Τι δείχνουν τα πολιτικά «απόνερα» των υποκλοπών

Τι δείχνουν τα πολιτικά «απόνερα» των υποκλοπών

Το αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις αλλά το δείχνει ακόμα πιο καθαρά το κοινωνικό κλίμα: παρά τη μεγάλη της θεσμική σοβαρότητα, στην οποία θα μού επιτραπεί να επιμείνω, η «υπόθεση των υποκλοπών» δεν άλλαξε σημαντικά, τουλάχιστον ως προς τον συσχετισμό δυνάμεων, το πολιτικό τοπίο.

Αν κάτι ανέδειξε, πέρα από το εύθραυστο των θεσμών και το εύκολο της χρήσης τους από τα κόμματα, ιδίως αυτά που βρίσκονται στην εξουσία, αυτό είναι η προχωρημένη «ιδρυματοποίηση» του πολιτικού συστήματος και αποκοπή του από τις ανάγκες και τις ανησυχίες του κοινωνικού σώματος. Έτσι διαβάζω τη περιορισμένη επιρροή των υποκλοπών στην κοινή γνώμη: όχι ότι η κοινωνία δεν ενδιαφέρεται για τη δημοκρατία, αλλά ότι κρίνει πως άλλα είναι τα ουσιώδη της δημοκρατίας.

Στο κομματικό επίπεδο, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να χάνει σημαντικό μέρος από τη δυναμική της και αυτό το γεγονός θα μπορούσε, από μόνο του, να θεωρηθεί ως κάποιου είδους αποδοχή ή κατάφαση. Θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, λάθος να γίνει αυτό το άλμα. Πράγματι, η ελληνική κοινωνία, αρκετά πιο ώριμη, πάντως σίγουρα με διαφορετικά αντανακλαστικά από την εποχή των Μνημονίων, δεν δείχνει να ξεχνά ούτε να υποτιμά τις ως τώρα κυβερνητικές επιδόσεις, που μπορούν να χαρακτηριστούν «άνισα σταθεροποιητικές»: δεν βελτιώθηκαν θεμέλια και δομές του κράτους και της διακυβέρνησης, αλλά επιδείχτηκε, ιδίως σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο, μεγαλύτερη σοβαρότητα, σύνεση και διαχειριστική επάρκεια, με αιχμές τα εθνικά θέματα, την οικονομία και τη διατήρηση της συνοχής.

Όμως η κυβέρνηση, και ο Πρωθυπουργός προσωπικά, έχασαν μέρος της αξιοπιστίας τους και της έλξης που ασκούσαν στο λεγόμενο «μεσαίο χώρο». Το γεγονός αυτό το θεωρώ σημαντικότερο από την ίσως πρόσκαιρη μείωση της πιθανότητας μετεκλογικών συνεργασιών με εκπροσώπους - αυτόκλητους ή πραγματικούς - του μεσαίου χώρου.

Ο μεγάλος ωστόσο χαμένος της «υπόθεσης των υποκλοπών» είναι, με τρόπο που δεν επιδέχεται πολλές αμφισβητήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνο δεν κατάφερε, παρά την όξυνση των τόνων και την επιχείρηση εργαλειοποίησης, να «γυρίσει το παιχνίδι», αλλά έχασε πόντους - σε εικόνα και ουσία - μέσα από τη σύγκριση.

Οι δηλώσεις και οι πράξεις του σημερινού Πρωθυπουργού (η παραδοχή λάθους για τις υποκλοπές, τα «τρία όχι» της Θεσσαλονίκης - σε αλλαγή του ήδη αλλαγμένου εκλογικού νόμου, σε επίσπευση των ήδη προοριζόμενων για τη λήξη της θητείας εκλογών, σε ανασχηματισμό ως αντιπερισπασμό από τα προβλήματα της συγκυρίας - και τα ίδια τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν ενόψει του δύσκολου χειμώνα) είναι πιο πειστικές, και κυρίως πιο «φιλολαικές», από του προκατόχου του.

Ενώ και η μεταφορά της συζήτησης στο θεσμικό πεδίο, έστω κι αν γίνεται με αφορμή λάθος της , ευνοεί τη σημερινή κυβέρνηση, αφού τα θεσμικά πεπραγμένα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (και στις υποκλοπές, όπως αποδεικνύει η παρακολούθηση Πιτσιόρλα, αλλά και στα γενικότερα θέματα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και του σεβασμού των δικαιωμάτων) είναι πολύ πιο προβληματικά.

Σε κεντρική, ενδιαφέρουσα, αλλά τελικά όχι ιδιαίτερα επωφελή θέση βρέθηκε το ΠΑΣΟΚ. Κατόρθωσε να τεθεί στο επίκεντρο, λόγω της εμπλοκής του ίδιου του αρχηγού του στις παρακολουθήσεις και της απολύτως δικαιολογημένης επιμονής - που δικαιώθηκε τόσο πολιτικά, αφού συμπαρέσυρε όλα τα κόμματα, όσο και θεσμικά, με τη σύσταση της Εξεταστικής Επιτροπής αλλά και το διεθνή απόηχο, ιδίως σε επίπεδο Ευρωπαικού Κινοβουλίου - να ερευνηθούν και διαλευκανθούν σε βάθος οι παράνομες ή παραθεσμικές πρακτικές. Το πρόβλημα είναι ότι ο λόγος ενός κόμματος που επιθυμεί να εκφράσει τις μετριοπαθείς, μεταρρυθμιστικές και αταλάντευτα δημοκρατικές τάσεις (δηλαδή το «κοινωνικό κέντρο») και, μέσα από αυτή την έκφραση, να αναδείξει την αξιοπιστία και τη χρησιμότητά του, κινδυνεύει να περιπέσει στη μονοθεματικότητα και στην εμμονή σε κάτι που αξίζει να προβληθεί, αλλά όχι να καλύψει τα πάντα.

Γιατί αυτό είναι τελικά το γενικότερο πρόβλημα: ασχολούμενα μόνο, ή κυρίως, με τις υποκλοπές, τα κόμματα έθεσαν σε δεύτερη μοίρα, ή έδειξαν και να παραμερίζουν πλήρως, μια σειρά ζητημάτων, προβλημάτων, ερωτημάτων και αναγκαίων τομών πολύ μεγαλύτερης σημασίας: πώς να βελτιωθεί το κράτος και οι υπηρεσίες του, πώς να περάσουμε από την αποκλειστικά επιδοματική στήριξη σε αλλαγή του αναπτυξιακού και επιχειρηματικού μοντέλου, πώς να εντάξουμε και όχι να διχάσουμε, πώς να σταθούμε, ως χώρα και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο νέο, δυσκολότερο και πιο αβέβαιο, κόσμο που γεννιέται μέσα από τις στάχτες της Ουκρανίας. Σε όλα αυτά, τα κόμματα δεν απαντούν, ή δεν απαντούν ικανοποιητικά - και η κοινωνία το διαπιστώνει και το «κρατάει» ενόψει εκλογών.