Από τη δεκαετία του '80 στην εποχή των Μνημονίων
Eurokinissi / ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Eurokinissi / ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Κυβερνήσεις συνεργασίας

Από τη δεκαετία του '80 στην εποχή των Μνημονίων

Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στο Liberal.gr για τις κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα αναλύθηκαν τα κυβερνητικά συνεργατικά και «οικουμενικά» σχήματα που συγκροτήθηκαν μετά την απελευθέρωση της χώρας έως την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι το 1974 και τη συνακόλουθη πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Όπως έχει τονιστεί και προηγουμένως, όλες οι κυβερνησεις αυτές υπήρξαν βραχύβιες στη διάρκειά τους και με διαφορετικά έως αμφίβολα αποτελέσματα στη λειτουργία τους. Παράλληλα λειτούργησαν, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία, σε περιόδους κρίσης (οικονομικής, πολιτικής ή άλλης). Εξάλλου, παρουσιάστηκαν ως μέσα για την επάνοδο στον αμιγή κοινοβουλευτισμό (ήτοι τον σχηματισμό κυβερνήσεων κομματικής πλειοψηφίας στη Βουλή) και όχι για την αντικατάσταση και υπέρβασή του. 

Στο β' μέρος του αφιερώματος αναλύονται αντιστοίχως τα συνεργατικά και «οικουμενικά» κυβερνητικά σχήματα που προέκυψαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μέχρι και το 2019.

Τα κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας από τη Μεταπολίτευση και έπειτα

Κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη (02/07/1989 - 12/10/1989)

Η βραχύβια «συγκυβέρνηση» Τζαννετάκη, που διαμορφώθηκε με τη στήριξη και τη συμμετοχή σε αυτήν μελών της Νέας Δημοκρατίας και του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, με την εξαίρεση των ηγεσιών τους, ήταν αποτέλεσμα της αβέβαιης έκβασης των εκλογών της 18ης Ιουνίου 1989. Στις εκλογές αυτές, λόγω και του ισχύοντος (αναλογικού) εκλογικού συστήματος, η Νέα Δημοκρατία, που πλειοψήφησε για πρώτη φορά ύστερα από μια 15ετία περίπου, μολονότι κέρδισε το 44% της λαϊκής ψήφου περιορίστηκε στις 145 έδρες στη Βουλή, ενώ η απερχόμενη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, μετά από 8ετή παραμονή της στην εξουσία, έλαβε το 39% των ψήφων και 125 έδρες στη Βουλή. Τα κόμματα της Αριστεράς, αντιθέτως, είδαν την εκλογική τους επιρροή να ανέρχεται σε ποσοστά πάνω από 13% και να λαμβάνουν 28 έδρες στη Βουλή.

Η αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης οδήγησε εν τέλει τις ηγεσίες της Νέας Δημοκρατίας (Κων. Μητσοτάκης) και της Αριστεράς (Χαρ. Φλωράκης, Λεων. Κύρκος) στη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας ή «ιστορικού συμβιβασμού» υπό τον πρώην υπουργό Τζ.Τζαννετάκη με τη συμμετοχή στελεχών και από τις δύο παρατάξεις (όχι όμως από το ΠΑΣΟΚ, που κατέλαβε τα έδρανα της αντιπολίτευσης). Η πρόταση που διατυπώθηκε τότε (Λεων. Κύρκος) για τη συγκρότηση μιας αληθινά «οικουμενικής» κυβέρνησης με τη συμμετοχή και των τριών κομμάτων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός) υπό την προεδρία του πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, δεν έγινε αποδεκτή από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.

Το έργο της «συγκυβέρνησης», που εστιάστηκε στη δρομολόγηση διαδικασιών «κάθαρσης» του δημόσιου βίου από τα σκάνδαλα και την αίσθηση διαφθοράς, που βρισκόταν τότε σε έξαψη, θεωρήθηκε ότι περατώθηκε περί τα μέσα του φθινοπώρου της ίδιας χρονιάς με την παραπομπή των υπευθύνων στη δικαιοσύνη. Αποφασίστηκε, λοιπόν, η πρόωρη διάλυση της Βουλής και η διενέργεια βουλευτικών εκλογών από μία αμιγώς υπηρεσιακή κυβέρνηση, όπως και συνέβη.

