Μια διαφορετική, πιο προσωπική συνέντευξη παραχώρησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης την Παρασκευή (23/05) στα parapolitika.gr.
Ο υφυπουργός παρα τω πρωθυπουργώ αναφέρθηκε μεν στην πολιτική επικαιρότητα την οποία χαρακτήρισε «πιο ήσυχη» από αυτήν που επικρατούσε το προηγούμενο διάστημα, καθώς και στον ρόλο του κυβερνητικού εκπροσώπου και κατά πόσο τον έχει δυσκολέψει, ωστόσο στη συνέχεια η συνέντευξη απέκτησε και μια πιο προσωπική χροιά. Συγκεκριμένα, μίλησε, μεταξύ άλλων, για τα παιδικά και φοιτητικά του χρόνια, τη γνωριμία με τη γυναίκα του και τη σχέση που έχει μαζί της, αλλά και για το πώς τον άλλαξε η γέννηση του παιδιού του, του οποίου η πρώτη λέξη ήταν «μπαμπάς».
Αναλυτικά ολόκληρη η συνέντευξη:
Για την επικαιρότητα σχολίασε: «Είναι πιο ήσυχη αυτή η περίοδος από την προηγούμενη. Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Οι προηγούμενοι μήνες ήταν πιο έντονοι. Η τοξικότητα από την αντιπολίτευση, λίγο όλο αυτό το κλίμα το οποίο είχε δημιουργηθεί, λίγο η ανάγκη να δώσουμε απαντήσεις στα πολύ λογικά ερωτήματα των πολιτών. Τώρα είμαστε σε μία φάση, όπου προσπαθούμε να ξεδιπλώσουμε ξανά μια σειρά από σημαντικά έργα τα οποία θέλουμε να προχωρήσουμε και προφανώς και για το σιδηρόδρομο, να δοθούν απαντήσεις και για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών από τη Δικαιοσύνη και βέβαια να προχωρήσουμε και το υπόλοιπο πρόγραμμά μας. Έχουμε μπροστά μας δύο χρόνια. Πάντοτε όμως και αυτός ο ρόλος και συνολικά ο ρόλος της κυβέρνησης είναι μια πολύ σύνθετη άσκηση και κάθε μέρα είναι διαφορετική».
Για τον αν τον έχει δυσκολέψει ο ρόλος του Κυβερνητικού Εκπροσώπου απάντησε: «Θα σας πω το τετριμμένο ότι είναι μια ''ηλεκτρική καρέκλα''. Αν και θεωρώ ότι κάποιες φορές αυτό είναι υπερβολικό, γιατί είναι μια θέση, η οποία δεν έχει ώρες, δεν έχει ημέρες, δεν έχει αργίες. Και επειδή στη ζωή όλα είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις, όσο τιμητικό είναι σε αυτή την ηλικία να είμαι κοντά στον Πρωθυπουργό, στον Κυριάκο Μητσοτάκη και να εκπροσωπώ μια Κυβέρνηση, τόσο μεγάλη είναι και η ευθύνη και δεν μπορεί να τα έχουμε όλα όπως τα θέλουμε. Άρα σίγουρα είναι κάτι διαφορετικό. Είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση. Έχει πολλές δυσκολίες, αλλά έχει και στιγμές, που όταν η δουλειά γίνεται σωστά, με ευπρέπεια και με επιχειρήματα νιώθεις ότι δικαιώνεσαι για αυτό που κάνεις».
