Σκέψεις για την αντιπολίτευση και τη μεταρρύθμιση στην παιδεία: Μία απάντηση στην καταγγελτική ευκολία

Σκέψεις για την αντιπολίτευση και τη μεταρρύθμιση στην παιδεία: Μία απάντηση στην καταγγελτική ευκολία

Ο βουλευτής και τομεάρχης Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, Στέφανος Παραστατίδης, σε ανάρτηση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανέφερε: 

«Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια. Και κάπως έτσι η πολυθρύλητη «Σορβόνη» με το ένα «ν», που δεν ήταν βέβαια το Πανεπιστήμιο των διεθνών διακρίσεων, δεν έλαβε άδεια λειτουργίας για το ακαδημαϊκό έτος 2025-2026. Το γαλλικό πανεπιστήμιο Paris 13 – Sorbonne Paris Nord, που θα συνεργαζόταν με το Ιnstitution d’ Etudes Francophones έμεινε εκτός και μαζί κατέπεσε το κεντρικό επιχείρημα του πρώην υπουργού Παιδείας Κυριάκου Πιερρακάκη οτι με τον νόμο του ιδρύονται δήθεν μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια διεθνούς φήμης. Η πραγματικότητα είναι πιο ...πεζή καθώς με τον νόμο του βαφτίστηκαν πανεπιστήμια, τα κολλέγια που λειτουργούσαν επι χρόνια στην Ελλάδα. Δεδομένου οτι προ ολίγων μηνών ο τότε αρμόδιος υπουργός χαρακτήριζε το ΠΑΣΟΚ ως «οι αιώνιοι καθηγητές στις κυβιστήσεις», θα είχε ενδιαφέρον η κυβέρνηση να μας εξηγήσει αν τελικά... έρχεται η "Σορβόννη". Υ. Γ. Περισσότερα από εμάς προσεχώς.»
   

Η δήλωση του Στέφανου Παραστατίδη, τομεάρχη Παιδείας ΠΑΣΟΚ, παρά τον οξύ ρητορικό της τόνο, προδίδει μιά προσχηματική ανάγνωση των θεσμικών εξελίξεων και επιχειρεί να στηρίξει μιά γενικευτική απαξίωση των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, στηριζόμενη σε μία απομονωμένη περίπτωση διοικητικής απόρριψης. Ένα τέτοιο επιχείρημα, όσο επικοινωνιακά εύληπτο και αν φαίνεται, δεν αντέχει σε σοβαρή και εμπεριστατωμένη ανάλυση του θεσμικού πλαισίου, των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών εξελίξεων και της ουσίας της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.

Πρώτον, η απόρριψη της συγκεκριμένης πρότασης ακαδημαϊκής συνεργασίας με το Paris 13 - Sorbonne Paris Nord δεν αναιρεί το σύνολο της μεταρρυθμιστικής τομής στον χώρο της ανώτατης παιδείας, ούτε ακυρώνει τον θεσμό των μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Αντιθέτως, αποδεικνύει τη λειτουργία ενός ρυθμιστικού πλαισίου το οποίο, σε αντιδιαστολή με τον ασύδοτο και ανεξέλεγκτο χώρο των "παραρτημάτων" του παρελθόντος, θέτει αυστηρούς κανόνες και κριτήρια ποιότητας.

Η διοικητική απόρριψη δεν αφορά την ιδέα των πανεπιστημίων διεθνούς συνεργασίας αλλά την προφανώς ανεπαρκή τεκμηρίωση ή πλημμελή πληρότητα του φακέλου ενός φορέα. Όπως ακριβώς σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί να απορριφθεί κάποιο αίτημά από την ΑΔΙΠ ή τη ΜΟΔΙΠ χωρίς να συνεπάγεται θεσμική απαξίωση, έτσι και εδώ η απορριπτική απόφαση ενδυναμώνει, δεν υπονομεύει, την αξιοπιστία του μηχανισμού.

Δεύτερον, η δήλωση εμπλέκει τη γλωσσική παραδρομή - "Σορβόνη» με ένα ν",  ως υπαινικτική απόδειξη αναξιοπιστίας, επιχειρώντας να γελοιοποιήσει το εγχείρημα μέσω φτηνών ρητορικών ειρωνείών. Πρόκειται για ένα λογικό σφάλμα ad hominem, δεν κρίνεται το εγχείρημα επί της ουσίας αλλά χλευάζεται με βάση το πώς το αποκάλεσε ένας πολιτικός.

Η χρήση του ονόματος "Σορβόννη" σε συμφραζόμενα συνεργασίας με το Paris 13, το οποίο μετέχει στο πανεπιστημιακό σύμπλεγμα της πρώην Sorbonne Nouvelle, δεν συνιστά εξαπάτηση, αλλά παραπέμπει σε υπαρκτές εκπαιδευτικές δομές και τίτλους.

