Η παντοδυναμία του Κυριάκου και η ένδεια του Αλέξη

Η παντοδυναμία του Κυριάκου και η ένδεια του Αλέξη

«Δεν θα ακούσετε από εμάς καταστροφολογία, κασσανδρικές προβλέψεις και ψεύδη», δήλωνε ο Αλέξης Τσίπρας από τη ΔΕΘ δύο μήνες μετά τη δεύτερη συνεχόμενη ήττα του Ιουλίου του 2019. Οι εξελίξεις δεν ήρθαν όπως ο ίδιος τις περίμενε.

Η παντοδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη 18 μήνες μετά τις εκλογές και η κυριαρχία στο πολιτικό σκηνικό σε αντιδιαστολή με την ένδεια προτάσεων από την πλευρά του Αλέξη Τσίπρα και τον φόβο των «σκελετών» που βρίσκονται πλέον στην ντουλάπα της Κουμουνδούρου άλλαξαν τα δεδομένα.

Ο Αλέξης Τσίπρας είχε εμφανιστεί να επιδιώκει τη στροφή στην σοσιαλδημοκρατία και την κατάληψη του χώρου του κέντρου, υπερκεράζοντας το ΚΙΝΑΛ της Φώφης Γεννηματάς. Και να δηλώνει έτοιμος να ασκήσει «μια εποικοδομητική αντιπολίτευση ταυτόχρονα όμως μια μαχητική αντιπολίτευση όπου χρειάζεται, τεκμηριωμένη και σύγχρονη αντιπολίτευση», 

Μόνο που δεν είχε υπολογίσει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα συνέχιζε να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό και να απομακρύνεται το σενάριο των εκλογών με απλή αναλογική που ο ίδιος έγραψε, φέρνοντας τη χώρα μπροστά σε ένα ενδεχόμενο ακυβερνησίας. 

Επί 18 μήνες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα σταθερό και μεγάλο προβάδισμα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος δείχνει αποφασισμένος να εφαρμόσει το πρόγραμα με το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 2019, παρ' ότι αυτό έχει μείνει πίσω λόγω της πανδημίας και της παγκόσμιας ύφεσης. Τελευταίο παράδειγμα το θέμα της ασφάλειας των Πανεπιστημίων που προωθείται από το υπουργείο Παιδείας.

Ο πρωθυπουργός είναι σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις αποδεκτός όχι μόνο από τους ψηφοφόρους της Ν.Δ. - που δεν δείχνουν σημάδια απογοήτευσης, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της παράταξης- αλλά και από ψηφοφόρους άλλων κομμάτων με τους περισσότερους να ανήκουν στο ΚΙΝΑΛ, χωρίς να είναι αμελητέος ο αριθμός όσων στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ.

Η «ανθεκτικότητα» που δείχνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι χαρακτηριστική. Εν μέσω πανδημίας, με τον φόβο για τη δημόσια υγεία και την οικονομική ύφεση που αυτή φέρνει και με την ελληνοτουρκική κρίση να παραμένει ενεργή, εξακολουθεί να διατηρεί ένα προβάδισμα που δεν ανταποκρίνεται μόνο στην πρόθεση ψήφου ή την καταλληλότητα με την γενική της έννοια.

Στα βασικά του χαρακτηριστικά, το αίσθημα της εμπιστοσύνης που έχει κατακτήσει, τα αντανακλαστικά που δείχνει να διαθέτει αλλά και η δυνατότητά του να αναγνωρίζει τα λάθη του και τα λάθη που σημειώνονται στη διακυβέρνηση.

Στην παρούσα φάση, όπως βεβαιώνουν, οι επί 18 μήνες «φωτογραφίες της στιγμής», όπως αποκαλούνται οι δημοσκοπήσεις από τους αναλυτές και τα πολιτικά κόμματα, κυρίαρχος του παιχνιδιού παραμένει ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχοντας κατακτήσει και το χώρο του κέντρου, τον οποίο επεδίωξε να φλερτάρει ο Αλέξης Τσίπρας.

Η παράσταση νίκης, ο χαρακτηριστικότερος ίσως δείκτης, που ανάγει τη διαφορά σε ποσοστά της τάξης του 40% το επιβεβαιώνει σε μηνιαία βάση.