Για το αν έχει στριμωχτεί ποτέ στο briefing επεσήμανε: «Είναι πάρα πολύ δύσκολο και όποιος έχει τύχει να το δει όλο πλέον και τα δικά μου μπρίφινγκ, ίσως και λόγω της επικαιρότητας κρατάνε και πάνω από μια ώρα. Έχουν κρατήσει και μιάμιση ώρα, κάποια πάρα κάτι. Έχω δεχτεί και 30 και 35 ερωτήσεις. Προφανώς και υπάρχει πολύ μεγάλη δυσκολία. Το πρώτο πράγμα το οποίο πρέπει να έχεις στο μυαλό σου είναι να παραδέχεσαι ότι κάποια πράγματα πρέπει να τα ρωτήσεις από τα αρμόδια υπουργεία για να επανέλθεις. Δεν θέλει ο κόσμος παντογνώστες. Δεν είμαστε παντογνώστες και όσοι παριστάνουν τους παντογνώστες, μάλλον κοροϊδεύουν τους πολίτες. Το δεύτερο είναι ότι υπάρχουν ζητήματα πάρα πολύ δύσκολα, στα οποία έχεις το καθήκον να απαντήσεις εκ του ρόλου σου, όπως είναι θέματα αποκατάστασης φυσικών καταστροφών, πάρα πολύ δύσκολες στιγμές, όπως όταν για παράδειγμα έκλεισαν τα γήπεδα μετά από τη δολοφονία του αστυνομικού. Όλες οι ερωτήσεις που έχουν να κάνουν με τα Τέμπη ή με κάτι το οποίο είναι τραγικό ως γεγονός. Εκεί οφείλει μία κυβέρνηση να απαντήσει και πρέπει πάντοτε να είσαι στο μέτρο και στον τρόπο που απαντάς, χωρίς να κουνάς το δάχτυλο. Χωρίς αλαζονεία. Άρα, ναι, είναι δύσκολο. Υπάρχουν δύσκολες ερωτήσεις, πολύ πιο δύσκολες ερωτήσεις και πάντοτε οι ειλικρινείς απαντήσεις είναι η λύση. Η αλήθεια σώζει».
Σε σχέση με την προετοιμασία που κάνει για τα briefing και το διάβασμα που απαιτείται σημείωσε: «Γενικά, αυτό που μου έχει μάθει αυτή η εμπειρία αυτών των περίπου δύο ετών, από αυτή τη θέση, είναι ότι δεν είναι μια θέση που θέλει να κάτσεις μια συγκεκριμένη ώρα να διαβάσεις μόνο, πρέπει ό, τι έρχεται στο κινητό σου από είδηση να την κοιτάς, ό, τι σε προβληματίζει κατευθείαν να παίρνεις, να ρωτάς. Είναι ένας συνδυασμός, λοιπόν, πολλαπλού διαβάσματος ιστοσελίδων, ενημερωτικών σημειώσεων, παρακολούθησης συνεντεύξεων και πάρα πολύ καλής επικοινωνίας με τα κυβερνητικά στελέχη. Και δόξα τω Θεώ, όταν υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο χρειάζεται έναν ιδιαίτερο χειρισμό, όλο και παραπάνω πληροφόρηση, να τσεκάρεις αυτό το οποίο σου λένε διάφοροι, από δύο και από τρεις πλευρές, υπάρχει καλή επικοινωνία. Σίγουρα το «war room», όπως το λένε, δηλαδή η ώρα η οποία υπάρχει μεγάλη ένταση, είναι την ημέρα της ενημέρωσης πολιτικών συντακτών, μετά την πρωινή σύσκεψη στο Μαξίμου, μέχρι να ξεκινήσει δηλαδή 9:30 – 12:15, είναι η ώρα που αν έρθει κάποιος και δει θα καταλάβει ότι γίνεται ένας χαμός και αναλόγως και την ημέρα»
