Η βαθιά ιστορία της φορολόγησης μπορεί να σας εκπλήξει

Η βαθιά ιστορία της φορολόγησης μπορεί να σας εκπλήξει

Του Bill Wirtz* 

Δύο πράγματα στη ζωή είναι σίγουρα: Ο θάνατος και οι φόροι. Έτσι λέει το ρητό. Κι όμως, παρά το γεγονός ότι η αναγκαιότητα της φορολόγησης σε μεγάλο βαθμό δεν αμφισβητείται, η “συναίνεση” για τη χρήση της είναι ένα νέο ιστορικό φαινόμενο. Πώς έφτασε η φοροδιαφυγή, που αρχικά ήταν μια πράξη προστασίας έναντι της κρατικής κατάχρησης, να κατακρίνεται σήμερα; Γιατί προκαλεί τόσο έντονη ηθική απαξίωση, και γιατί θεωρείται τόσο σημαντικό ζήτημα σήμερα, όταν για αιώνες ήταν μια διαδεδομένη πρακτική;

Αναλογιστείτε τη διαδικασία της φορολόγησης και φανταστείτε στη συνέχεια ότι πρέπει να την εξηγήσετε σε κάποιον που ποτέ δεν έχει ακούσει γι' αυτή. Να ποια είναι επιγραμματικά η ιστορία της: Οι πρώιμοι φόροι στην αρχαία Ρώμη και την Ελλάδα όχι μόνο ήταν πολύ χαμηλοί και έμμεσοι (για παράδειγμα, επί συγκεκριμένων αγαθών), αλλά και θεσπίζονταν μόνο σε κατάσταση κρίσης. Οι ευρωπαϊκές χώρες με μεγάλη εμπορική δράση, όπως η Ολλανδία και η Αγγλία, εισέπρατταν πόρους για τις κρατικές δαπάνες μέσω δασμών. Ενώ οι δασμοί αυτοί επιβάλλονταν στο πλαίσιο μιας προστατευτικής πολιτικής και σίγουρα δεν ευνοούσαν τους καλλιεργητές σε καμία πλευρά των συνόρων, τουλάχιστον δεν αξιώναν ιδιοκτησία επί ενός μέρους του εισοδήματος των ανθρώπων, όπως συνέβαινε στη Γαλλία.

Λίγη Ιστορία

Κατά τον Μεσαίωνα, τα εισοδήματα του βασιλιά και αυτά τον ατόμων ιδιωτικά, ήταν αναμεμιγμένα: δεν υπήρχε κάποια διάκριση ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό προϋπολογισμό. Ο ένας μονάρχης μετά τον άλλο όριζε φόρους ανάλογα με τα έξοδα που θεωρούσε αναγκαία στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Πέρα από τα βασιλικά έξοδα, που κυρίως εξυπηρετούσαν τον βασιλιά (έγερση κάστρων, χρηματοδότηση του κυνηγιού θηραμάτων, της ένδυσης, και των δώρων που προσφέρονταν στα μέλη της αυλής), υπήρχαν και εξαιρετικού χαρακτήρα δαπάνες που αφορούσαν πολέμους για τους οποίους οι ηγεμόνες επικαλούνταν την υποχρέωση της φεουδαλικής συνδρομής.

