Μία από τις πιο άβολες συζητήσεις που αποφεύγουμε στην Ελλάδα είναι η εξής: τι πραγματικά σημαίνει να ξεκινάς τη ζωή σου ως νέος επαγγελματίας; Ποιο είναι το κόστος της ανεξαρτησίας; Και κυρίως, τι είδους προσδοκίες είναι ρεαλιστικές;
Μια νέα μελέτη της Adecco σε συνεργασία με το Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE έρχεται να μας προσγειώσει με εντυπωσιακή σαφήνεια. Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότεροι εργοδότες στην Ελλάδα θεωρούν ότι ένας εργαζόμενος που ξεκινά από χαμηλόβαθμη θέση και εξελίσσεται ιεραρχικά στην επιχείρηση του δεν θα δει τον μισθό του να διπλασιάζεται — ούτε σε ορίζοντα δεκαετίας. Συγκεκριμένα, το 80% των ερωτηθέντων προβλέπει ότι η αύξηση δεν θα ξεπεράσει καν το 100% στα δέκα χρόνια. Ακόμη χειρότερα, το 62,5% θεωρεί ότι η αύξηση δεν θα φτάσει ούτε το 50%.
Ας μιλήσουμε ξεκάθαρα: αυτό σημαίνει ότι αν ξεκινήσεις με 900 ευρώ τον μήνα, σε δέκα χρόνια πιθανότατα δεν θα φτάνεις ούτε τα 1.350. Κι αυτό υπό την προϋπόθεση ότι είσαι από τους «τυχερούς» που ανεβαίνουν στην ιεραρχία. Αν όχι, η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο σκληρή.
Πρόκειται για μια αποκάλυψη με βαριές συνέπειες. Γιατί η μισθολογική εξέλιξη δεν είναι απλώς λογιστικό μέγεθος. Είναι ο βασικός μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας. Είναι το μέτρο της δυνατότητας του ατόμου να χτίσει μια ζωή με αξιοπρέπεια, ανεξαρτησία και προοπτική. Και όταν αυτός ο μηχανισμός μπλοκάρει, τότε η απογοήτευση, η παραίτηση ή —ακόμα χειρότερα— η μετανάστευση μοιάζουν με μονόδρομο.
Σε αυτό το περιβάλλον, πρέπει να επαναξιολογήσουμε ριζικά το τι θεωρούμε «κανονικό» για τους νέους. Σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, από την Ολλανδία μέχρι τις ΗΠΑ, η συγκατοίκηση μεταξύ αγνώστων δεν είναι προσωρινή λύση φοιτητικής ζωής. Είναι οικονομική αναγκαιότητα για νέους εργαζόμενους — και κοινωνικά αποδεκτή. Στην Ελλάδα, αντίθετα, αντιμετωπίζεται σχεδόν ως κοινωνικό στίγμα.
Η αλήθεια όμως είναι απλή: με τα σημερινά δεδομένα, η ανεξαρτησία απαιτεί θυσίες. Και η συγκατοίκηση είναι μία από τις λιγότερο επώδυνες. Το να ζεις με άλλους δεν είναι σημάδι αποτυχίας. Είναι προσαρμογή στην πραγματικότητα — και πολλές φορές η μόνη επιλογή απέναντι στο δίλημμα «εξάρτηση ή ξενιτιά».
Αν θέλουμε να κρατήσουμε τους καλύτερους στη χώρα, να ενισχύσουμε την κινητικότητα και να περιορίσουμε το brain drain, πρέπει να μιλήσουμε στους νέους με αλήθεια. Να τους προετοιμάσουμε για τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς εργασίας. Όχι με ηττοπάθεια, αλλά με ενήλικη ευθύνη.
Η αξιοπρέπεια δεν απειλείται από τη συγκατοίκηση. Απειλείται από την αποσιώπηση της πραγματικότητας και την συντήρηση μιας κουλτούρας προσδοκιών που καμία ελληνική επιχείρηση —ούτε καν οι πιο επιτυχημένες— δεν μπορεί να ικανοποιήσει.