Συνέντευξη με τον Εμμανουήλ Μπιτσάκη στο αθηναϊκό κέντρο, λίγες μέρες πριν την ατομική του έκθεση στη βελγική πρωτεύουσα.
Μια εξαίσια ζωγραφική οκτώ κιλών από την Αθήνα στις Βρυξέλλες
Εμμανουήλ Μπιτσάκης, «Landscape with Statues» (ακρυλικό σε καμβά, 13X18 cm, 2022)
Εμμανουήλ Μπιτσάκης, «Landscape with Statues» (ακρυλικό σε καμβά, 13X18 cm, 2022)

Μια εξαίσια ζωγραφική οκτώ κιλών από την Αθήνα στις Βρυξέλλες

Συνέντευξη με τον Εμμανουήλ Μπιτσάκη στο αθηναϊκό κέντρο, λίγες μέρες πριν την ατομική του έκθεση στη βελγική πρωτεύουσα.

Το κτίριο Rivoli στην καρδιά των Βρυξελλών, είναι γνωστό για τους πολλούς χώρους τέχνης που φιλοξενεί. Η Rossicontemporary ήταν η πρώτη γκαλερί που το μετέτρεψε σε τοπόσημο τέχνης, προσελκύοντας με τις επιλογές της τους Βέλγους φιλότεχνους και, συν τω χρόνω, τους επισκέπτες της ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Στο κοινό της πρόκειται να συστήσει τον Εμμανουήλ Μπιτσάκη, δίνοντας χώρο στη ζωγραφική του από τις αρχές Νοεμβρίου ως την περίοδο των εορτών (5/11/2023 έως 6/1/2024). 

Τα έργα του Έλληνα καλλιτέχνη δεν είναι μεγάλα σε κλίμακα, συχνά μάλιστα φαίνονται στα μάτια του θεατή λιλιπούτεια∙ όμως η ποιότητά τους διαστέλλει την κόρη του ματιού, πηγαίνει το βλέμμα πέρα από τα σύνορα αυτού που αναγνωρίζουμε ως πραγματικό. Παρά το πλούσιο βιογραφικό του - η National Portrait Gallery τον έχει τιμήσει ως δεξιοτέχνη πορτρετίστα σε δύο συνεχή αφιερώματα, το 2007 και 2008, κι ενώ έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. – η έκθεση στο Βέλγιο καταγράφεται ως η πρώτη ατομική του 49χρονου ζωγράφου σε γκαλερί του εξωτερικού. 

Μια παραδοξότητα φέρνει κι ο ίδιος εκεί, ονοματίζοντας τη δουλειά του «Exquisite False» (Faux Exquis) και δείχνοντας τις καταβολές της στα πρώτα χρόνια του σουρεαλιστικού κινήματος, τη δεκαετία του 1920, όταν το «εξαίσιο πτώμα» συμπύκνωνε την πειραματική διάθεση και το ελεύθερο πνεύμα των δημιουργών (ο πρώτος παίκτης-καλλιτέχνης έγραφε κάτι, έπειτα έπαιρνε τη σκυτάλη ένας άλλος ώσπου συνέθεταν ομαδικά ένα ποίημα).

Πίσω στο χρόνο, θυμάμαι κάτι παρόμοιο που μου είχε πει ο Μπιτσάκης για να εξηγήσει τη φύση της ζωγραφικής του: «Είναι σα να μιλώ ταυτόχρονα την Ελληνική και την Ελληνική νοηματική, χωρίς να οφείλουν τα χέρια να συμφωνούν με την εκφορά του λόγου» φράση που, νομίζω, δεν επιδέχεται περαιτέρω ερμηνείας από τεχνοκρίτη. Για την πρόσληψη της ζωγραφικής του γλώσσας και τις προϋποθέσεις μια έκθεσης στο εξωτερικό, μιλήσαμε λίγες μέρες πριν τα εγκαίνια της Κυριακής (5/11) με τον δημιουργό. 

