Κατά τους πρώτους μήνες της νέας κυβέρνησης Τραμπ, ο Λευκός Οίκος προχώρησε σε δραστικές περικοπές στους προϋπολογισμούς, το προσωπικό και τις πρωτοβουλίες για την κυβερνοασφάλεια.
Και κάποιοι, συμπεριλαμβανομένων ειδικών αλλά και νομοθετών, δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι, σχολιάζει το TechCrunch.
Ένας από αυτούς είναι ο Κόλιν Έιχερν, επικεφαλής κυβερνοασφάλειας της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο TechCrunch, ο Έιχερν δήλωσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η κυβερνήτρια της Νέας Υόρκης, Κάθι Χόκουλ, ανησυχούν σοβαρά ότι οι περικοπές της κυβέρνησης Τραμπ στην κυβερνοασφάλεια θέτουν τη χώρα σε κίνδυνο.
«Συνεργαζόμαστε καθημερινά με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Θέλουμε και χρειαζόμαστε να είναι αποτελεσματική», δήλωσε ο Έιχερν. «Δεν είναι μυστικό ότι ανησυχούμε για κάποια — για πολλά, στην πραγματικότητα — από όσα βλέπουμε στο ‘Big Ugly Bill’, στο νομοσχέδιο με τις μαζικές περικοπές που μόλις ψηφίστηκε», πρόσθεσε, αναφερόμενος στον βασικό προϋπολογισμό του Τραμπ που εγκρίθηκε στις αρχές Ιουλίου.
Οι περικοπές της κυβέρνησης Τραμπ στην κυβερνοασφάλεια είναι εκτεταμένες και ουσιαστικές.
Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, η κυβέρνηση Τραμπ απέλυσε πάνω από εκατό υπαλλήλους της CISA (Υπηρεσία Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομών), με κάποιους από αυτούς να επιστρέφουν στην υπηρεσία κατόπιν δικαστικής απόφασης.
Το νομοσχέδιο «One Big Beautiful Bill Act» μείωσε τις δαπάνες για την κυβερνοασφάλεια σε όλες τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες κατά πάνω από 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων τα 135 εκατομμύρια προήλθαν από τον προϋπολογισμό της CISA. Την ίδια στιγμή, το νομοσχέδιο προέβλεπε 1 δισεκατομμύριο δολάρια για τις επόμενες τέσσερις χρονιές για επιθετικές κυβερνοεπιχειρήσεις στο εξωτερικό.
Παράλληλα, η επιλογή του Λευκού Οίκου για τη θέση του εθνικού διευθυντή κυβερνοασφάλειας επικρίθηκε για την έλλειψη εμπειρίας στο αντικείμενο, ενώ το Υπουργείο Παιδείας ανέστειλε ένα πρόγραμμα στήριξης της κυβερνοασφάλειας για σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
«Όλοι θέλουμε μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση με σοβαρές δυνατότητες αποτροπής των αντιπάλων μας, ικανή να αντέξει κυβερνοεπιθέσεις και άλλες επιθέσεις από εχθρικά κράτη», δήλωσε ο Έιχερν. «Όπως έχουμε πει δημόσια, πιστεύουμε ότι όσα συμβαίνουν στην Ουάσινγκτον θέτουν αυτές τις δυνατότητες σε κίνδυνο».
Αν και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση φέρει το κύριο βάρος της κυβερνοασφάλειας της χώρας, οι επιμέρους πολιτείες έχουν επίσης σημαντικές ευθύνες να προστατεύσουν τα δικά τους δίκτυα, τα σχολεία τους, αλλά και κρίσιμες υποδομές, όπως οι υπηρεσίες ύδρευσης. Πολλή από αυτή τη χρηματοδότηση προέρχεται από την Ουάσινγκτον.
Στις αρχές του μήνα, η κυβερνήτρια Χόκουλ έστειλε επιστολή στην υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Κρίστι Νόεμ, ζητώντας άμεση ενεργοποίηση των διαθέσιμων πόρων από το πρόγραμμα επιχορηγήσεων Homeland Security Grant Program (HSGP), που προσφέρει σε πολιτειακές και τοπικές αρχές χρηματοδότηση για την ενίσχυση της ασφάλειας, τόσο στον φυσικό κόσμο όσο και στον κυβερνοχώρο.
«Η χρηματοδότηση από το HSGP είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια και τη συντήρηση κρίσιμων υποδομών (κόμβοι μεταφορών, δίκτυα ενέργειας, ύδρευσης, επικοινωνιών)», έγραψε η Χόκουλ, καλώντας την υπουργό να διαθέσει άμεσα τα απαιτούμενα κονδύλια.
Παρά τις δυσκολίες με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ο Έιχερν σημειώνει ότι η Νέα Υόρκη δεν μένει αδρανής.
«Συνεχίζουμε να επενδύουμε χρόνο, πόρους και ενέργεια στην ανάπτυξη σχέσεων διαπολιτειακών, διακομματικών, καθώς και σχέσεων με τις νομαρχιακές και τοπικές μας αρχές, ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε να προσφέρουμε μια ασφαλή, ανθεκτική και προσιτή Νέα Υόρκη — που πιστεύουμε ότι την καθιστά πολιτιστικό, οικονομικό και χρηματοπιστωτικό κέντρο», δήλωσε.
Σύμφωνα με τον Έιχερν, η κυβερνήτρια Χόκουλ είναι ενεργή και δημόσια υπέρμαχος της ενίσχυσης της κυβερνοασφάλειας στη Νέα Υόρκη.
Τον προηγούμενο μήνα, υπέγραψε νομοθεσία που υποχρεώνει οποιονδήποτε εργάζεται με υπολογιστή σε κρατικό, δημοτικό, νομαρχιακό ή περιφερειακό γραφείο της Νέας Υόρκης να υποβάλλεται σε εκπαίδευση για την κυβερνοασφάλεια. Ο νόμος απαιτεί επίσης από τα γραφεία της πολιτείας που δέχονται κυβερνοεπιθέσεις να αναφέρουν το περιστατικό εντός 72 ωρών στο γραφείο εσωτερικής ασφάλειας της πολιτείας, και κάθε καταβολή λύτρων εντός 24 ωρών, μεταξύ άλλων προβλέψεων.
Την περασμένη εβδομάδα, η Χόκουλ ανακοίνωσε πρόταση νέας νομοθεσίας για την έναρξη προγράμματος επιχορήγησης σε οργανισμούς ύδρευσης και αποχέτευσης, με σκοπό τη χρηματοδότηση αναβαθμίσεων που θα απαιτούνται για την τήρηση των νέων κανονισμών.
Ο Έιχερν αποκάλυψε επίσης ότι η πολιτεία θα ανοίξει νέο γραφείο κυβερνοασφάλειας στη Νέα Υόρκη, με προσωπικό από τεχνολόγους και ειδικούς στην ασφάλεια, με την ελπίδα να προσληφθούν και άτομα που έχασαν τις θέσεις τους λόγω των περικοπών της κυβέρνησης Τραμπ.