Στην Ελλάδα της υπερπαραγωγής νομικών και της υποπαραγωγής σεβασμού προς το κράτος δικαίου, επαναλαμβάνεται διαρκώς το ίδιο επικίνδυνο φαινόμενο: πολιτικοί να καταγγέλλουν αντιπάλους τους για το ποιους έχουν υπερασπιστεί στο πλαίσιο της δικηγορικής τους ιδιότητας. Βιαστές, παιδεραστές, τρομοκράτες—ηθικά φορτισμένα παραδείγματα, σχεδιασμένα να προκαλούν αποστροφή. Όμως εδώ το ζήτημα δεν είναι η ηθική του εκάστοτε δικηγόρου. Είναι η ίδια η ύπαρξη της φιλελεύθερης Δημοκρατίας.
Γιατί υπάρχει μια αλυσίδα αρχών που δεν μπορεί να σπάσει χωρίς να τιναχθεί ολόκληρο το οικοδόμημα στον αέρα. Ας πάρουμε όμως το πράγματα από την αρχή. Το τεκμήριο αθωότητας, ένα από τα βασικότερα κεκτημένα της φιλελεύθερης παράδοσης, σημαίνει ότι κάθε κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Αυτό συνεπάγεται ότι το βάρος της απόδειξης πέφτει στον κατήγορο—το κράτος ή τον ιδιώτη—και όχι στον κατηγορούμενο. Δεν ζητάμε από τον πολίτη να αποδείξει την αθωότητά του· ζητάμε από τον κατήγορο να αποδείξει πέρα από κάθε λογική αμφιβολία την ενοχή του.
Αν το σύστημα λειτουργεί σωστά, προκύπτει ότι στο νομικό πολιτισμό της Δύσης είναι προτιμότερο να αθωωθεί ένας ένοχος παρά να καταδικαστεί ένας αθώος. Κι αυτό δεν είναι κάποια αφηρημένη ηθικολογία. Είναι το ανάχωμα απέναντι στην αυθαιρεσία, στην πολιτική εκμετάλλευση της Δικαιοσύνης και στην οργή του όχλου.
Και επειδή το βάρος της απόδειξης ανήκει στην κατηγορούσα αρχή, ο κατηγορούμενος οφείλει να έχει τη δυνατότητα της καλύτερης δυνατής υπεράσπισης. Το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη δεν είναι πλήρες χωρίς αυτό. Όταν ένας πολίτης – ανεξαρτήτως της κατηγορίας που τον βαραίνει – έχει απέναντί του ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό, χρειάζεται έναν υπερασπιστή με θάρρος, εμπειρία και ικανότητα. Όχι κάποιον «ηθικά αρεστό» που θα επιλέγει υποθέσεις ανάλογα με τις πολιτικές του φιλοδοξίες.
Ο δικηγόρος που αναλαμβάνει την υπεράσπιση οποιουδήποτε κατηγορούμενου δεν είναι φίλος του πελάτη του. Δεν ταυτίζεται με τις πράξεις του. Δεν του προσφέρει κάλυψη, αλλά την καλύτερη δυνατή νομική υπεράσπιση. Υπηρετεί τη Δικαιοσύνη ακριβώς επειδή εξισορροπεί την ασύμμετρη σχέση ανάμεσα στον πολίτη και την κρατική εξουσία. Όποιος δεν κατανοεί αυτή τη διάκριση, καλύτερο θα ήταν να μην ασχολείται με τα κοινά. Κι όποιος την κατανοεί αλλά την διαστρεβλώνει για να πετύχει μικροπολιτικούς σκοπούς, είναι επικίνδυνος.
Όταν πολιτικοί επιτίθενται σε αντιπάλους τους επειδή, ως δικηγόροι, υπερασπίστηκαν κάποιον κατηγορούμενο, δεν στοχεύουν το πρόσωπο· υπονομεύουν τον θεσμό. Στην ουσία λένε πως κάποιοι δεν δικαιούνται πλήρη υπεράσπιση. Ότι κάποιοι είναι τόσο «ένοχοι», που πέραν της καταδίκης τους πρέπει να στιγματιστεί ακόμα κι όποιος τους προσφέρει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Αυτή η λογική είναι επικίνδυνη. Δεν οδηγεί σε Δικαιοσύνη. Οδηγεί σε ακύρωση της διάκρισης ρόλων, σε εκδίκηση αντί για κρίση, και σε δίκες-παρωδία.
Το να παρουσιάζεται η υπεράσπιση ενός κατηγορούμενου ως πολιτικό στίγμα, δεν είναι απλώς άδικο. Είναι αντιδημοκρατικό. Θυμίζει καθεστώτα όπου η νομική υποστήριξη σε «ανεπιθύμητους» θεωρείται προδοσία. Όπου δεν υπάρχει τεκμήριο αθωότητας αλλά τεκμήριο ενοχής διά της σχέσης. Αν φτάσουμε να διακρίνουμε ποιος «αξίζει» δικηγόρο, τότε έχουμε ήδη απεμπολήσει το κράτους δικαίου και οδεύουμε προς το κράτος της αυθαιρεσίας.
Η αληθινή δοκιμασία μιας φιλελεύθερης κοινωνίας δεν είναι πώς φερόμαστε στους αθώους. Είναι πώς φερόμαστε στους φερόμενους ενόχους. Στους αποκρουστικούς. Στους αποδιοπομπαίους. Εκεί αποδεικνύεται αν λειτουργεί η φιλελεύθερη Δημοκρατία ή αν την παριστάνουμε. Όποιος λοιπόν δηλητηριάζει την έννοια της υπεράσπισης για να αποκομίσει πολιτικό όφελος, δεν βλάπτει τον αντίπαλό του. Βλάπτει το ίδιο το πολίτευμα και τους θεσμούς του. Και κάποια στιγμή, αυτός ο λαϊκισμός θα στραφεί και εναντίον των δικών του πολιτικών συμμάχων.