Κάποιες σκέψεις για τη συμπεριφορά του Προέδρου Τραμπ

Κάποιες σκέψεις για τη συμπεριφορά του Προέδρου Τραμπ

Του Robert A. Levy*

Καθώς οι εκλογές κρίθηκαν με μικρή διαφορά, οι καλόπιστοι αναγνωρίζουν ότι ο Πρόεδρος Τραμπ είχε κάθε νόμιμο δικαίωμα να εξετάσει τυχόν παρατυπίες. Αν αποκάλυπτε κάποια άξια λόγου απάτη, θα μπορούσε και θα όφειλε να αναλάβει τις προσήκουσες ενέργειες για να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα. Αντί γι’ αυτό όμως, ο Πρόεδρος και οι συνεργάτες του επέλεξαν να ισχυριστούν ότι είχε ήδη κερδίσει τις εκλογές, ότι η διαδικασία ήταν εντελώς διεφθαρμένη και ότι οι Αμερικανοί δεν μπορούν να εμπιστευτούν τα αποτελέσματα. Συνεπώς, όπως επέμεναν οι τραμπικοί, εκατομμύρια ψηφοφόροι θα έπρεπε να ακυρωθούν αντικαθιστώντας τους εκλέκτορες που επέλεξαν με άλλους που θα υπαγορεύονταν από τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα ή το Κογκρέσο.

Σε πολλές περιπτώσεις ιστορικά αμφισβητήθηκαν εκλογικά αποτελέσματα, και μερικές φορές η τελική καταμέτρηση καθυστερεί μέχρι να διερευνηθούν κατηγορίες για παρατυπίες. Αντιστοίχως, δεν θα υπήρχε κάποια εύλογη κατακραυγή αν ο Πρόεδρος είχε πει: “Λάβαμε έναν αριθμό αναφορών για αμφισβητίσιμες εκλογικές πρακτικές. Σκοπεύουμε να ερευνήσουμε προσεκτικά αυτές τις αναφορές και να επιδιώξουμε τις προσήκουσες διορθώσεις αν αυτές αποδειχθούν αληθείς. Αν όμως οι αναφορές αυτές δεν επιβεβαιωθούν θα αποδεχθούμε το αποτέλεσμα, θα συγχαρούμε τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο, θα διευκολύνουμε την ομαλή μετάβαση και θα συνεχίσουμε να κυβερνάμε τη χώρα όσο καλύτερα μπορούμε μέχρι τις 20 Ιανουαρίου”.

Δυστυχώς, ο Τραμπ προτίμησε την εμπρηστική παραπληροφόρηση και τα κατάφωρα ψέματα -υπονομεύοντας μια υπό άλλες συνθήκες ενδεχομένως θεμιτή διερεύνηση. Στη διαδικασία αυτή, διέβρωσε με τρόπο επικίνδυνο την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στο εκλογικό μας σύστημα και τα δημοκρατικά του θεμέλια. Στην απόγνωσή του, έβαλε τα προσωπικά του συμφέροντα πάνω από αυτά του έθνους -και με ειρωνικό αλλά προβλέψιμο τρόπο διευκόλυνε την δημοκρατική κατάληψη της Γερουσίας.

Είναι κρίμα που ο Τραμπ δεν επέλεξε να εκφωνήσει μια επουλωτική ομιλία αποδοχής του αποτελέσματος. Είχε πολλά που θα μπορούσαν να του πιστωθούν -λιγότερες ρυθμίσεις, χαμηλότεροι φόροι, μια ανθηρή οικονομία πριν την πανδημία, καλοί δικαστές, και επιλεκτική πρόοδο στο εξωτερικό. Αξίζει όντως εύσημα για τις επιδόσεις που υπερέβησαν τις προσδοκίες των ειδικών το 2020 -κράτησε κάποιες θέσεις στη Γερουσία, κέρδισε αντιπροσώπευση στη Βουλή των Αντιπροσώπων, και κατέλαβε πολιτειακές Βουλές. Αντί όμως για τη συμφιλίωση, ο Πρόεδρος Τραμπ επέλεξε να υποδαυλίσει τους πιο ακραίους υποστηρικτές του, κάποιοι από τους οποίους διέπραξαν αξιοκατάκριτες, ολέθριες και βίες πράξεις.

Ακόμη και πριν το αποτρόπαιο επεισόδιο στο Καπιτώλιο, το ηχογραφημένο τηλεφώνημα του Τραμπ στον υπουργό εσωτερικών της πολιτείας της Τζώρτζια Brad Raffensperger μπορεί να υποστηριχθεί ότι παραβίασε τόσο ομοσπονδιακούς, όσο και πολιτειακούς νόμους. Η νομοθεσία της Τζώρτζια τιμωρεί όποιον “αναζητά, διατάζει, διερευνεί ή με άλλο τρόπο επιχειρεί να προκαλέσει” άλλο άτομο να διαπράξει εκλογική απάτη. Ο ομοσπονδιακός νόμος αφορά όποιον “εις γνώση και βούλησή του” διευκολύνει την “παροχή, ρίψη ή καταμέτρηση ψήφων που εις γνώση του είναι ψευδείς ή απατηλές”.

Κατά το ωριαίο αυτό τηλεφώνημα, ο Τραμπ απείλησε τον Raffensperger και τον συμβούλευσε να “βρει” ψήφους. Ο Πρόεδρος πιθανότατα θα αντιτείνει ότι η πρότασή του για την διάπραξη απάτης δεν ήταν εις γνώση και βούλησή του. Ακόμη και αν οι ψήφοι στην Τζώρτζια ήταν εγγενώς άκυρες, η διόρθωση της απάτης δεν είναι η διάπραξη περαιτέρω απάτης. Μια τέτοια προτροπή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μέσω του ισχυρισμού για εκλογικές παρατυπίες.

Με λίγα λόγια, η συμπεριφορά του Προέδρου Τραμπ υπήρξε απαράδεκτη. Είναι βέβαιο ότι η χώρα χρειάζεται χρόνο για να επουλωθεί. Η απόφαση λοιπόν -την οποία υποστηρίζουν κάποιοι παρατηρητές- να καταγγελθεί για δεύτερη φορά ο Πρόεδρος, ή να απομακρυνθεί από τη θέση του με την επίκληση της 25ης Τροπολογίας, μπορεί να εξαρτηθεί από πραγματιστικές και όχι από νομικές εκτιμήσεις. Παρ’ όλα αυτά, κατ’ ελάχιστον, μια επίκριση από το Κογκρέσο -ιδίως αν αφορά και τους ρεπουμπλικανούς που ενθάρρυναν τον Τραμπ- θα είναι καλοδεχούμενη όσο και προσήκουσα.

--

*Ο Robert A. Levy είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Cato Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Ιανουαρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.