Για την ενασχόλησή του με την πολιτική δήλωσε: «Όλα ξεκίνησαν στο πανεπιστήμιο, αλλά στο πανεπιστήμιο δεν μπορεί κανείς να πει ότι ένας ο οποίος ασχολείται παράλληλα με τις σπουδές του είναι πολιτικός. Προφανώς είναι κάτι το οποίο μου άρεσε, γιατί με τράβηξε ως φοιτητή. Ασχολήθηκα με το φοιτητικό συνδικαλισμό, αλλά με πολύ άλλους όρους από αυτούς που μπορεί να νομίζει ο κόσμος. Δηλαδή παράλληλα με τις σπουδές, χωρίς πολύ μεγάλη τοξικότητα μεταξύ των παρατάξεων. Να φανταστείτε ότι το 2009 που εγώ ήμουν στο τελευταίο έτος της σχολής μου, είχαμε πάρει μια απόφαση ως σύλλογος φοιτητών της Νομικής να καταργήσουμε την αφισοκόλληση. Πάρα πολλά χρόνια πίσω. Κάτι το οποίο θα έπρεπε να είχε γίνει παντού. Μετά το πτυχίο μου, ξεκίνησα να δουλεύω σε δικηγορικά γραφεία. Είχα μια παράλληλη ενασχόληση με τη νεολαία. Νομίζω ότι η μεγάλη αλλαγή είναι όταν ως πρόεδρο της νεολαίας με εμπιστεύτηκε ο πρωθυπουργός να με προτείνει για Γραμματέα του κόμματος, μια πολύ τιμητική πρόταση. Εξελέγην παμψηφεί από την Πολιτική Επιτροπή και εκεί πραγματικά έπρεπε και εγώ να καταλάβω ότι έχει αλλάξει εντελώς η άσκηση είναι πιο σύνθετη για μένα. Το ένα έφερε το άλλο. Άρα οι λόγοι είναι τρεις. Η εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη, η προσωπική και συλλογική δουλειά, γιατί ήταν μια δουλειά συνόλου και στη νεολαία και στο κόμμα. Και σίγουρα η τύχη. Χρειάζεται τύχη σε όλα στη ζωή και ειδικά στην πολιτική».
Αναφέρθηκε ακόμη στον πολιτικό από τον παρελθόν, ο οποίος αποτέλεσε για τον ίδιο πηγή έμπνευσης: «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Χωρίς δεύτερη συζήτηση. Γιατί στη χώρα, ειδικά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, που με τα καλά της, κυρίαρχη «ιδεολογία» για πάρα πολλά χρόνια ήταν ο λαϊκισμός, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στα πολύ έντονα, τοξικά χρόνια του «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά» πήγε κόντρα στο ρεύμα. Αυτό το παράδειγμα, με έναν άλλο τρόπο, πιο σύγχρονο τρόπο προσπαθεί να ακολουθήσει προσαρμοσμένος και στην παγκόσμια πραγματικότητα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον δικό του τρόπο. Είναι ένας σύγχρονος Ευρωπαίος πολιτικός, αλλά αν σκεφτεί κανείς τι έλεγε, τι προσπάθησε να κάνει και τι πέτυχε σε κάποιες περιπτώσεις σε εκείνα τα χρόνια, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για μένα είναι το απόλυτο παράδειγμα πολιτικού στη μεταπολιτευτική τουλάχιστον Ελλάδα».
Για τα παιδικά του χρόνια και τις αναμνήσεις που έχει μεγαλώνοντας στην Πάτρα: «Ήμουν τυχερό παιδί. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πάτρα. Ο προπάππους μου ήρθε στην Πάτρα από τη Μάνη. Η προγιαγιά μου Σμυρνιά. Μια μεσαία οικογένεια στην Πάτρα. Πηγή έμπνευσης, το κατάλαβα μετά από πολλά χρόνια και σίγουρα μετά το θάνατό του ήταν ο παππούς μου, δικηγόρος. Πήγα σε δημόσιο σχολείο και θεωρώ ότι ήταν ήσυχα, κανονικά, παιδικά χρόνια σε μια πόλη την οποία την αγαπώ. Έχω φύγει, βέβαια, από αυτήν από το 2005 που πήγα στη Νομική στην Κομοτηνή, αλλά ακόμα είμαι πολύ δεμένος και με φίλους από το σχολείο και βέβαια με τους δικούς μου ανθρώπους».
