Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη τροχοδρομήθηκε απ΄ αρχής με χαμηλές ταχύτητες στην κοινωνική αποδοχή. Δεν δημιούργησε την αναμενόμενη έκρηξη ελπίδας, δεν άλλαξε τη ροή των δημοσκοπήσεων, δεν ήλκυσε νέες στρατεύσεις στο κόμμα.
Το ανέβασε μεν κατά 50%, οπότε με την αποκαλυπτική ψυχρότητα των αριθμών δείχνει επιτυχημένος. Όμως δεν ανταποκρίθηκε στο ζητούμενο της ιστορικής συγκυρίας από τον κόσμο της Κεντροαριστεράς, εκείνου του κόσμου που δεν ψηφίζει ήδη Μητσοτάκη. Να αποτελέσει το αντίπαλο δέος της ΝΔ, να επαναφέρει την προμνημιακή κανονικότητα, με τις δυο κυρίαρχες παρατάξεις, που είναι συστημικές μεν, αλλά με διαφορετικό όραμα ανάπτυξης.
Εχασε την ευκαιρία στην αρχή όταν μονοπώλησε καταγγελτικά τη νόμιμη παρακολούθηση από την ΕΥΠ, συναντώντας την λαϊκή αδιαφορία έως και δυσανασχέτηση. Στη συνέχεια προσπάθησε να αρθρώσει κάποιες ορθές προτάσεις. Πέρασαν στη γενική αδιαφορία, ενώ άλλες, όπως για το οικιστικό, αλλά ήταν τόσο υψιπετείς που έμοιαζαν ανάερες ως μη τεκμηριωμένες.
Σταδιακά η αναιμική παρουσία του κόμματος στις δημοσκοπήσεις ενεθάρρυνε τάσεις αμφισβήτησης στο εσωτερικό του και απαξίωσης από όμορες δυνάμεις. Ο Κασσελάκης τον χαρακτήρισε «εκβιαζόμενο» ενώ μέχρι και ο Χαρίτσης του «έβγαλε γλώσσα» και τόλμησε να τον ψέξει επειδή με δηλώσεις του τάχθηκε υπέρ των μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων!
Με αφορμή συνέντευξη Ανδρουλάκη στο «Παρόν» ο αρχηγός της Νέας Αριστεράς δήλωσε «είναι τουλάχιστον αντιφατικό να δηλώνεις ότι στηρίζεις το δημόσιο πανεπιστήμιο και την ίδια στιγμή να ανοίγεις την πόρτα στη διάλυσή του» - ο Χαρίτσης που ζητά τη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ ενώ ο Ανδρουλάκης είναι ευνοϊκώς προσκείμενος σε αυτή!
Φυσικά, η στάση του Ανδρουλάκη στο θέμα των πανεπιστημίων δεν είναι δεδομένη. Κάλλιστα μπορεί να υπαναχωρήσει και να καταψηφίσει, προφασιζόμενος ότι το νομοσχέδιο δεν τηρεί τους ποιοτικούς όρους που θα επέτρεπαν τη θετική του ψήφο.
Σε τέτοια στάση προσανατολίζεται άλλωστε σύμφωνα με πληροφορίες, ώστε και «σύγχρονος σοσιαλδημοκράτης υπέρ των μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων να φανεί», και υπερασπιστής της δημόσιας Παιδείας, και παράλληλα να ικανοποιήσει το παραδοσιακό πασοκικό ακροατήριο, καταψηφίζοντας νομοθέτημα του Μητσοτάκη.
Ενδειξη ότι έχει φθαρεί το ηγετικό του προφίλ στο εσωτερικό του κόμματος δεν είναι τόσο η συμμετοχή του Μανώλη Χριστοδουλάκη στην περιλάλητη συζήτηση «Απέναντι στον Μητσοτάκη, Ποιος;». Ενδειξη είναι ότι ο τελευταίος, που προαλείφει εαυτόν για δελφίνο, απάντησε στην εκπεμπόμενη από τη Χαριλάου Τρικούπη δυσαρέσκεια, λέγοντας ότι δε χρειάζεται άδεια για να πηγαίνει στις εκδηλώσεις!
Θεωρείται δεδομένο ότι θα περιμένει τον Ανδρουλάκη στη γωνία εάν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν θα είναι ικανοποιητικό. Και η ικανοποίηση δεν αφορά τη δεύτερη θέση. Αυτή δε θεωρείται και άθλος απέναντι σε έναν απαξιωμένο ΣΥΡΙΖΑ, με συμπεριφορές που προσιδιάζουν παράσταση δελφινάριου. Το κριτήριο νίκης θα είναι τα ποσοστά, τα οποία θα καταγράφουν ευοίωνες ή δυσοίωνες προοπτικές.
Πέραν του Χριστοδουλάκη, που στο κάτω κάτω υπήρξε και Γραμματέας του κόμματος, επικριτικοί θα είναι και δευτερεύουσας αναγνωρισιμότητας και πολιτικού κεφαλαίου βουλευτές, όπως ο βουλευτής Χαλκιδικής Απόστολος Πανάς. Δήλωσε ότι ποσοστά της τάξης του 14-15% δε θα είναι ικανοποιητικά (δεν έχει άδικο. Όμως η δημόσια έκφραση μιας τέτοιας παραδοχής αποτελεί πολιτική πράξη εν δυνάμει αμφισβήτησης).
Παράλληλα το 1/3 της Κ.Ο. διαφωνεί με τη θετική στάση του κόμματος στον γάμο των ομοφυλοφίλων. Είναι χαρακτηριστικός ο συντηρητισμός ενός κόμματος το οποίο εδώ και 40 χρόνια παραμένει ως σημείο αναφοράς για τη γενναία αναμόρφωση που έκανε στο Οικογενειακό Δίκαιο.
Τμήματα του σημερινού ΠΑΣΟΚ δε βρίσκονται στην κοινωνική πρωτοπορία, και ο αρχηγός αδυνατεί να πείσει ή, έστω, να επιβάλει τη θέλησή του. Ναι, και ο Μητσοτάκης την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, επιτρέπει την - ή μάλλον προτρέπει στην - αποχή, αλλά ουδείς περίμενε ότι η ΝΔ που ψήφισε το δημοψήφισμα του Χριστόδουλου, θα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας για το νομοσχέδιο.
Υποτίθεται ότι τα δύο κόμματα απευθύνονται σε διαφορετικά ακροατήρια, και δεν ανέμενε κανείς από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ να είναι ηχεία συντηρητισμού και κύμβαλα μεσαιωνικών παπάδων.