Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζει µια από τις σηµαντικότερες συλλογές προϊστορικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης παγκοσµίως.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Η πρόταση για την επέκταση και αναβάθμισή του (pics)

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Η πρόταση για την επέκταση και αναβάθμισή του (pics)

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζει µια από τις σηµαντικότερες συλλογές προϊστορικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης παγκοσµίως.

Παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση για την παρουσίαση της μελέτης επέκτασης και αναβάθμισης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Τα γραφεία David Chipperfield Architects του Βερολίνου και Αλέξανδρου Τοµπάζη επελέγησαν οµόφωνα στον αρχιτεκτονικό διαγωνισµό για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών από τη διεθνή κριτική επιτροπή. 

Η πρόταση παρουσιάστηκε παρουσία του πρωθυπουργού της Ελλάδας, Κυριάκου Μητσοτάκη.

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζει µια από τις σημαντικότερες συλλογές προϊστορικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης παγκοσµίως. Το αρχικό νεοκλασικό κτήριο των Ludwig Lange και Ernst Ziller χρονολογείται από το 1866-1874 και απέκτησε διάφορες προσθήκες στα χρόνια που ακολούθησαν. Με την αναβάθμισή και επέκτασή του το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα εκσυγχρονιστεί ώστε να γίνει ένας χώρος ανοικτός που θα ανταποκρίνεται σε σύγχρονα πρότυπα ποιότητας και βιωσιμότητας. 

Η αναγέννηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που αποτελεί έναν ισχυρό δεσμό μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων και της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, συμβολίζει επίσης την ενδυνάμωση της Ελληνικής πολιτιστικής προσφοράς προς τους διεθνείς επισκέπτες μετά από µία χρονιά που σημείωσε ρεκόρ αφίξεων ξένων τουριστών στη χώρα.

Η πρόταση εµπνεύστηκε από την ουσία του αρχικού σχεδιασµού του Lange – µια ροµαντική ιδέα, επηρεασµένη από τον φιλελληνισµό της εποχής, για ένα αστικό τοπίο µε εκτενείς ανοικτούς χώρους µέσα στον πυκνό αστικό ιστό – και χρησιμοποίησε το εµβληµατικό κτήριο ως αφετηρία για το σχεδιασμό, πλαισιώνοντάς το µε έναν ροµαντικών αναφορών κήπο. 

Η βάση του υφιστάµενου κτηρίου επεκτείνεται µέχρι το δρόµο, δηµιουργώντας ένα νέο υπόβαθρο για το ιστορικό τοπόσηµο, και προσθέτει δύο επίπεδα υπόσκαφων εκθεσιακών χώρων. Με µία κίνηση δηµιουργούνται πρόσθετος χώρος 20.000 τ.µ. και ένα πάρκο µε πλούσια βλάστηση στην οροφή τους, προσβάσιµο σε όλους. Σεβόµενη την ιστορική αξία του κτηρίου, η νέα επέκταση δεν φιλοδοξεί να ανταγωνιστεί την υφιστάµενη αρχιτεκτονική, αλλά να δηµιουργήσει ένα αρµονικό σύνολο χώρων που θα ισορροπεί µεταξύ του παλιού και του νέου.

Ο σχεδιασµός ακολουθεί την υπάρχουσα τοπογραφία: ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτήριο µπροστά σε µία εκτενή, πράσινη πλατεία. Η επέκταση θα στεγάσει τις βασικές δηµόσιες λειτουργίες του Μουσείου – έκδοση εισιτηρίων, πωλητήριο, εστιατόριο, αµφιθέατρο καθώς  και νέους χώρους για µόνιµες και περιοδικές εκθέσεις- που οργανώνονται συµµετρικά αντλώντας από την ιστορική αρχιτεκτονική. 

Η κύρια είσοδος µεταφέρεται µπροστά, στο επίπεδο του δρόµου, ενισχύοντας τη σχέση του Μουσείου µε την πόλη. Με µια νέα όψη το Μουσείο συνδιαλέγεται ανοιχτά µε το αστικό περιβάλλον, επιτρέποντας στους περαστικούς οπτική επαφή µε τους νέους εκθεσιακούς χώρους. Εισερχόµενος στο Μουσείο ο επισκέπτης ακολουθεί µια πορεία ενός συνεχούς, ροϊκού, εκθεσιακού χώρου που διατρέχει τα δύο επίπεδα του νέου κτηρίου και οδηγείται τελικά στο νεοκλασικό κτήριο. 

Ένα λιτό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο καθαρών όγκων, οι διαγώνιες οπτικές φυγές και οι τοίχοι που κατασκευάζονται από rammed-earth (συµπιεσµένο χώµα) δηµιουργούν µια αντίθεση µε τους ιστορικούς χώρους. Μαζί µε ένα παιχνίδι ακριβείας φωτός και σκιάς, δηµιουργούν µια δραµατική αίσθηση στον υπόσκαφο χώρο, ένα ευαίσθητο υπόβαθρο για τα αντικείµενα και τα γλυπτά της συλλογής που θα εκτεθούν σε αυτόν.

Ο κήπος του Μουσείου θα προσφέρει ένα δροσερό, ήσυχο, δηµόσιο χώρο, υπερυψωµένο σε σχέση µε την πολύβοη δραστηριότητα της πόλης. Ο περιβάλλων χώρος, που µελετήθηκε από το γραφείο των Βέλγων αρχιτεκτόνων τοπίου, Wirtz International, είναι πλούσιος σε υφές. Η διάταξη των νέων χαµηλών όγκων επιτρέπει τη φύτευση εµβληµατικών δένδρων στην οροφή τους. Διαµορφωµένα πλατώµατα και µονοπάτια στρωµένα µε χαλίκι, εκτάσεις µε γρασίδι, συστάδες πεύκων και κουκουναριών, αειθαλείς αριές και µορφοποιηµένη θαµνοειδής βλάστηση αποτελούν αναφορές στα πάρκα του 19ου
αιώνα. 

Το πάρκο είναι προσβάσιµο από όλες τις κατευθύνσεις, ενώ µια εσωτερική, υποβαθµισµένη, αυλή στην καρδιά του συγκροτήµατος ενοποιεί το παλιό και το νέο, δηµιουργώντας έναν ευχάριστο χώρο για τους επισκέπτες του Μουσείου και τους κατοίκους της πόλης.

Διαβάστε επίσης:

Κυρ. Μητσοτάκης: Ένα προσωπικό μου όνειρο γίνεται πραγματικότητα