Για την αδυναμία του στη μητέρα του είπε: «Νομίζω, ως παιδάκι, όπως όλα τα αγόρια, ήμουν πιο κοντά στη μαμά μου. Σίγουρα όμως έτσι είναι με τα αγόρια. Ελπίζω να γίνει και με τον γιο μου, γιατί έχει ξεκάθαρη αδυναμία στη μαμά του, τώρα είναι και πολύ μικρός. Όσο μεγαλώνουν και τα αγόρια έρχονται και πιο κοντά, στους μπαμπάδες βλέπουμε μαζί αγώνες, όσο μεγαλώνουμε, πηγαίνουμε στο γήπεδο, αλλά μπορώ να πω ότι γενικότερα η ζωή μου όλη και ίσως αυτό είναι και καλό και κακό, δεν είχε ανατροπές ως παιδάκι. Ήμουν ένα ήσυχο παιδάκι, εντελώς διαφορετικό με αυτό το οποίο είδα τον εαυτό μου να γίνεται, ως φοιτητής. Είχα πολύ λιγότερους φίλους. Ως μαθητής είχα 4 - 5 φίλους το πολύ. Πολύ καλές σχέσεις με τους υπόλοιπους συμμαθητές. Δεν ήμουν ιδιαίτερα εξωστρεφής. Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο και έζησα μόνος μου, σε μία άλλη πόλη, τότε γνώρισα έναν άλλο Παύλο, πολύ πιο κοινωνικό, πολύ πιο δραστήριο. Και ίσως αυτό είναι και κάτι το οποίο το λέω σε κάποια παιδιά μικρότερα, φίλων, που μπορεί να στεναχωριούνται, που μπορεί να έχουν περάσει σε μια άλλη πόλη και θα φύγουν από το σπίτι τους, ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής τους, να γνωρίσουν τον εαυτό τους».
Μίλησε ακόμη, για τα φοιτητικά του χρόνια: «Εκεί γνώρισα τον εαυτό μου ή για να το πω πιο σωστά, μια πολύ σημαντική πτυχή του εαυτού μου. Έμαθα να μένω μόνος μου. Έμαθα να κατανέμω το χρόνο μόνος μου. Γνώρισα και εκεί πολύ καλούς μου φίλους, κουμπάρους μου. Γνώρισα τη γυναίκα της ζωής μου, είδα τα όριά μου και έζησα καταστάσεις σε μια πόλη πάρα πολύ φιλική, σε έναν φοιτητή, χωρίς ακραία φαινόμενα, χωρίς ιδιαίτερη, θα πω ελάχιστη εγκληματικότητα, σε πολύ καλά χρόνια. Ήταν από τα πιο ωραία, θεωρώ, ίσως τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου. Κάθε πράγμα στον καιρό του βέβαια, δεν θα μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, αλλά ναι, τα χρόνια της Νομικής στην Κομοτηνή ήταν για μένα μαγικά χρόνια».