Κυβέρνηση Ξενοφώντος Ζολώτα (23/11/1989 - 13/02/1990)

Οι εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989 δεν κατάφεραν να αναδείξουν και πάλι αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης. Η πλειοψηφούσα παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, μολονότι αύξησε τα ποσοστά της εκλογικής της επιρροής στο 46,20% των ψήφων, δεν ξεπέρασε τις 148 έδρες στη Βουλή. Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ συσπείρωσε τους οπαδούς του φθάνοντας το 40% της λαϊκής ψήφου και διασφαλίζοντας 128 έδρες στη Βουλή. Αντίθετα, ο Συνασπισμός της Αριστεράς υπέστη μια μικρή αλλά αισθητή μείωση της επιρροής του στο 11% περίπου των ψήφων και 21 έδρες στη Βουλή.

Υπό τις συνθήκες αυτές και προκειμένου να αποφευχθεί η προσφυγή στις κάλπες για μία ακόμα φορά (την 3η μέσα σε ένα έτος), προκρίθηκε η λύση της «οικουμενικής» κυβέρνησης υπό την προεδρία του επίτιμου Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, διακεκριμένου οικονομολόγου και ακαδημαϊκού Ξενοφώντος Ζολώτα. Όντως, στη σύνθεση της κυβερνήσεως αυτής συμμετείχαν αναλογικά εκπρόσωποι και από τα τρία κόμματα στη Βουλή (8 από τη Νέα Δημοκρατία, 7 από το ΠΑΣΟΚ και 3 από τον Συνασπισμό), όχι όμως οι αρχηγοί τους. Πράγμα που δεν απέτρεψε τη λειτουργία στην πράξη ενός άτυπου πλην ουσιαστικού κέντρου λήψεως των αποφάσεων εκτός του υπουργικού συμβουλίου («διευθυντήριο»των πολιτικών αρχηγών). Συνάμα οι κατά «πολιτικές συζυγίες» διοίκηση ορισμένων από τα βασικότερα υπουργεία με στελέχη (υπουργοί και αναπληρωτές υπουργοί) από τη μια και την άλλη παράταξη μείωνε τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα δράσης της κυβέρνησης.

Η αδυναμία, τέλος, ανάδειξης Προέδρου της Δημοκρατίας από την υφιστάμενη τότε Βουλή, μια και ο απερχόμενος Πρόεδρος Χρ. Σαρτζετάκης δεν στηριζόταν πλέον από το ΠΑΣΟΚ, αλλά μόνο από τον Συνασπισμό, ενώ οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας δήλωσαν παρόντες, οδήγησε στη λήξη της θητείας της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα στις αρχές Φεβρουαρίου 1990.

Αποχώρησαν τότε από αυτήν τα πολιτικά στελέχη των κομμάτων και μετατράπηκε σε υπηρεσιακή για τη διενέργεια εκλογών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 8 Απριλίου 1990 αναδεικνύοντας αυτοδύναμη τη Νέα Δημοκρατία, αν και με οριακή πλειοψηφία στη Βουλή.

Κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου (11/11/2011 - 17/05/2012)

Η κυβέρνηση υπό την προεδρία του τέως Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και ακαδημαϊκού Λουκά Παπαδήμου συγκροτήθηκε μετά από συμφωνία τριών πολιτικών αρχηγών (Γ. Παπανδρέου του ΠΑΣΟΚ, Αντ. Σαμαρά της Νέας Δημοκρατίας και Γ. Καρατζαφέρη του ΛΑΟΣ), προκειμένου να αντιμετωπισθούν κρίσιμα ζητήματα δανειοδότησης της Χώρας από το εξωτερικό. Ο έως τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία παραμένοντας, ωστόσο, αρχηγός του κόμματος της πλειοψηφίας στη Βουλή (ΠΑΣΟΚ).