Οι άρχοντες της φεουδαρχικής εποχής έπαιρναν από τους υποτελείς τους όσα χρειάζονταν για να ικανοποιήσουν τον στρατιωτικό προϋπολογισμό του βασιλιά. Σπάνια αποδέχονταν πρόθυμα αυτές τις δαπάνες, ακόμη και όταν οι εκστρατείες του βασιλιά αποδεικνύονταν πετυχημένες. Λίγο ένοιαζε τον δούκα της Βουργουνδίας η επιτυχία του στέμματος σε ακόμη μία ναυμαχία εναντίον των Άγγλων.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού ήταν ο βασιλιάς Φίλιππος Β' που θέσπισε το 1118 τη δεκάτη του Σαλαντίν προκειμένου να χρηματοδοτήσει την σταυροφορία εναντίον του Σαλάχ αλ-ντιν Γιουσούφ, σουλτάνου της Αιγύπτου και της Συρίας. Ο ίδιος φόρος θεσπίστηκε και στην Αγγλία από τον βασιλιά Ερρίκο Β' συγκεντρώνοντας μάλιστα πολύ μεγάλα ποσά. Όλοι όσοι συμμετείχαν στην σταυροφορία εξαιρέθηκαν από τον φόρο, πρόβλεψη που βεβαίως είχε ως στόχο να ενθαρρύνει τη συμμετοχή, και οι φοροφυγάδες απειλούνταν με φυλάκιση και αφορισμό. Το στέμμα όμως αντιμετώπισε μια τόσο μεγάλη αντίδραση στη δεκάτη ώστε ο Ερρίκος την ανέστειλε και υποσχέθηκε, ύστερα από λαϊκή απαίτηση, να μην θεσπίσει ποτέ ξανά έναν τέτοιο φόρο, καθώς φαινόταν ότι έτσι θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο για μελλοντική φορολόγηση. Τόσα ήξεραν…

Η γαλλική τρέλα

Κατά τη διάρκεια του Εκατονταετή Πολέμου μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας, αυτοί οι εξαιρετικού χαρακτήρα φόροι έγιναν τακτικοί. Ο Κάρολος Ε' (1338-1380) ήταν συνεπώς ο πρώτος που θέσπισε έναν φόρο επί των εισοδημάτων, έχοντας πλέον τόσο το δημοσιονομικό, όσο και το στρατιωτικό μονοπώλιο του κράτους. Με την εμφάνιση του φόρου εισοδήματος, εμφανίστηκαν και οι πρώτοι φοροφυγάδες: πολλές πόλεις και λιμάνια εξαιρέθηκαν από τη φορολόγηση - έγιναν οι φορολογικοί παράδεισοι της εποχής τους. Η πόλη της Μασσαλίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της για να γλιτώσει τη φορολόγηση, κάτι που πέτυχε μέχρι την βίαιη κατάληψη της πόλης από τον βασιλιά το 1481.

Με την αποδυνάμωση των ευγενών κατά τον Εκατονταετή Πόλεμο και στη συνέχεια τους αντίστοιχους θρησκευτικούς, οι Γάλλοι βασιλείς απέκτησαν τον έλεγχο επί των επικρατειών τους και πλέον επεδίωκαν την νομιμοποίηση της πρακτικής της φορολόγησης. Αυτή η ιδέα της νομιμοποίησης των αναγκών για φορολόγηση είχε ιδιαίτερη σημασία στη μεσαιωνική Ευρώπη, καθώς ο νόμος δεν ήταν γραπτός, αλλά οι άνθρωποι τηρούσαν τις επιταγές του εθιμικού δικαίου. Ο εθιμικός νόμος μέχρι εκείνη την εποχή όριζε ότι η φορολόγηση νομιμοποιούταν από την ανάγκη διεξαγωγής πολέμου. Τα έξοδα όμως του στέμματος εκείνη την εποχή ήταν τόσο υψηλά που ο φόρος εισοδήματος έπρεπε να διατηρηθεί ανεξάρτητα από το αν τα στρατεύματα βρίσκονταν σε πόλεμο ή όχι. Η αστική τάξη της εποχής αμφισβήτησε το φορολογικό μονοπώλιο του βασιλιά: χαρακτήρισαν το στέμμα αδιαφανές ως προς τις δαπάνες του, καταγγέλλοντας το επίπεδο της φορολόγησης ως αυθαίρετο. Η αστική τάξη όμως δεν είχε την ευγενή πρόθεση της μείωσης των βαρών των σκληρά εργαζόμενων, αλλά ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτούς τους κολοσσιαίους πόρους για το δικό της συμφέρον.

Αυτά τα πολλαπλώς συγκρουόμενα συμφέροντα κατέστησαν τη συναίνεση ως προς τη φορολόγηση ένα καίριο ζήτημα μέχρι και τη Γαλλική Επανάσταση. Το να υποστηρίξει κανείς ότι η Γαλλική Επανάσταση ξέσπασε γιατί ο λαός είχε κουραστεί να πληρώνει φόρους περιγράφει μέρος μόνο της ιστορικής αλήθειας. Μπορεί όμως να ειπωθεί με σιγουριά ότι η καταβολή ενός μηνιαίου τέλους στον βασιλιά, ο οποίος είχε συγκεντρώσει τους ευγενείς στις Βερσαλίες για να διάγει εκεί την δαπανηρή ζωή του, σίγουρα δεν λειτούργησε κατευναστικά στους λιμοκτονούντες αγρότες.