Για την γνωριμία του με τη γυναίκα του: «Τη γυναίκα μου τη γνώρισα, την Κατερίνα… Την είχα γνωρίσει ως πρωτοετή φοιτήτρια, αλλά είμαστε μαζί από το 3ο έτος, το δικό μου, των σπουδών. Είμαστε μαζί, δηλαδή 18 χρόνια…Προφανώς όσο περνάνε τα χρόνια προσαρμόζονται και τα συναισθήματα γίνονται πολύ πιο έντονα, σίγουρα πολύ πιο δυνατά. Η ανθεκτικότητα που αποκτάς από τις καταστάσεις που ζεις, η υπομονή που κάνει ο ένας για τον άλλον. Οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι η πιο δύσκολη άσκηση. Χρειάζονται υποχωρήσεις. Δεν υπάρχουν τέλειοι άνθρωποι. Αλλά ένα πράγμα που σίγουρα ξέρω για τη γυναίκα μου και το οποίο το έχω διαπιστώσει στα εύκολα, αλλά κυρίως στα δύσκολα, είναι ότι είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που αυτή τη στιγμή μπορεί να προτιμήσει να μπει μπροστά για μένα ακόμα που λέει ο λόγος, υπερβολικά και για μια «σφαίρα». Και σίγουρα όταν ήρθε το παιδί μας, ο γιος μας, τότε αυτή η σχέση πέρασε σε μια άλλη πίστα. Δηλαδή επειδή είμαστε ένα ζευγάρι που δεν έχει κάτι δεδομένο και λυμένο και δεν γκρινιάζω, δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά. Υπάρχουν άνθρωποι που περνάνε πολύ πιο δύσκολα από εμάς και χρειάζεται να κάνουν δύο και τρεις δουλειές για να ζήσουν. Είμαστε όμως μια μεσαία οικογένεια και προερχόμαστε και από δύο από μεσαίες οικογένειες, που δεν ήταν τίποτα δεδομένο για εμάς. Και επειδή η γυναίκα μου είναι μια δυναμική γυναίκα, που δουλεύει και αυτή όπως και εγώ από 22 ετών, έκανε πολύ μεγάλη υποχώρηση, άφησε πίσω ουσιαστικά αυτά που έκανε για παραπάνω από έναν χρόνο και αφιέρωσε όλο της το είναι στο γιο μας. Προσπάθησα και εγώ να το κάνω όσο μπόρεσα παραπάνω, αλλά μην λέμε ψέματα. Το μεγαλύτερο βάρος το επωμίστηκε η ίδια. Ναι. Είναι η μεγαλύτερη χαρά της ζωής μας. Όσο τον βλέπουμε να μεγαλώνει παίρνουμε και εμείς τις πιο ωραίες εικόνες. Αλλά όποιος λέει ότι το μεγάλωμα ενός παιδιού είναι μόνο ευχάριστες στιγμές, δεν λέει την αλήθεια. Είναι και δύσκολες στιγμές. Βέβαια γλυκιά κούραση, αλλά ειδικά μια μαμά και κάποιες μαμάδες που το μεγαλώνουν και μόνες τους στο παιδί είναι νομίζω οι μεγαλύτερες ηρωίδες που μπορεί κανείς να φανταστεί σε αυτό τον κόσμο».
Ο Π. Μαρινάκης μίλησε για τη σχέση του με τη σύζυγό του: «Ένα κανονικό ζευγάρι. Μια κανονική ανθρώπινη σχέση, ένα παιδάκι. Όλα, τα πάντα στη ζωή έχουν διακυμάνσεις. Σημασία έχει να ξέρεις ότι στο τέλος της ημέρας όλη σου η ζωή είναι αφιερωμένη εκεί... (σ.σ.)Σε ένα καυγά κάνουμε πίσω, «αναλόγως την περίπτωση. Στη μεγάλη εικόνα, κάνει πίσω η γυναίκα μου. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί αυτό το οποίο κάνει ένας πολιτικός, που παράλληλα με την πολιτική μου ενασχόληση, ζω από τη δουλειά μου, άρα πρέπει να έχω το μυαλό μου και στο γραφείο μου και στους συνεργάτες μου, με την έννοια του χρόνου, του τηλεφώνου, γιατί είναι υποχρεώσεις αυτά, δεν είναι ένας «κανονικός» άνθρωπος, άρα το γεγονός ότι όλο αυτό μια γυναίκα το δέχεται, το στηρίζει κι ένας άνθρωπος, η γυναίκα μου είναι ένας άνθρωπος που αν δεν ήταν δική μου γυναίκα απλά θα ψήφιζε. Είναι ενσυνείδητη, πολιτικοποιημένη, αλλά δεν είχε κάποιο σχέδιο να «ασχοληθεί» με την πολιτική. Άρα στη μεγάλη εικόνα οι γυναίκες των πολιτικών ή οι άντρες γυναικών πολιτικών αντίστοιχα, στη μεγάλη εικόνα, εκείνες και εκείνοι υποχωρούν. Άρα, όταν κάποιος βλέπεις ότι υποχωρεί στη ζωή του, οφείλεις εσύ να κάνεις πολλές και σημαντικές μικρές υποχωρήσεις για να υπάρχει ισορροπία».
