλά η λύση που προτείνει, έναν αναλογικό φόρο εισοδήματος, εγείρει εξίσου πολλά προβλήματα για τους ελευθεριακούς φιλελευθέρους. Παρ' όλα αυτά, θα έπρεπε ίσως να υπάρχει ένα απόλυτο όριο στη φορολογική εξουσία του κράτους το οποίο να προσδιορίζεται ρασιοναλιστικά. Μολονότι η νομοκρατία αποκλείει την αναδρομική νομοθέτηση, και μολονότι μια αγορά δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αν αυτό που είναι νόμιμο σήμερα γινόταν παράνομο και κολάσιμο αύριο, δεν είναι άραγε όλη η φορολογική νομοθεσία αναδρομική;

Ακόμη πιο σημαντικό είναι το ζήτημα της κυριαρχίας. Σχεδόν όλοι οι Άγγλοι υποστηρικτές της νομοκρατίας θεωρούσαν ότι η τελική πηγή του νόμου ήταν ο ηγεμόνας: αρχικά στο πρόσωπο του Βασιλιά, και αργότερα το Κοινοβούλιο. Δεν έβλεπαν, όπως είδαν αργότερα οι Αμερικανοί επαναστάτες, ότι η κυριαρχία, με όποιον τρόπο και να διατυπωθεί και όπου κι αν ανήκει, συνιστά απειλεί για την ελευθερία και τη νομοκρατία. Ο Dicey, ο κατ' εξοχήν ειδήμων της νομοκρατίας, υπερασπιζόταν με θέρμη και τα δύο αυτά δόγματα - τόσο την κυριαρχία, όσο και τη νομοκρατία. Την εποχή όμως που έγραφε, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, οι απεριόριστες εξουσίες των Κοινοβουλίων έθεταν σοβαρά προβλήματα για την ελευθερία και τη νομοκρατία. Το κύριο θύμα τέτοιων καθεστώτων ήταν ο ιδιώτης ιδιοκτήτης. Είναι αλήθεια ότι κατά την περίοδο από το 1945 ως το 1951, όταν η Βρετανία είχε σοσιαλιστική κυβέρνηση, όλες οι μεταρρυθμίσεις που αυτή εισήγαγε ήταν εντός του πλαισίου της νομοκρατίας. Παρ' όλα αυτά, η διαφορά ανάμεσα στην απλή νομιμότητα και τη νομοκρατία επισημάνθηκε από έναν σχεδόν σύγχρονο του Dicey, τον Λόρδο Hewart στο προφητικό του έργο The New Despotism (Ο νέος δεσποτισμός) του 1929.

Στη σύγχρονη πολιτική σκέψη, η θεωρία της νομοκρατίας γίνεται κατανοητή κυρίως στο πλαίσιο της δημοκρατικής θεωρίας. Βεβαίως, υπάρχουν πολλά είδη δημοκρατίας, αυτής της ιδιαίτερα ασαφούς λέξης της πολιτικής γλώσσας: σχεδόν όλα τα πολιτικά δόγματα διακηρύσσουν την στενή τους σχέση με τη δημοκρατία. Χάριν ευκολίας, η μεγάλη ποικιλία των δημοκρατικών θεωριών μπορεί να ενταχθεί σε δύο κατηγορίες: την άμεση και την αντιπροσωπευτική. Η πρώτη, που πηγάζει από την πολιτική πρακτική της αρχαίας Ελλάδας, αναγνωρίζει στους πολίτες έναν άμεσο ρόλο στην πολιτική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Παραδοσιακά, αυτή η μορφή άμεσης δημοκρατίας αντανακλούταν στο γεγονός ότι οι πολίτες συμμετείχαν και ψήφιζαν στις νομοθετικές συνελεύσεις. Έξω όμως από τις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας, αυτό αποδείχθηκε στην πράξη άβολο - έτσι στις σύγχρονες δημοκρατίες οι πολίτες συμμετέχουν ψηφίζοντας άμεσα για ζητήματα μέσω δημοψηφισμάτων. Στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, ο πολιτικός ρόλος των πολιτών περιορίζεται στην επιλογή των αντιπροσώπων που έχουν το χρόνο και την άνεση να συζητούν τα ζητήματα. Οι υποστηρικτές της νομοκρατίας συνολικά προτιμούν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Υπό την άμεση δημοκρατία, η μεγάλη μάζα των ανθρώπων είναι πιθανό να παρακινείται από το πάθος και όχι από τη λογική, και έτσι το δημοκρατικό σύστημα να εκφυλυστεί σε οχλοκρατία. Οι παροδικές αποφάσεις των άμεσων δημοκρατιών, τουλάχιστον επιφανειακά φαίνονται σε σύγκρουση με τη νομοκρατία, η οποία προϋποθέτει τη διασφάλιση της μακροβιότητας των κανόνων προκειμένου να εξασφαλιστεί η σταθερότητα που χρειάζονται οι συναλλασσόμενοι στην αγορά. Ο Edmund Burke υπήρξε ο πιο ηχηρός υπερασπιστής αυτής της άποψης στην περίφημη ομιλία του προς τους εκλογείς του Μπρίστολ, όπου υποστήριξε ότι “Ο Εκπρόσωπός σας οφείλει σε σας όχι μόνο την εργατικότητά του, αλλά και την κρίση του - και σας προδίδει αντί να σας υπηρετήσει, αν θυσιάζει την κρίση του στην άποψή σας… Όντως επιλέξατε έναν Βουλευτή. Αλλά από την στιγμή που τον επιλέξατε, δεν είναι Μέλος του Μπρίστολ, αλλά Μέλος του Κοινοβουλίου”.