Στην πολυμελή (περί τα 50 μέλη) κυβέρνηση διακομματικής συνεργασίας εκπροσωπήθηκαν και τα τρία κόμματα που τη στήριξαν, με το ΠΑΣΟΚ να διατηρεί τη μερίδα του λέοντος των υπουργικών χαρτοφυλακίων (περί τα 40), ενώ η Νέα Δημοκρατία συμμετείχε με 5 εξωκοινοβουλευτικά της στελέχη και ο ΛΑΟΣ με 4 βουλευτές του. Στην κυβέρνηση αυτή δεν έλαβαν μέρος ούτε τη στήριξαν τα κόμματα της Αριστεράς (ΚΚΕ και Συνασπισμός) και ορισμένοι από τους ανεξάρτητους βουλευτές. Έλαβε, όμως, ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, πέτυχε τη διασφάλιση μιας πρόσθετης δόσης διεθνούς δανείου και την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2012. Εντούτοις, τα κόμματα που στήριξαν αυτή την κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης, μη συμφωνώντας πλήρως για τη διάρκεια του βίου της ή για τη φύση του έργου που κλήθηκε να επιτελέσει, αποφάσισαν την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών για τις αρχές Μαΐου 2012.

Κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά (20/06/2012 - 26/01/2015)

Η διεξαγωγή των εκλογών της 6ης Μαΐου 2012 δεν ανέδειξε αυτοδύναμη πλειοψηφία στη Βουλή και οι πολιτικές δυνάμεις προέκριναν τη διεξαγωγή νέων εκλογών την 17η Ιουνίου 2012. Παρά την ενίσχυση της εκλογικής επιρροής του πρώτου κόμματος (Νέα Δημοκρατία), δεν κατέστη δυνατός ο σχηματισμός κυβέρνησης μονοκομματικής στήριξης από τη Βουλή. Έτσι, μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών τριών κομμάτων (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, Δημοκρατική Αριστερά) σχηματίστηκε συμμαχική κυβέρνηση διακομματικής στήριξης στη Βουλή, η οποία έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης.

Στη σύνθεση της κυβέρνησης αυτής που σχηματίσθηκε υπό την προεδρία του αρχηγού του πρώτου σε δύναμη κόμματος στη Βουλή (Αντ. Σαμαρά), δεν έλαβαν, ωστόσο, μέρος οι ίδιοι οι αρχηγοί των δύο άλλων κομμάτων που στήριξαν την κυβέρνηση (Ευ. Βενιζέλος και Φ. Κουβέλης) ούτε πολιτικά ή κομματικά στελέχη από τις παρατάξεις τους. Το μεγαλύτερο μερίδιο στην κατανομή των υπουργικών χαρτοφυλακίων έλαβε το κόμμα της σχετικής πλειοψηφίας στη Βουλή, που υπέδειξε πολιτικά στελέχη στα υπουργικά αξιώματα, ενώ τα άλλα δύο κόμματα που στήριξαν τη διακομματική κυβέρνηση Σαμαρά υπέδειξαν διακεκριμένους ‘τεχνοκράτες’ στους οποίους ανατέθηκαν ορισμένα υπουργικά χαρτοφυλάκια (Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Περιβάλλοντος, κ.λπ.).

Ωστόσο ένα περίπου χρόνο αργότερα τον Ιούνιο 2013 η τρικομματική συνεργασία τερματίστηκε, μιας και αποχώρησε από αυτήν ο μικρότερος κυβερνητικός εταίρος (Δημοκρατική Αριστερά), λόγω διαφωνίας για την αιφνίδια διακοπή λειτουργίας του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα (ΕΡΤ) και της θέσης του συνόλου του προσωπικού του σε καθεστώς διαθεσιμότητας. Έκτοτε το σχήμα διακομματικής κυβερνητικής συνεργασίας περιορίστηκε στα δύο βασικά κόμματα που την συγκροτούσαν (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ) με τον επικεφαλής του δεύτερου να αναλαμβάνει και ως Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Εξωτερικών.