Για τις δουλειές του σπιτιού: «Βοηθάω όσο μπορώ. Κοιτάω τουλάχιστον κάποια πράγματα που μπορώ να κάνω, να τα κάνω. Για παράδειγμα, όταν είμαι στο σπίτι θα κάνω εγώ το μικρό μπάνιο, πάντοτε υπό την υψηλή εποπτεία της Κατερίνας. Θα κοιτάξω να τον βάλω για ύπνο ή τα Σαββατοκύριακα, αν δεν έχω κάποια υποχρέωση συνέντευξης πρωινή, θα τον πάρω εγώ το πρωί γιατί μου αρέσει κιόλας. Δηλαδή κυρίως ό,τι έχει να κάνει με το παιδί, αλλά το 90% των δουλειών στο σπίτι δεν τις κάνω εγώ, τις κάνει η γυναίκα μου.
…Στο μαγείρεμα δεν με αφήνει. Είναι το απωθημένο μου. Τρελαίνομαι για την μαγειρική. Βέβαια το τρελαίνομαι, το έχω εγώ στο μυαλό μου. Βλέπω όταν είμαι σπίτι ή αν δεν δω πολιτικές εκπομπές, θα δω ή εκπομπές μαγειρικής ή εκπομπές με ταξίδια και μαγειρική. Αυτό είναι το αγαπημένο μου στην τηλεόραση, εκτός των συζητήσεων που πρέπει να παρακολουθώ για το τι συμβαίνει, αλλά στο τέλος της ημέρας θα μαγειρέψει η γυναίκα μου ή θα επιλέξω τι θα παραγγείλουμε, γιατί και αυτό είναι από τις αγαπημένες μου ασχολίες, στις διάφορες εφαρμογές να ψάχνω με βάση τη βαθμολογία. την απόσταση.
Για το πώς τον επηρέασε ο ερχομός του παιδιού του: «Με έκανε να έχω άλλα άγχη. Με άλλαξε. Δηλαδή μπορεί να αγχωθώ για μια πτήση στο αεροπλάνο περισσότερο, που δεν φοβόμουν ποτέ τα αεροπλάνα. Ούτε τώρα φοβάμαι τόσο πολύ, αλλά έχω περισσότερο άγχος να γυρίσω στο σπίτι μου. Κάθε έξι μήνες για κάποια ζητήματα υγείας που έχω μιλήσει, πρέπει να παρακολουθούμαι. Αν είχα μια φορά άγχος για τα αποτέλεσμα, τώρα έχω εκατό. Γιατί το άγχος μου είναι να δω το παιδί μου να μεγαλώνει, όπως και κάθε γονιός. Αλλάζουν οι φοβίες σου και παράλληλα πράγματα που είχες ως φοβίες, τα σκέφτεσαι και γελάς».
Αποκάλυψε, επίσης, πως η πρώτη λέξη που είπε ο γιος του ήταν μπαμπάς. «Το παιδί είπε πρώτα μπαμπά. Να είναι η μαμά το 80-90% του χρόνου και να λέει μπαμπά… Η μαμά δεν το παρεξηγεί γιατί βλέπει την υπόλοιπη συμπεριφορά και σε ποιον έχει αδυναμία. Σ’ εκείνη δηλαδή και όχι, δεν με πειράζει καθόλου. Το βλέπω και το χαίρομαι» είπε χαρακτηριστικά προσθέτοντας, πως έχει αλλάξει πολλές φορές πάνα και πως ανυπομονεί για την ημέρα που θα πάει με τον γιο του στο γήπεδο.