Υπάρχουν όμως λόγοι εδώ να αμφισβητήσουμε τη σοφία του Burke ως προς αυτό το θέμα, καθώς η κύρια απειλή έναντι της νομοκρατίας μπορεί να μην είναι ο όχλος, αλλά οι μυριάδες των ομάδων συμφερόντων που κυριαρχούν στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις. Η θεωρία της δημόσιας επιλογής μάς λέει ότι ο σύγχρονος πολιτικός αντιπρόσωπος είναι εξίσου ιδιοτελής με τον οποιοδήποτε έμπορο στην αγορά και δεν μπορεί κανείς να βασίζεται στο ότι θα δράσει αλτρουιστικά ή θα επιδιώξει το κοινό καλό. Προσπαθώντας αυτοί οι φορείς να αποκομίσουν κρατική εύνοια, πλήττουν τη νομοκρατία. Όπως υποστήριξε ο Mancur Olson: “Δεν υπάρχει καμία διασφάλιση ότι τα αποτελέσματα της δράσης των ομάδων πίεσης θα είναι ανώδυνα… ακόμη και αν η ισορροπία ισχύος εμποδίζει την όποια επιμέρους ομάδα από το να παρεκτραπεί. Ακόμη και αν ένα τέτοιο σύστημα ομάδων πίεσης λειτουργούσε υπό απολύτως δίκαιους κανόνες για όλες τις ομάδες αυτές, θα συνέχιζε να έχει την τάση να λειτουργεί αναποτελεσματικά”.

Όλη αυτή η δραστηριότητα των ομάδων πίεσης συνιστά παραβίαση της νομοκρατίας όπως την εννοεί ο Χάγιεκ.

Υπάρχουν όμως παραδείγματα από την σύγχρονη πολιτική πρακτική που καταδεικνύουν ότι η άμεση δημοκρατία μπορεί να παραγάγει κλασικώς φιλελεύθερα, ή τουλάχιστον συντηρητικά αποτελέσματα. Το καλύτερο απ' αυτά τα παραδείγματα είναι ίσως η Ελβετία, όπου η συχνή χρήση δημοψηφισμάτων στο επίπεδο των καντονιών και της Συνομοσπονδίας έχει θωρακίσει τη χώρα έναντι της προέλασης των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών προγραμμάτων. Ακόμη και σήμερα, οι αθροιστικές δαπάνες των καντονιών παραμένουν μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης: κάτι που δεν το έχουν πετύχει οι ΗΠΑ από την αρχή του 20ου αιώνα. Το 2005, οι εκλογές στην Ολλανδία και τη Γαλλία απέρριψαν μέσω δημοψηφίσματος το προτεινόμενο έντονα συγκεντρωτικό ευρωπαϊκό σύνταγμα. Στην Ιαπωνία, ο πρώην Πρωθυπουργός Τζουνιτσίρο Κοιζούμι διεξήγαγε τις γενικές εκλογές του 2005 ως οιονεί δημοψήφισμα επί του σχεδίου του να ιδιωτικοποιήσει το ταχυδρομικό σύστημα: ένα σχέδιο αγοράς που παρεμποδίστηκε από μια προγενέστερη σύνθεση του Κοινοβουλίου που δεχόταν έντονη πίεση από ομάδες συμφερόντων.