- Το έργο σου έχει μια διάσταση ευρωπαϊκή, που ισορροπεί στην παλαιά ζωγραφική κουζίνα και την αυτοαναφορικότητα. 

Το ακριβώς αντίθετο πιστεύει ο γκαλερίστας (Ιταλός στην καταγωγή, αλλά με τα χρόνια πολιτογραφημένος Βέλγος). Το θεωρεί τοπικό γι’ αυτό και του αρέσει.

- Μα οι μνημειακές μορφές σου είναι πια "κοινό κτήμα". Και μπορεί να γνωρίζουμε τον Μότσαρτ, αλλά πόσοι στην Ελλάδα είναι εξοικειωμένοι με τη μορφή της Τερέζας της Άβιλα ή άλλους ξένους ήρωες που πρωταγωνιστούν στη ζωγραφική σου;

Συμφωνώ μαζί σου και ειδικά στον Μότσαρτ έχω «εμμονή». Τον έχω ζωγραφίσει τουλάχιστον πέντε φορές. Άλλες τόσες κι ίσως περισσότερες τον Μπετόβεν.

- Που οφείλεται η "εμμονή" στο πορτρέτο;

Σαφώς μου αρέσει η μουσική του Μότσαρτ, αλλά περισσότερο οφείλεται στη σύμβαση που θέλει να γίνεται σοκολατάκι, στη φιλολογία ότι γαληνεύει τα μωρά και τις αγελάδες και άλλα τέτοια παντελώς άσχετα με τη μουσική του ταυτότητα. Ας πούμε, μου αρέσει περισσότερο η μουσική του Μάλερ, αλλά εκείνο που με κινητοποιεί στη ζωγραφική είναι η εμβληματικότητα του προσώπου, παρά η σχέση του προσώπου με μένα. Στ’ αλήθεια τώρα, τι κοινό μπορεί να έχω με τη Σίσσυ που την έχω κάνει 100 φορές; Το «τουριστικό» του πράγματος με ενδιαφέρει.

Εμμανουήλ Μπιτσάκης, «Mozart's obsessions» (ακρυλικό σε MDF, 30X24 cm, 2023)

- Τώρα που το σκέφτομαι, στα τοπία σου μπορείς πράγματι να εντοπίσεις στοιχεία ελληνικά.

Ναι, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ το τοπίο στην Ελλάδα. Οπότε ναι, υπάρχει το στοιχείο της εντοπιότητας. Αλλού όμως, το τοπίο είναι αμιγώς ψυχογραφικό. Για παράδειγμα, το τοπίο στον Μότσαρτ είναι αφηρημένο, που σημαίνει ψυχαναλυτικό. Υπάρχουν μέσα διαδοχές «διαθέσεων», αλλά αυτό δεν είναι κάτι για να αναλυθεί.

- Η έκθεση στην Rossicontemporary πώς προέκυψε;

Με σύστησε ένας συλλέκτης που αγόραζε έργα μου στο Βέλγιο κι ο συγκεκριμένος γκαλερίστας έδειξε αμέσως ενθουσιασμό. Μου έγραψε ένα θερμό μέιλ, προτείνοντάς μου έκθεση με άλλους δύο Βέλγους καλλιτέχνες που συνεργάζονται με την γκαλερί ώστε το ξένο κοινό που δεν με γνωρίζει, να έρθει για να δει τη δουλειά μου. 

- Τόσα χρόνια γόνιμης πορείας στην Ελλάδα, πώς και δεν σε είχε απασχολήσει να δείξεις τη δουλειά σου έξω; 

Αν συνέχιζα τη συνεργασία μου με την γκαλερί Καλφαγιάν, φαντάζομαι ότι θα συνέβαινε. Όμως, δεν είναι κάτι που επιδίωξα. Βεβαίως, αν αυτό σημαίνει ότι η αγορά για τα έργα μου μεγαλώνει, είναι κάτι που σαφώς με χαροποιεί. Εκείνο πάντως που με εκνευρίζει – και θέλω να το πω – είναι η σημασία που δίνουμε στην έξωθεν αναγνώριση για να μπορέσει μετά να αποκτήσει φήμη εδώ.