«Είναι ένα από τα μεγαλύτερα όνειρα που έχω. Κάποτε, όταν είσαι μικρός έχεις πάρα πολλά όνειρα. Όταν μεγαλώνεις τα όνειρα σου αλλάζουν. Ένα από τα μεγαλύτερα μου όνειρα είναι να πάω με τον γιο μου στο γήπεδο και να πηγαίνω όσο πιο συχνά μπορώ».
Ακόμη αναφέρθηκε στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του: «Νομίζω η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου ήταν όταν ένα πολύ κοντινό σε μας πρόσωπο, ο μπαμπάς της γυναίκας μου, που είχα κι εγώ μαζί του μια πολύ καλή σχέση, έφυγε και έφυγε δύσκολα και άσχημα και ήμασταν μια μεγάλη χρονική περίοδο, μπαίναμε και βγαίναμε από τα νοσοκομεία. Γενικά νομίζω ότι η πιο δύσκολη περίοδος για έναν άνθρωπο, για μία οικογένεια, είναι όταν ένα πολύ αγαπημένο του πρόσωπο φεύγει και μάλιστα φεύγει και ταλαιπωρείται. Και εκεί καταλαβαίνεις ότι τα υπόλοιπα δεν είναι τελικά τόσο σημαντικά».
Απάντησε, με αφοπλιστική ειλικρίνεια στο ερώτημα μάχιμη δικηγορία ή πολιτική; «Μάχιμη δικηγορία. Δεν θέλω να λέω ψέματα. Είναι μια -ας πούμε- πετριά η πολιτική, είναι ένα μικρόβιο και η πολιτική, αν την κάνεις με αξιοπρέπεια και δεν είσαι ανεπάγγελτος και είσαι ο εαυτός σου και αξιοπρεπής, σε αυτό που κάνεις, σε βοηθάει και στη δουλειά σου. Όμως, τι σημαίνει καλός πολιτικός; Αξιοπρεπής, δομημένος, σοβαρός. Όχι σοβαροφανής. Αν είναι δικηγόρος, μηχανικός, οτιδήποτε δηλαδή έχει ένα επάγγελμα και τον μάθει ο κόσμος για κάποια στοιχεία που έχει, τον βοηθάει και στην μετέπειτα δουλειά του. Άρα θεωρώ ότι η πολιτική, όσο την ασκώ με έναν σωστό τρόπο και αξιοπρεπή, θα με βοηθήσει και στη δουλειά μου».
Ξεκαθάρισε, ωστόσο, πως δεν θα ήταν χαρούμενος αν τελείωνε η πολιτική του καριέρα: «Δεν θα σας πω ότι θα είμαι χαρούμενος, γιατί θέλω να πετύχω πολλά πράγματα, αλλά δεν είναι το τέλος για μένα. Θα είναι μια νέα αρχή για αυτή τη στιγμή, έχω πατήσει ένα pause στη δικηγορία. Λειτουργεί το γραφείο μου από τους συνεργάτες μου. Εγώ είμαι σε αναστολή. Έχω μια εξ’ αποστάσεως επικοινωνία και σχέση με το γραφείο και είναι εκεί και με περιμένει. Και είναι για μένα η μεγαλύτερη ανακούφιση το γεγονός ότι δεν είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος περιμένει να ζήσει από την πολιτική. Ξεκίνησα να δουλεύω από 22 ετών. Το πρώτο μου δικαστήριο το έκανα πέντε μέρες αφού ορκίστηκα δικηγόρος. Έχω κάνει δεκάδες, για να μην πω εκατοντάδες παραστάσεις και με άλλους εμπειρότερους, όχι μόνο μόνος μου στα δικαστήρια και είναι κάτι που δεν είναι για να πανηγυρίζω. Θεωρώ ότι η πολιτική πρέπει να γεμίσει από ανθρώπους με ένσημα, σε όλα τα κόμματα. Άρα άγχος δεν έχω, αλλά να σας πω και κάτι... Δεν υπάρχει τίποτα πιο εφήμερο από την πολιτική. Όποιος νομίζει ότι είναι για πάντα σε μία θέση είναι βαθιά γελασμένος».