Αυτή η δικομματική κυβέρνηση συνεργασίας διατηρήθηκε επί ενάμιση έτος περίπου, έως τα τέλη Δεκεμβρίου 2014, οπότε διακόπηκε αναγκαστικά ο βίος της λόγω διαλύσεως της Βουλής, εφόσον δεν κατέστη από αυτήν δυνατή η ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας με την αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων που απαιτούσε τότε το Σύνταγμα.

Κυβέρνηση Αλέξη Τσίπρα (26/01/2015 - 08/07/2019)

Στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 πρώτευσε ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) με ποσοστό 36,3% των ψήφων και 149 έδρες στη Βουλή. Η αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικής και ιδεολογικά συνεπέστερης κυβερνητικής πλειοψηφίας οδήγησε στη σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» (υπό την ηγεσία του Π. Καμμένου), ένα κόμμα της λαϊκής Δεξιάς. Παρά την αμφισημία και τον ετερόκλητο χαρακτήρα του κυβερνητικού σχηματισμού, αυτός επιβίωσε και διατηρήθηκε και μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, οπότε ανανεώθηκε η κυβερνητική πλειοψηφία (35,46% έναντι 28,09% της Νέας Δημοκρατίας).

Πάντως, αυτή η κυβέρνηση συνεργασίας έφθασε σχεδόν έως το τέλος της κυβερνητικής της θητείας, αφού βέβαια προηγουμένως ο επικεφαλής του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου απεχώρησε (14/01/2019) από η σύνθεση της Κυβερνήσεως (λόγω του Μακεδονικού ζητήματος), χωρίς όμως να αποσύρει και τη στήριξή του προς αυτήν. Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 επικράτησε καθαρά το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας 39,85% υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη (έναντι 31,53% του ΣΥΡΙΖΑ), που σχημάτισε κυβέρνηση από τον χώρο της πλειοψηφίας και μόνο.

Συμπέρασμα

Από τη συνοπτική ανασκόπηση των κυριότερων κυβερνήσεων διακομματικής ή υπερκομματικής έως οικουμενικής συνεργασίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, που προηγήθηκε, προκύπτει ότι αυτές, μολονότι διάνθισαν με την παρουσία τους την πολιτική και κυβερνητική ιστορία του τόπου, αποτέλεσαν, έως τώρα τουλάχιστον, την εξαίρεση μάλλον παρά τον κανόνα στη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα. Η ευρύτερη πολιτική συνεργασία, όποτε επιχειρείται ως έκφραση της βαθύτερης ή διάχυτης συναίνεσης στην πολιτική κοινωνία, φαίνεται να αποσκοπεί στην αποκατάσταση μάλλον του βασικού διαρθρωτικού ή διαδικαστικού κανόνα τής κατά πλειοψηφία διακυβέρνησης των δημόσιων υποθέσεων και όχι στην αντικατάσταση ή τον κλονισμό του.

Συναφώς, η σταθερότητα της θητείας του Κοινοβουλίου ως οργανωτικής αρχής του πολιτεύματος παράγει τα αποτελέσματά της όταν συνοδεύεται και από την ανάλογη σταθερότητα τωνκυβερνήσεων που στηρίζονται σε αυτό. Κυβερνητική και κοινοβουλευτική σταθερότητα μοιάζει να αποτελούν ένα ζεύγος αλληλένδετων μεταβλητών, ομόλογων αρχών και αξιών. Ώστε, όταν παραβιάζεται η μία, τείνει μάλλον να επηρεάζεται αρνητικά και η άλλη και να κλονίζεται η συνολικότερη ισορροπία και ευστάθεια του πολιτικού συστήματος. Έτσι, η μονομερής επιδίωξη σταθερότητας του Κοινοβουλίου ανεξάρτητα από και σε βάρος της κυβερνητικής συνοχής και σταθερότητας, ήτοι η ανάδειξη διαφορετικών κυβερνήσεων (συμμαχικού ή συνεργατικού χαρακτήρα) από την ίδια Βουλή, μπορεί να παραγάγει τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

*Ο Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι Ομότιμος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ)

Διαβάστε επίσης:

Κυβερνήσεις συνεργασίας: Η ελληνική εμπειρία από την απελευθέρωση έως τη Μεταπολίτευση