Για να γίνω σαφής, διάβαζα τις προάλλες τον τίτλο «η περίφημη αρχαιολόγος στο τάδε αντικείμενο που ζει στην Ελλάδα», ενώ πρόκειται για Ελληνίδα αρχαιολόγο. Δεν μπορώ να φανταστώ σε χώρες όπως η Δανία ή η Σουηδία που είναι από τις πιο αναπτυγμένες της Ευρώπης να νοιάζονται για το μέρος όπου ζει κάποιος. 

- Γιατί το επισημαίνεις; 

Νομίζω ότι είναι κατάλοιπό της κρίσης και πρέπει να ξεκίνησε γύρω στο ’10.

- Δεν μας έτρωγε και πιο πριν αυτός ο επαρχιωτισμός;

Μπορεί, απλώς θεωρώ ότι τελευταία έχει παραγίνει. Επίσης, πιστεύω ότι μπορεί να παράγεται καλή τέχνη μόνο στον τόπο της που δεν μπορεί να αναγνωριστεί αλλού. Υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να συμβεί, ας πούμε πριν από μισό αιώνα ή, αντίστοιχα, μετά από 100 χρόνια. Θέλω να πω ότι δεν είναι κάτι που αυτονόητα συμβαίνει, αλλά είναι ζήτημα διαφόρων πραγμάτων. Και δεν το λέω από σύμπλεγμα επειδή δεν είμαι αναγνωρισμένος έξω. Άμα τύχει, έτυχε.

-  Αν υποθέσουμε ότι η συνεργασία σου με τη βελγική γκαλερί προκαλέσει μια ταχύτατη προώθηση στη δουλειά σου;  

Το ίδιο θα σου πω και τότε. Πρόσεξε, δεν μιλώ από «εμμονή» για την Ελλάδα. Δεν τη θεωρώ ιδανικό μέρος να ζει κάποιος και είναι δύσκολη χώρα για τον καλλιτεχνικό κόσμο. Στην art fair των Βρυξελλών νιώθεις έναν τελείως διαφορετικό αέρα, ενώ εδώ σε πιάνει κατάθλιψη. Είναι πολύ μικρή η αγορά μας και πρέπει να παλεύεις για τα αυτονόητα. Ακόμη και στο πεζοδρόμιο, περπατάς με καχυποψία. Θέλω να πω ότι δεν έχω αυταπάτες, ξέρω που βαδίζω. Αν ήμουν, ίσως, 20 χρόνια νεότερος, τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα. Τώρα, δεν περιμένω δραστικές αλλαγές. 

- Αναφερθήκαμε στον αδόκητο χαμό του φίλου ζωγράφου Στέλιου Φαϊτάκη. Υπάρχει ζωγραφικό απωθημένο στο έργο σου; 

Τον Φαϊτάκη τον εκτιμούσα πολύ ως καλλιτέχνη, αλλά και ως παιδί. Ήμασταν μαζί από τα χρόνια της σχολής κι αργότερα τον έβλεπα αρκετά συχνά γιατί συναντιόμασταν στο κέντρο.  Αυτό που μου έκανε φοβερή εντύπωση – και το λέω με δόση ζήλιας – είναι ότι έχει κάνει δουλειά για τρεις ζωές. Αλλ’ αυτό δεν είναι τυχαίο, δούλεψε πολύ!

Για την ποιότητα της δουλειάς του δε χωρά συζήτηση, βλέποντας όμως την ποσότητα του έργου του, θα νόμιζες πως έφυγε, όχι 47, αλλά 97 χρόνων. Ευτυχώς, εκτόνωσε μεγάλο μέρος της ενέργειάς του στο έργο του. Για μένα, όμως, στη δουλειά μου δεν υπάρχει κάποιο απωθημένο. 