Αποκάλυψε και κάποιες άλλες πτυχές του χαρακτήρα του: «Νομίζω ότι είμαι παράλληλα και υπομονετικός και επίμονος. Όλοι οι άνθρωποι έχουν πολλές πτυχές. Θεωρώ ότι το μεγαλύτερο μου καλό είναι ότι είμαι ένας άνθρωπος γενναιόδωρος, δηλαδή μπορώ να «πεθάνω» για τους φίλους μου, αλλά ταυτόχρονα θεωρώ ότι αν κάποιος με αδικήσει, με πειράξει ενώ δεν τον έχω πειράξει. Εκνευρίζομαι πάρα πολύ». Είπε πως προτιμάει τη θάλασσα και παρότι από μικρό παιδί του άρεσε ο χειμώνας, ότι όσο μεγαλώνει αρχίζει και εκτιμά παραπάνω το καλοκαίρι, αρκεί να μην έχει πάρα πολύ δουλειά, ότι του αρέσουν οι ταινίες κατασκοπευτικό τύπου, π.χ. Homeland και Fauda, δικαστικά θρίλερ κ.λπ.
Όσον αφορά στους τρόπους διασκέδασης είπε χαρακτηριστικά «εκεί που δίνω τα ρέστα μου είναι στην ταβέρνα» και ότι η αγαπημένη του διασκέδαση περιλαμβάνει πάντα φαγητό, ενώ, παράλληλα, εξήγησε γιατί δεν πηγαίνει στα μπουζούκια: «Να πω την αλήθεια ήμουν του μπουζουκιού για αρκετά χρόνια, 3 - 4 φορές το χρόνο πήγαινα, αλλά επειδή, δυστυχώς, υπάρχει και αυτή η ανάγκη να προστατευτείς και να προστατεύεις και το σύνολο που ανήκεις και επειδή δεν θέλω να δίνω δικαιώματα, δεν πηγαίνω πλέον, ενώ θα ήθελα. Το παραδέχομαι, δεν είναι καμιά φοβερή υποχώρηση να μην πας στα μπουζούκια. Γιατί η αλήθεια είναι ότι θα πιαστούν κάποιοι κακοπροαίρετοι από τους πολιτικούς αντιπάλους και αυτό το πράγμα θα πάνε να το «ποινικοποιήσουν». Δεν θα έπρεπε να σκέφτομαι έτσι, αλλά έχω επιλέξει να μην μπω σε αυτή την διαδικασία να το κάνω. Και να πω και κάτι. Επειδή παρά τα πολλά καλά που έχουμε κάνει και τα πολλά σημαντικά που έχει κάνει η κυβέρνηση, την οποία έχω την τιμή να εκπροσωπώ, ακόμα, ο κόσμος περνάει δύσκολα και κάποιοι συμπολίτες μας περνάνε πολύ δύσκολα. Πρέπει και εμείς, δεν είμαστε μόνο εαυτός μας, να προσέχουμε τι κάνουμε».
Τέλος αναφέρθηκε στις «δυσκολίες» που αντιμετωπίζει λόγω ύψους: «Είμαι 2,05. Ήμουν ένας από τους δύο τρεις ψηλότερους στην τάξη και στη Β’ Λυκείου που έφτασα πάνω από δύο μέτρα, ο ψηλότερος. Γενικά είναι το ύψος, ειδικά αν δεν παίζεις μπάσκετ, ειδικά πάνω από ένα ύψος πάνω από το 1,90 – 1,95, σου δημιουργεί και δυσκολίες, στα ρούχα, βρίσκεις το κεφάλι σου, δύσκολα μπαίνεις σε αυτοκίνητο. Πρέπει να πας να δεις τί αυτοκίνητο θα πάρεις, αλλά δεν θα έλεγα ότι μου έχει δημιουργήσει κόμπλεξ. Απλά, δεν μπορώ να «κρυφτώ»».