Παρά τα πλήγματα που υπέστη η νομοκρατία από τον κομμουνισμό, τον σοσιαλισμό και πιο αδιόρατα, από την ανεξέλεγκτη δημοκρατία, αυτή παραμένει ένα απαραίτητο συστατικό του πλαισίου της ελεύθερης κοινωνίας. Υπάρχουν όντως ενθαρρυντικά σημάδια στις Ηνωμένες Πολτείες ότι κάποιες παραδοσιακές αξίες ως προς την ιδιοκτησία επανεγκαθιδρύονται. Τα τελευταία 20 χρόνια, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εκδώσει αρκετές ευνοϊκές για τους ιδιοκτήτες αποφάσεις σε υποθέσεις που αφορούν τη χρήση των εξουσιών απαλλοτρίωσης από διάφορα νομοθετικά σώματα. Για να εξασφαλίζονται τα συναλλασσόμενα μέρη χρειάζονται ένα αξιόπιστο σύνολο κανόνων και όχι τη δημιουργική, παρακινούμενη από πολιτικά κίνητρα, δράση των δικαστών. Σε έναν κόσμο αβεβαιότητας ως προς την επιστήμη, τη θρησκεία και την τέχνη, σε μια γνήσια φιλελεύθερη κοινωνία, αυτά τα ύπατα ερωτήματα πρέπει να απαντώνται από τα επιμέρους άτομα βάσει της συνείδησής τους και να μην τίθενται στη δημόσια σφαίρα, όπου το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει τον καταναγκασμό για να επιβάλει τις πεποιθήσεις του.

Όπως όμως υπογράμμισε ο Χάγιεκ, υπάρχει μια διάκριση μεταξύ του νόμου και της νομοθεσίας. Ο νόμος περιλαμβάνει δράσεις των ατόμων, ιδίως οικονομικές, και τους κανόνες που επιτρέπουν στα άτομα να επιδιώκουν ειρηνικά τους σκοπούς τους. Η νομοθεσία αφορά τις δημόσιες δράσεις που αναλαμβάνει το κράτος - δεν είναι μια σειρά κατευθυντήριων γραμμών, αλλά μια δομή εντολών. Οι άνθρωποι διατάσσονται να κάνουν πράγματα που δεν θα έκαναν διαφορετικά, ή να αποφύγουν να κάνουν πράγματα που διαφορετικά θα έκαναν αν οι κυβερνήσεις περιορίζονταν αποτελεσματικά από τη νομοκρατία. Στον σύγχρονο κόσμο υπάρχει υπερβολική νομοθεσία, αλλά όχι αρκετός νόμος που ενισχύει γνήσια την ελευθερία.

Η νομοκρατία είναι μια αναγκαία συνθήκη μιας ανοιχτής κοινωνίας. Θα πρέπει όμως να συμπληρώνεται από άλλες μορφές προστασίας, ιδίως τη συνταγματικότητα και την απόλυτη εγγύηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Μόνο αν αυτά υλοποιούνται θα έχουμε πράγματι μια κοινωνία όπου θα κυριαρχεί ο νόμος και όχι οι άνθρωποι.

Προτάσεις περαιτέρω μελέτης:

Barnett, Randy. The Structure of Liberty: Justice and the Rule of Law. New York: Oxford University Press, 2000.

Hayek, F. A. Constitution of Liberty. Chicago: University of Chicago Press, 1960.

Hobbes, Thomas. Leviathan. Richard Tuck, ed. Cambridge: Cambridge University Press, 1996.

Locke, John. Two Treatises on Government. Peter Laslett, ed. Cambridge: Cambridge University Press, 2005.

Madison, James. “Federalist No. 10.” The Federalist. Clinton Rossiter and Charles R. Kesler, eds. New York: Signet Classics, 2003.

Olson, Mancur. Power and Prosperity: Outgrowing Communist and Capitalist Dictatorships. New York: Basic Books, 2000.

--

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στην Encyclopedia of Libertarianism και παρουσιάζεται στα ελληνικά με τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.