- Θα δείξεις έργο με το πρόσωπό σου;

Ναι, τουλάχιστον ένα. 

- Πόσα έργα συνολικά;

Οκτώ ή εννιά. Εξαρτάται τι θα χωρέσει στις αποσκευές μου.

- Δηλαδή;

Στο αεροπλάνο μπορώ να έχω οκτώ κιλά. Τα περισσότερα έργα μου είναι στη διάσταση των 24x30 εκ., το πιο μικρό στα 8x6 εκ. Πάντως, ό,τι χωρέσει πρέπει να μην υπερβαίνει τα οκτώ κιλά. Φαντάσου ότι το τελευταίο μου έργο είναι χωρίς κορνίζα, μήπως και τελευταία στιγμή τη βάλω στη βαλίτσα. Αν χαθεί κιόλας, σκοτιστήκαμε. Γενικά, τις φοβάμαι πολύ τις μεταφορικές γι’ αυτό και φροντίζω να μεταφέρω μόνος μου τα έργα. 

- Αυτός πρέπει να είναι ο τίτλος της επόμενης έκθεσης στο εξωτερικό.

Σωστά, την επόμενη φορά θα την πούμε «hand luggage». 

Ο Εμμανουήλ Μπιτσάκης

Στην απομαγνητοφώνηση της κουβέντας, θυμήθηκα τον Τάσο Μαντζαβίνο που είχε πει ωραία για τον φίλο κι ομότεχνό του: «ο Μπιτσάκης είναι σαν τη χελώνα που κουβαλά το σπίτι της!».

Για την τελευταία του έκθεση στις Βρυξέλλες γράφει ο ζωγράφος: Ποιος είναι ο μηχανισμός της «αλήθειας»; Αυτό είναι το ερώτημα που διερευνώ στην τρέχουσα δουλειά μου. Μέσα από την κατασκευή περίτεχνων παράλογων σκηνογραφιών, στοχεύω να ξεψαχνίσω την κρυφή παράνοια της καθημερινότητας και τις προεκτάσεις της.

Στο έργο μου η πραγματικότητα μεταμορφώνεται σε μια παράλογη θεατρική σκηνή. Υπάρχει μια κατασκευασμένη πλοκή, ρόλοι, σκηνικά, όλα βασίζονται σε μια καλά οργανωμένη προσωπική «λογική». Ένα κολλάζ άσχετων εικόνων, χιουμοριστικών, καυστικών ή εφιαλτικών: ιστορικά γεγονότα με τους πρωταγωνιστές τους, τοπικά έθιμα διαφορετικών τόπων, περίεργα τεχνητά τοπία διακοσμημένα με υβριδική αρχιτεκτονική, καθώς και με γνώριμες όψεις και ορόσημα. Εμβληματικές μορφές όπως η αυτοκράτειρα Σίσσυ, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν είναι συχνά παρόντες με εμμονικό τρόπο. Τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του προσώπου τους αναμειγνύονται με το δικό μου πρόσωπο και σώμα.

Στην ουσία, οι ιστορικές διασημότητες χρησιμοποιούνται ως μέσο για τη δημιουργία ψυχαναλυτικών αυτοπροσωπογραφιών. Οι διαστάσεις των έργων είναι συνήθως μικροσκοπικές και η εκτέλεση προσεγμένη. Ως αποτέλεσμα, οι εικόνες μου και ο κόσμος που απεικονίζουν είναι καθάριοι και μοναδικοί, με διακριτικούς (αν και έντονους) υπαινιγμούς ειρωνείας, απελπισίας, ελπίδας, κατάπληξης.

Κεντρική φωτ.: Εμμανουήλ Μπιτσάκης, «Landscape with Statues» (ακρυλικό σε καμβά, 13X18 cm, 2022)