Ηλιακοί δρόμοι: Μια ακόμη αποτυχία της κρατικής ενεργειακής πολιτικής

Ηλιακοί δρόμοι: Μια ακόμη αποτυχία της κρατικής ενεργειακής πολιτικής

Του Ross Marchand

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα ηλιακά πάνελ δεν είναι το καλύτερο υλικό για να στρώσει κανείς σ' έναν δρόμο. Το γαλλικό κράτος το έμαθε αυτό πρόσφατα με κόστος, αφού πρώτα δαπάνησε 6 εκ. ευρώ για την κατασκευή ενός ηλιακού δρόμου στη Νορμανδία το 2016. Ο δρόμος παρήγαγε σχεδόν μισή από την προσδοκώμενη ενέργεια, και το κόστος υπερέβη κάθε εύλογη προσδοκία για έναν δρόμο… ή έστω για ένα ηλιακό πάνελ.

Ένα άλλο, αμερικανικό πείραμα ηλιακού δρόμου είχε παρόμοια αποτελέσματα. Το 2016, ο Daily Caller ανέφερε ότι “σχεδόν 25 από τα 30 πάνελ που εγκαταστάθηκαν σε έναν πειραματικό ηλιακό δρόμο στο Άινταχο καταστράφηκαν μέσα σε μια εβδομάδα - αφού πρώτα το εγχείρημα έλαβε χρηματοδότηση 3,9 εκ. δολαρίων [με μέρος των πόρων να προέρχεται από το Υπουργείο Μεταφορών] και χρειάστηκε εξίμισι χρόνια ανάπτυξης”.

Αυτές οι κολοσσιαίες αποτυχίες δεν αφορούν μόνο τους ηλιακούς δρόμους αλλά και γενικότερα τα “ανανεώσιμα” σχέδια, όπου ο αρχικός ενθουσιασμός σπάνια επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα. Οι νομοθέτες ανά τον κόσμο θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί πριν αρχίσουν να μοιράζουν επιδοτήσεις σε “τεχνολογίες αιχμής” και να επιβαρύνουν τους φορολογούμενους με τον λογαριασμό των αναπόφευκτων αποτυχιών.

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει εμφανιστεί ένα προβλέψιμο μοτίβο: Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να πουλήσουν στο κοινό την ιδέα συναρπαστικών στο άκουσμά τους τεχνολογιών ανανεώσιμης ενέργειας, όμως οι υποσχέσεις και η χρηματοδότηση αποτυγχάνουν λόγω των προκαταλήψεων και της αναποτελεσματικότητας του δημοσίου.

Το 1991 οι ερευνητές Linda Cohen και Roger Noll συμπέραναν ότι “οι αμερικανικοί πολιτικοί θεσμοί εισάγουν προβλέψιμες συστηματικές προκαταλήψεις στα προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης ώστε συνολικά, τα κρατικά προγράμματα να χαρακτηρίζονται από υποαπόδοση και υπερβάσεις κόστους”. Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα εμφανής στα δισεκατομμύρια δολάρια επιδοτήσεων που διοχετεύθηκαν χωρίς φειδώ για ανεμογεννήτριες, ηλιακά πάνελ και ηλεκτρικά οχήματα.

Η σπατάλη είναι εμφανής σε κάθε επίπεδο, από την αρχική ανάπτυξη μιας τεχνολογίας μέχρι τη χρηματοδότηση του τελικού προϊόντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σπατάλης της κρατικής χρηματοδότησης είναι η Solyndra, μια χρεοκοπημένη πρώην νεοφυής με αντικείμενο την ηλιακή ενέργεια που πήρε από το Υπουργείο Ενέργειας, δηλαδή τους φορολογούμενους 500 εκ. δολάρια σε εγγυήσεις δανείων το 2011. Ο γενικός επιθεωρητής του Υπουργείου βρήκε ότι:

“Οι αξιωματούχοι της Solyndra παράσχεσαν συγκεκριμένες πληροφορίες στο Υπουργείο, οι οποίες, αν είχαν εξεταστεί πιο προσεκτικά, θα έθεταν σε αμφισβήτηση την ακρίβεια της εικόνας που παρουσίασε η εταιρία στο παρελθόν… το Υπουργείο έχασε ευκαιρίες να εντοπίσει και να αξιοποιήσει ενδείξεις ότι μέρος των δεδομένων που παρείχε η Solyndra ήταν αναξιόπιστες”.

