Μετά την πρόταση δυσπιστίας, τι;
Eurokinissi
Eurokinissi

Μετά την πρόταση δυσπιστίας, τι;

Η παραδοχή που λέει ότι ο πολιτικός χρόνος είναι εξαιρετικά πυκνός, επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα των τελευταίων πέντε ημερών. Είναι πλέον σαφές ότι η ατζέντα της προεκλογικής αντιπαράθεσης στον δρόμο για τις κάλπες των ευρωεκλογών, δεν είναι εκείνη, που θα εκτιμούσε κάποιος πριν από μόλις μια εβδομάδα.

Οι όποιοι στρατηγικοί σχεδιασμοί βασίζονταν μόνο στην επικοινωνία του κυβερνητικού έργου, που παράχθηκε τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης και έθεταν ως προτεραιότητα τη διαχείριση, για παράδειγμα, των διαρροών, που προκάλεσε η θεσμοθέτηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών ή των αντιδράσεων για τη λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων ή την ακρίβεια, που πλήττει ολόκληρη την κοινωνία, έχουν προφανώς τροποποιηθεί.

Για να ακριβολογούμε, η ατζέντα δεν έχει αλλάξει - τα μείζονα πολιτικά ζητήματα για τη χώρα παραμένουν μείζονα - αλλά έχει διευρυνθεί με ένα θέμα, που επηρεάζει τη σχέση εμπιστοσύνης της κυβέρνησης με τους πολίτες.

Την περασμένη Κυριακή, στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, επανήλθε η τραγωδία των Τεμπών. Όχι ότι είχε φύγει ποτέ, με δεδομένο ότι πριν από μόλις λίγες ημέρες ολοκληρώθηκε η εξεταστική επιτροπή, αλλά αυτή τη φορά πυροδότησε πολιτικές εξελίξεις. Το ερώτημα, που τίθεται, επομένως, είναι «μετά την πρόταση δυσπιστίας, τι;».

Η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να θέσει εκτός κυβερνητικού σχήματος δύο εκ των στενότερων συνεργατών του, τον Υπουργός Επικρατείας Σταύρο Παπασταύρου και τον Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ Γιάννη Μπρατάκο, λίγο πριν ανέβει στο βήμα της ολομέλειας, κρίθηκε ως μία κίνηση επιβεβλημένη, στον απόηχο της πληροφορίας, που ήθελε τους δύο υπουργούς να συναντώνται με τον επιχειρηματία, στον οποίο σύσσωμη η κυβέρνηση αναφερόταν ως τα «οικονομικά συμφέροντα» που εξυπηρετεί ο Νίκος Ανδρουλάκης με την κατάθεση της πρότασης μομφής.

Ήταν μια κοινωνική συνάντηση, που έστειλε το λάθος μήνυμα, έλεγαν από το κυβερνητικό επιτελείο και αυτό ήταν προφανέστατα αλήθεια. Ο πρωθυπουργός, όπως έχει κάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν, επέλεξε να προχωρήσει την επόμενη ημέρα της πρότασης δυσπιστίας σε έναν, όσο το δυνατόν, πιο «καθαρό διάδρομο». Πριν ανακύψει το θέμα Παπασταύρου-Μπρατάκου, στην κυβέρνηση εκτιμούσαν ότι η πρόταση δυσπιστίας θα μπορούσε να λειτουργήσει στο τέλος της ημέρας, προς όφελος της.

Η κλασική πολιτική λογική, άλλωστε, λέει ότι κάθε κυβέρνηση βγαίνει καταρχάς ενισχυμένη μετά από μια κοινοβουλευτική δοκιμασία, έχοντας συσπειρώσει την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία και παραμερίζοντας τις όποιες εσωκομματικές τριβές είχε να αντιμετωπίσει.

Η παραίτηση των κυρίων Παπασταύρου και Μπρατάκου έριξε την σκιά της στο τέλος μιας τριήμερης συζήτησης, κατά την οποία στο κυβερνητικό επιτελείο έκριναν ότι έδωσε την δυνατότητα στην κυβέρνηση και ειδικά στον Πρωθυπουργό να απαντήσει - πολλές φορές σε εξαιρετικά υψηλούς τόνους - σε ένα προς ένα τα σημεία και τις κατηγορίες, που θέτει εδώ και ένα χρόνο η αντιπολίτευση για την τραγωδία των Τεμπών - όπως το «μπάζωμα» του σημείου του δυστυχήματος ή η παραποίηση ηχητικών συνομιλιών - και να καλύψει τις όποιες αστοχίες υπήρξαν, όχι τόσο στην ουσία, όπως έλεγαν, αλλά κυρίως στην επικοινωνία της με τους πολίτες για το θέμα αυτό.

Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να απευθυνθεί από το βήμα της Βουλής, όχι στους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά στους συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι βρίσκονταν στα θεωρεία. Βασικό επιχείρημα για τα κυβερνητικά στελέχη, ότι σε αυτές τις τρεις ημέρες, η αντιπολίτευση δεν προσέθεσε κανένα επιβαρυντικό στοιχείο στις κατηγορίες περί συγκάλυψης, αντιθέτως έδειξε να βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση, με μοναδικό στόχο να «ρίξει» τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτός ήταν και ο λόγος, λένε με νόημα, που φάνηκαν έτοιμοι να συμμαχήσουν με τον οποιονδήποτε.

Έχοντας ξεπεράσει, όπως αναμενόταν, τον κοινοβουλευτικό σκόπελο, το «στοίχημα» για την κυβέρνηση είναι η αποκατάσταση της σχέσης της με την κοινωνία. Στο κυβερνητικό επιτελείο δεν περνάει ούτε απαρατήρητο, ούτε χωρίς να προκαλεί προβληματισμό, το εύρημα των δημοσκοπήσεων ότι το 88% των ερωτηθέντων αμφιβάλει για τους χειρισμούς στη διερεύνηση της τραγωδίας των Τεμπών, απόρροια ενδεχομένως της υποβάθμισης των συνεπειών, που θα μπορούσε να έχει στην κοινή γνώμη η τραγωδία.

Πλέον, οι επόμενες μετρήσεις θα αποτυπώσουν το αν υπάρχει και σε ποιο βαθμό, αντίκτυπος και των τελευταίων χειρισμών, με πρωταγωνιστές του κυρίους Παπασταύρου και Μπρατάκου. Παράλληλα, όμως, το Μέγαρο Μαξίμου καλείται να «τρέξει» όλα τα ανοιχτά θέματα, με έμφαση στην οικονομία, αρχής γενομένης από τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου σε λίγες ώρες, όπου θα ανακοινωθεί η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Επενδύσεις και ανάπτυξη παραμένουν στην κορυφή των προτεραιοτήτων, όπως και η συνέχιση των παρεμβάσεων για το θέμα της ακρίβειας και τα θέματα της καθημερινότητας, όπως η ασφάλεια των πολιτών.

Για την αντιπολίτευση το ζητούμενο είναι διαφορετικό. Το «κοινό μέτωπο», με πολλούς αστερίσκους, που δημιουργήθηκε, κατ´ ανάγκη, για την κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας, θα πρέπει πλέον να… «διαλυθεί ησύχως».

Επί της ουσίας, το μέτωπο αυτό έχει διαρρηχθεί σχεδόν από την πρώτη στιγμή, όταν ο Στέφανος Κασσελάκης χαρακτήριζε «σόου» και «κοκορομαχία» την πρόταση δυσπιστίας, που και οι βουλευτές του κόμματός του υπέγραφαν ή επιχειρούσε να αντιστρέψει τις εντυπώσεις, απαντώντας στην πρωτοβουλία Ανδρουλάκη με την πρόταση περί παραίτησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και διεξαγωγής εκλογών παρουσία διεθνών παρατηρητών, προκαλώντας την αντίδραση του συνόλου των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που την απέρριψαν με ένα μπαράζ σκωπτικών σχολίων.

Στην κάλπη των ευρωεκλογών, άλλωστε, για την αντιπολίτευση διακυβεύεται, ατύπως, η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με εκπεφρασμένο στόχο του ΠΑΣΟΚ να βρεθεί και μάλιστα με ισχυρό ποσοστό, όπως λένε τα στελέχη του, στη δεύτερη θέση, έχοντας αναλάβει ήδη ανάλογο ρόλο με την κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας, είναι σαφές ότι η Χαριλάου Τρικούπη θα επιδιώξει να βάλει απέναντι της και τον ΣΥΡΙΖΑ, προς αποφυγή οποιασδήποτε ταύτισης.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης προσβλέπει στο αποτέλεσμα της κάλπης της 9ης Ιουνίου για να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το γεγονός ότι στην τριήμερη συζήτηση της Βουλής ήταν εκείνος από τους πολιτικούς αρχηγούς, που είχε τον πρώτο λόγο.

Σε αντίθεση με την κυβέρνηση, που αναζητά στη σχέση της με τους πολίτες να πιάσει το νήμα από εκεί, που το άφησε τον Ιούνιο του 2023 - όταν με ένα υψηλότατο ποσοστό της έδωσαν την εντολή διακυβέρνησης για μια δεύτερη τετραετία - ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ αναζητούν να «χτίσουν» αυτή τη σχέση, εξαρχής. Σε κάθε περίπτωση, οι κάλπες των ευρωεκλογών αποκτούν πλέον ξεχωριστή πολιτική βαρύτητα, που ξεπερνά την ανάδειξη των Ελλήνων ευρωβουλευτών.