Τρίτον, σε όλη την Ευρώπη λειτουργούν μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια που απολαμβάνουν υψηλού κύρους και αξιοπιστίας. Η ιδέα της θεσμικής ενσωμάτωσης τέτοιων σχημάτων στην Ελλάδα δεν είναι ούτε "καταχρηστική", ούτε "προσχηματική", αλλά συμβαδίζει με τη δυναμική της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Ζώνης Εκπαίδευσης και Έρευνας (EEAER).

Σύμφωνα με τη μελέτη του European University Association (EUA), "Public Responsibility for Higher Education and Research" (2023), το 25% των ευρωπαϊκών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης δεν είναι κρατικά, χωρίς αυτό να θίγει την ποιότητα ή την ανεξαρτησία τους. Το θεσμικό άνοιγμα της Ελλάδας πρός αυτό το μοντέλο επιδιώκει την ενσωμάτωση στο διεθνές ακαδημαϊκό οικοσύστημα, όχι την υπονόμευση του δημοσίου χαρακτήρα.

Τέταρτον, το σχόλιο για τις "κυβιστήσεις", όσο εύστοχο και αν ήταν κάποτε ως πολιτική σάτιρα, δεν συνιστά σοβαρή κριτική, αλλά ένα ατυχές λεκτικό boomerang, το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που πρώτιστα θέσπισε την ιδιωτική παροχή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών, δεν μπορεί σήμερα να καταγγέλλει μιά προσπάθεια εξορθολογισμού και ακαδημαϊκής ενσωμάτωσης εκείνων των ίδιων δομών. Ο ίδιος χώρος που αγκάλιασε τις εκπαιδευτικές συμπράξεις με ξένα ιδρύματα στη δεκαετία του ’90 και του 2000, δεν νομιμοποιείται να στηλιτεύει τη θεσμοθέτηση όσων de facto ανέχθηκε επί δεκαετίες.

Πέμπτον, το να "χτίζεις στην άμμο" είναι πράγματι επισφαλές. Όμως, είναι ακόμη πιό επισφαλές να οικοδομείς πολιτική επιχειρηματολογία πάνω σε ρητορικές υπερβολές, ειρωνείες και αποσπασματική πληροφόρηση. Η ακαδημαϊκή μεταρρύθμιση του 2024-2025, δεν κρίνεται από ένα μεμονωμένο επεισόδιο, αλλά από τη δυνατότητά της να θεσπίσει κανόνες, να φέρει διεθνή ακαδημαϊκά σχήματα εντός πλαισίου αξιολόγησης και να προστατεύσει την αξιοπιστία τόσο των δημόσιων όσο και των νέων μη κρατικών φορέων.

Η δήλωση του βουλευτή δεν συνιστά τεκμηριωμένη κριτική αλλά αντιπολιτευτική ανακύκλωση στερεοτύπων· και η ευθύνη για την προώθηση ενός σοβαρού και διεθνούς εκπαιδευτικού διαλόγου απαιτεί όχι σκωπτικότητα αλλά ειλικρινή πολιτική και θεσμική συνέπεια.

Αν το ΠΑΣΟΚ επιθυμεί πράγματι να ανακτήσει την πολιτική του αξιοπιστία και να ληφθεί σοβαρά ως φορέας υπεύθυνης αντιπολίτευσης, οφείλει να επενδύσει σε λόγο νηφάλιο, θεσμικά επεξεργασμένο και απαλλαγμένο από την ευκολία της ειρωνικής ατάκας. Οι περιστασιακές εξάρσεις σκωπτικότητας, οι χλευαστικές διατυπώσεις και η προσφυγή σε λαϊκιστικά σχήματα όχι μόνο δεν ενισχύουν την επιχειρηματολογία του κόμματος, αλλά αποκαλύπτουν μιά βαθύτερη αδυναμία, την απουσία σοβαρού πολιτικού λόγου.

Η ανάγκη για στελέχωση με πρόσωπα κύρους, με θεσμική σκέψη και όχι με καλαμπουρτζήδες, είναι όρος πολιτικής επιβίωσης. Διότι ένα κόμμα που εξακολουθεί να ανακυκλώνει τα ανακλαστικά εκείνα που το κατέστησαν ανίκανο να διαμορφώσει σταθερό και σοβαρό αξιακό στίγμα στη σύγχρονη εποχή, δύσκολα θα κατορθώσει να μετασχηματιστεί.

Και εν τέλει, ας το πούμε χωρίς υπεκφυγές, η άρνηση του λαϊκισμού δεν είναι τεχνικό ζήτημα· είναι υπαρξιακή πρόκληση για ένα πολιτικό κόμμα που επί δεκαετίες εδραιώθηκε μέσα από τον εκμαυλισμό της ρητορικής του πλήθους. Ένα κόμμα μπορεί να αλλάξει ηγεσία, πρόσωπα, ακόμη και θέσεις· όμως, αν δεν αλλάξει εκείνα τα εσωτερικά αντανακλαστικά που συνδέουν την πολιτική με το εύκολο, το ευχάριστο, το φτηνά καταγγελτικό, τότε κάθε απόπειρα ανασύνταξης θα παραμένει επιφανειακή. Γίνεται όμως ν' αλλάξει DNA; 


*Η Μαίρη Αποστολίδη είναι νομικός.