Το «ντιμπέιτ» με Μητσοτάκη δείχνει ότι ξέχασε πώς κυβέρνησε
Eurokinissi
Eurokinissi
Αλέξης Τσίπρας

Το «ντιμπέιτ» με Μητσοτάκη δείχνει ότι ξέχασε πώς κυβέρνησε

Μια από τις πρωτιές της επικείμενης κάλπης είναι ότι θα μονομαχήσουν μετά από αρκετά χρόνια δύο πολιτικοί αρχηγοί, με πρωθυπουργική θητεία. Η κληρονομιά του προκατόχου Αλέξη Τσίπρα και κυρίως τα πεπραγμένα της διακυβέρνησής του, διευκολύνουν την προεκλογική στρατηγική της σύγκρισης με την οποία ο διάδοχος Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποφασίσει να πορευτεί έως τις εκλογές της ερχόμενης άνοιξης.

Σε αυτό το κοντράστ φαίνεται πως η παρακαταθήκη των αυταπατών και της φρενήρους στοχοποίησης της μεσαίας τάξης έναντι της επιβεβαίωσης της συμφωνίας αλήθειας με την υλοποίηση και την επέκταση των προεκλογικών δεσμεύσεων, υποσκελίζει τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ στην αξιολόγηση με τον πρωθυπουργό.

Αυτό το έλλειμμα αξιοπιστίας αποτελεί έναν από τους προεκλογικούς βραχνάδες του κ. Τσίπρα, για την αποκατάσταση του οποίου μετέρχεται επικοινωνιακά τεχνάσματα όπως τα περί της πίστης του: «Στην κυβέρνηση της προοδευτικής συνεργασίας, που θα είναι κυβέρνηση νικητών το βράδυ των εκλογών».

Το ανοιχτό προσκλητήριο για την κυβέρνηση των ηττημένων στο οποίο η Κουμουνδούρου επένδυσε επί μήνες, για να πατήσει πάνω στα «χαλάσματα» της αστάθειας που η «νάρκη» της απλής αναλογικής θα άφηνε, έχει μετατραπεί σε ένα σενάριο που ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ το απορρίπτει μετά βδελυγμίας.

Ο κ. Τσίπρας όμως δεν γίνεται πιστευτός κατά τον πρωθυπουργό, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να ανασύρει από το συλλογικό υποσυνείδητο ένα από τεκμήρια αυτής της κρίσης: «Το 2012, είχε πει ότι θα έκανε κυβέρνηση ηττημένων. Και θέλω να γνωρίζουν οι πολίτες ότι η αναφορά την οποία είχα κάνει στην πολιτική τερατογένεση -ίσως το θυμάστε, την είχα κάνει στη ΔΕΘ το 2022- ισχύει.

Αριθμητικά θα μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση από το δεύτερο, τρίτο και το τέταρτο κόμμα. Είναι ένα ενδεχόμενο. Πιστεύω τον κ. Τσίπρα όταν λέει ότι δεν θα το διερευνήσει; Δεν τον πιστεύω».

Ο κ. Τσίπρας που δεν δέχτηκε την πρόκληση του πρωθυπουργού να κοστολογήσει μια – προς μια τις παροχές από το «λεφτόδεντρο» της Θεσσαλονίκης, με την αδιανότητη αποστροφή «αυτή τη δουλειά θα κάνουμε;», υποστήριξε ότι «είμαστε δεδομένων των συνθηκών πάρα πολύ φειδωλοί και καθόλου σπάταλοι σε αυτά που προτείνουμε».

Η αλήθεια των αριθμών όμως, κατά την κυβέρνηση, ανεβάζει τον λογαριασμό στα 45 δισ.: «Αυτοί που σας τάζουν σήμερα λαγούς με πετραχήλια το κάνουν εκ του ασφαλούς. Γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι αποκλείεται να εκλεγούν, άρα δεν τους στοιχίζει και τίποτα να τάζουν τα πάντα στους πάντες».  

Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όμως πρόδωσε τον τρόπο χρηματοδότησης για την εφαρμογή του προγράμματος «Θεσσαλονίκη ΙΙ» λέγοντας ότι η νέα κυβέρνηση του θα αναζητήσει τους πόρους από την αύξηση των εσόδων. Μια επαναφορά δηλαδή της συνταγής της «πρώτης φοράς», καθώς όπως υπέδειξε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννη Οικονόμου, τα αυξημένα έσοδα ισοδυναμούν με επιπλέον φορολογία.

«Πιο πολλά και από αυτά που έλεγε το ‘15. Για να βάλει μετά καμιά τριανταριά φόρους και να κόψει 17 φορές μισθούς και συντάξεις και να κλαίγεται τώρα για τον νόμο Κατρούγκαλου, τον οποίο ο ίδιος ψήφισε», όπως υπογράμμισε δηκτικά, στην ομιλία του από την Κοζάνη, ο πρωθυπουργός.

Τη φόρα του Αλέξη Τσίπρα θέλησε να ενισχύσει προκαταβολικά η εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Πόπη Τσαπανίδου, η οποία κριτικάροντας τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για το εφάπαξ βοήθημα στους συνταξιούχους που δεν πήραν αύξηση, λόγω της προσωπικής διαφοράς, υποστήριξε ότι: «ο κ. Μητσοτάκης αποφάσισε, μόλις σήμερα παραμονές εκλογών, να τάξει στους πολίτες επιδόματα-μπαλώματα.». Τη συριζαϊική αγωνία. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πήρε τη σκυτάλη για να δηλώσει στον Alpha: «καμία κυβέρνηση δεν σώθηκε από εφάπαξ παροχές», προσδίδοντας παλαιοκομματική λογική στην παρέμβαση της κυβέρνησης.

Ο κ. Τσίπρας όμως προσπέρασε, με περισσή ευκολία, και σε αυτήν την περίπτωση ότι η αναγκαιότητα για το συγκεκριμένο μέτρο, εγέρθηκε από την ανισότητα που προκάλεσε ένας νόμος της αλήστου μνήμης διακυβέρνησης του. Ο γνωστός και ως νόμος Κατρούγκαλου, που θέσπισε την προσωπική διαφορά, εισάγοντας τη στρέβλωση που κλήθηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να διορθώσει.

«Από τους συνταξιούχους, οι οποίοι -θέλω να θυμίσω- έχουν και μνήμη και κρίση. Θυμούνται ποιος πετσόκοψε τις συντάξεις τους, θυμούνται ποιος ψήφισε το νόμο Κατρούγκαλου, θυμούνται πολύ καλά πως έκλαιγαν έξω από τα ΑΤΜ το 2015, όταν έκλεισαν οι τράπεζες» υπενθύμισε ο κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξη τύπου από την Κοζάνη. Πρόσθεσε μάλιστα: «Νομίζω ότι πιστώνουν σε αυτή την Κυβέρνηση ότι προσπαθεί να κάνει το καλύτερο στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων που διαθέτουμε».

Η δε ευχή Τσίπρα, για τη διεξαγωγή γόνιμου πολιτικού διαλόγου ανανεώνει αλλάζει επίπεδο στην πολιτική υποκρισία μαζί με την αποστροφή ότι: «Η τοξικότητα υπάρχει όταν δεν διασταυρώνονται οι απόψεις και τα επιχειρήματα». Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ όμως, όπως υπενθύμισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αυτός που: «Αναλώνει όλο του το χρόνο να μας λέει πόσο «αντιδημοκρατικοί» και «κακοί» είμαστε, να παρουσιάζει το άσπρο-μαύρο, να παρουσιάζει μια εικόνα μιας χώρας η οποία είναι σε απόλυτη καταστροφή, σε πλήρη αναντιστοιχία με αυτό το οποίο βιώνουν οι πολίτες».

Ο στόχος του κατά τον πρωθυπουργό είναι προφανής: «Γιατί με το ζόρι προσπαθεί να συσπειρώσει το κοινό του μπας και προσεγγίσει το ποσοστό το οποίο πήρε στις εκλογές του ’19. Γι’ αυτό το κάνει, όχι γιατί έχει πραγματική φιλοδοξία να κερδίσει τις εκλογές και να περάσει τη Νέα Δημοκρατία εκλογικά».