Είναι εύκολο οι ενθουσιώδεις υποστηρικτές της συνέχισης των “επενδύσεων” να ισχυριστούν ότι οι επικριτές της Solyndra και του Υπουργείου Ενέργειας δεν βλέπουν τη μεγάλη εικόνα. Ο αρθρογράφος των New York Times Joe Nocera υποστήριξε τη συμπεριφορά του Υπουργείου λίγο μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου, ισχυριζόμενος τα εξής:

“Τα ομοσπονδιακά δανειακά προγράμματα - και ιδίως τα δάνεια για καινοτόμες τεχνολογίες - ουσιαστικά έχουν ως προϋπόθεση το κράτος να αναλαμβάνει ρίσκα που δεν θα αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας. Η ανάληψη του ρίσκου αυτού μάλιστα είναι και ο λόγος ύπαρξης αυτών των προγραμμάτων”.

Ούτε όμως οι υπόλοιπες κρατικές επενδύσεις δεν φαίνονται ιδιαίτερα πετυχημένες.

Το πρόγραμμα δανείων για την κατασκευή οχημάτων προηγμένης τεχνολογίας (Advanced Technology Vehicles Manufacturing Loan - ATVM ξεκίνησε το 2007 με σκοπό να βοηθήσει εταιρίες να αναπτύξουν “προηγμένης τεχνολογίας” οχήματα υψηλής ενεργειακής απόδοσης. Το Κογκρέσο εξουσιοδότησε το πρόγραμμα να εγκρίνει δάνεια ύψους μέχρι 25 δις δολαρίων και του απέδωσε 7,5 δις δολάρια για την επιδότηση αυτών των δανείων. Συνολικά, το πρόγραμμα ενέκρινε δάνεια ύψους 9 δις ευρώ σε πέντε εταιρίες: τη Ford, τη Nissan, την Tesla, τη Fisker Automotive, και τη Vehicle Production Group (VPG). Η Fisker και η VPG έχουν έκτοτε χρεοκοπήσει χωρίς να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Η Tesla αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, μεταξύ των οποίων η ασταθής ηγεσία της, τα σφάλματα στις διαδικασίες κατασκευής και η αποχώρηση των ταλέντων από την εταιρία.

Έτσι, απομένουν τα μεγαθήρια της αυτοκινητοβιομηχανίας όπως η Ford και η Nissan που απ' ό,τι φαίνεται δεν είχαν κανένα πρόβλημα να παραγάγουν δημοφιλή ενεργειακώς αποδοτικά οχήματα ακόμη και πριν την εμπλοκή του κράτους.

Κρίνοντας από την εμπειρία του Υπουργείου Ενέργειας με το πρόγραμμα ATVM, οι “επενδυτές” του ομοσπονδιακού κράτους μπορούν να έχουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Οι ασφαλείς επενδύσεις αποδίδουν παραδοτέα που θα συνέβαιναν ούτως ή άλλως - οι εύκολες αυτές νίκες καταγράφονται ευκρινώς στην ιστοσελίδα του Υπουργείου. Οι αποτυχίες και οι χρεοκοπίες είναι σημαντικές όμως η ηγεσία θωρακίζεται έναντι των συνεπειών της αποτυχημένης επένδυσης των χρημάτων των άλλων ανθρώπων.

Βεβαίως, θα βοηθούσε αν κάποιος ήξερε αν πετυχαίνονται οι σκοποί του προγράμματος. Σύμφωνα όμως με το Γραφείο Λογοδοσίας του Κράτους “Το Κογκρέσο δεν έχει σημαντική πληροφόρηση ως προς το αν οι πόροι του Υπουργείου Ενέργειας που έχουν μέχρι σήμερα δαπανηθεί προάγουν τους σκοπούς του προγράμματος και κατά συνέπεια αν δικαιολογείται η συνέχιση της υποστήριξης του προγράμματος”.

Από τους ηλιακούς δρόμους μέχρι τη Solyndra και το πρόγραμμα ATVM, η υποστήριξη τεχνολογικών εγχειρημάτων από το κράτος είναι ένα απύθμενο πηγάδι αδικαιολόγητης αισιοδοξίας και συστηματικά διαστρεβλωμένων κινήτρων. Οι φορολογούμενοι το μόνο που μπορούν είναι να παρακολουθούν καθώς ο σωρός αυτός της σπατάλης αυξάνεται. Οι νομοθέτες και οι γραφειοκράτες οφείλουν να αναγνωρίσουν αυτές τις αποτυχίες και να επιτρέψουν στους ιδιωτικούς πόρους, αντί για τα χρήματα των φορολογουμένων, να στρώσουν τον δρόμο για την ανάπτυξη στο μέλλον.

--
Ο Ross Marchand είναι διευθυντής πολιτικής της Taxpayers Protection Alliance.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 23 Αυγούστου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.