Έτσι, δύο από τα 17 άρθρα της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη που συντάχθηκε στις 26 Αυγούστου του 1789, τα άρθρα 13 και 14, αφορούν το ζήτημα της φορολόγησης. Το άρθρο 13 αναφέρει ότι “για τη συντήρηση της δημόσιας ισχύος και για τα διοικητικά έξοδα, μια κοινή συνεισφορά είναι απαραίτητη: θα πρέπει να κατανέμεται εξίσου μεταξύ όλων των πολιτών, ανάλογα με τα μέσα τους”. Και το άρθρο 14 προσθέτει ότι “όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να διαπιστώνουν, οι ίδιοι ή μέσω των εκπροσώπων τους, την αναγκαιότητα της δημόσιας συνεισφοράς, ώστε να συναινούν ελεύθερα σ' αυτήν, να παρακολουθούν τη χρήση της και να καθορίζουν τα ποσοστά, τη βάση, την ανάκαμψη και τη διάρκεια”. Αυτά τα δύο άρθρα συνδέονται στενά μεταξύ τους με το περιεχόμενο τους να είναι συμπληρωματικό, αλλά και αλληλοεπικαλύπτονται ως προς την αναγκαιότητα της φορολόγησης. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η έννοια της “ελεύθερης συναίνεσης” δεν συνεπαγόταν ότι οι πολίτες ήταν ελεύθεροι να συναινέσουν ή όχι, αλλά ότι, δεδομένων των συντριπτικών στοιχείων υπέρ της αναγκαιότητας της φορολόγησης, ήταν ελεύθεροι να το κάνουν - ήταν δηλαδή με άλλα λόγια απολύτως υποχρεωμένοι να το κάνουν.

Αυτό όχι μόνο εξανάγκασε τον κλήρο και την αριστοκρατία να πληρώσουν φόρους, ενώ προηγουμένως εξαιρούνταν από όλες τις μορφές φορολόγησης, αλλά καθιστούσε απολύτως σαφές ότι η φορολογία ήταν αναγκαία, δίκαια και, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, υποχρεωτική. Οι Γάλλοι επαναστάτες γνώριζαν καλά ότι μπορούσαν να διατηρήσουν τη νέα τους δημοκρατία έναντι των μοναρχικών μόνο αν διατηρούσαν τους πόρους που τους επέτρεπαν να έχουν τον στρατό με το μέρος τους. Αυτό ήταν εφικτό μόνο αν δημιουργούσαν στο σύνολο του πληθυσμού την πεποίθηση ότι η συνεισφορά τους ήταν απίστευτα σημαντική για την ύπαρξη ενός ελεύθερου κράτους.

Όταν κάποιοι υποστηρίζουν ότι η φορολόγηση είναι ένα αναγκαίο κακό για την διατήρηση των ελευθεριών μας (δηλαδή, στον σημερινό κόσμο, του δικαιώματος πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες και προνοιακά ωφελήματα), δανείζονται τη ρητορική τους από τους Γάλλους επαναστάτες του 18ου αιώνα, οι οποίοι θεμελίωσαν φιλοσοφικά τη δημιουργία της Γαλλικής Δημοκρατίας σε επιχειρήματα που ελάχιστα σχετίζονται με τις πεποιθήσεις των Αμερικανών επαναστατών και του δικού τους αγώνα εναντίον της φορολόγησης.

--

Ο Bill Wirtz είναι μέλος των Young Voices. Κείμενα του έχουν δημοσιευθεί σε μέσα όπως το Newsweek, το Rare, το RealClear, το CityAM, η Le Monde and η Le Figaro. Επίσης, εργάζεται ως αναλυτής πολιτικής για το Consumer Choice Center.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Νοεμβρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.