Οι «σκελετοί» στην ντουλάπα της Κουμουνδούρου 

Στον αντίποδα, η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο του 2019 κατατέθηκε στο αρχείο των υποσχέσεων που δεν τηρήθηκαν ποτέ από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο ισχύει και για την στροφή στη σοσιαλδημοκρατία, ως ύστατος φόρος αποχαιρετισμού του Κέντρου, που παραμένει κενό δεδομένης και της αδυναμίας της Φώφης Γεννηματά να ξεφύγει από τον στείρο αντιπολιτευτικό λόγο και το αφήγημα του «διμέτωπου αγώνα».

Ο Αλέξης Τσίπρας κλήθηκε να διατελέσει το ρόλο του ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης και απέτυχε. Από το «δεν θα ακούσετε από εμάς καταστροφολογία, κασσανδρικές προβλέψεις και ψεύδη», πέρασε στην αντίπερα όχθη.

Τα ίδια τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αναμένουν, όπως τα ίδια δηλώνουν, τις προτάσεις της ηγεσίας για να προχωρήσουν στη λεγόμενη «πλατιά απεύθυνση». Προς το παρόν παρακολουθούν την ηγεσία και τους αυτοαποκαλούμενος προεδρικούς, να αναλώνονται σε μια ακραία επιθετική και διχαστική ρητορική με εκφράσεις που αγγίζουν πολλές φορές τα όρια των ύβρεων.

Στάση που εκπορεύεται από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα ο οποίος μετέτρεψε την καταστροφολογία σε κεντρικό πολιτικό του αφήγημα σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει ένα εκρηκτικό πολιτικό σκηνικό.

Διχαστικές αναφορές, εμφυλιοπολεμική ρητορική και ακραίες εκφράσεις αποτελούν το δικό του μοτίβο που ακολουθείται όχι όμως από ολα τα στελέχη με την πλειοψηφία να μένει στα μετόπισθεν μεγαλώντας την αγωνία του ίδιου. Πολύ δε περισσότερο όμως δεν ακολουθούν οι πολίτες που στην παρούσα φάση και εν μέσω διαδοχικών και διαφορετικών κρίσεων αναμένουν προτάσεις και στήριξη της προσπάθειας να βγεί η χώρα στο ξέφωτο στο μέτωπο τόσο της δημόσιας υγείας, όσο και της οικονομίας.

Από το καλοκαίρι και μετά μάλιστα ο Αλ.Τσίπρας έχει ξεπεράσει και τον ίδιο του τον εαυτό θυμίζοντας σε πολλούς την περίοδο προ 2015. Μόνο που αυτή τη φορά η Κουμουνδούρου έχει τους δικούς της «σκελετούς» που δείχνουν να προκαλούν πανικό στην ηγεσία του.

Χαρακτηριτικό το παράδειγμα με την υπόθεση της Folli Follie. Την ώρα που ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε προ ημερησίας διάταξης συζήτηση για τη διαφάνεια και τη δημοκρατία, οι αποκαλύψεις και οι αναφορές σε δικά του πολιτικά στελέχη που φέρονται να έχουν εμπλακεί στην υπόθεση, του άλλαξε τα σχέδια. 

Και ναι μεν το τεκμήριο της αθωότητας είναι πάνω απ όλα εντούτοις το θέμα που ανέκυψε είναι ενδεικτικό των προβλημάτων που υπάρχουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Προβλήματα που ξεκίνησαν το καλοκαίρι με τις σε βάρος του Νίκου Παππά αποκαλύψεις και τα οποία ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε να καλύψει βάζοντας το κόμμα και τους βουλευτές ως «ασπίδα προστασίας» στον στενό του συνεργάτη.

Στην περίπτωση φυσικά της Foli Follie θα αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Τα στοιχεία δείχνουν ότι υπήρξε ευνοϊκή μεταχείριση, οι καθυστερήσεις στην έρευνα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ήταν υπερβολικά μεγάλες και η ιδιοκτησία της εταιρείας είχε την ευχέρεια να κινηθεί με χρονική άνεση για να τακτοποιήσει εκκρεμότητες. 

Αλλά πέραν του τι θα συμβεί με την Foli Follie, το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχοντας ένδεια προγραμματικού και δομικού αντιπολιτευτικού λόγου επιχειρεί να καλύψει τα εσωκομματικά του προβλήματα και τις αναφορές σε υποθέσεις της δικής του διακυβέρνησης  με ακραίο λόγο. Μια ρητορική διχαστική, στα όρια της αποδεκτής πολιτικής αντιπαράθεσης και η οποία δημιουργεί την αίσθηση ότι αποτελεί «προπέτασμα καπνού» για όσα τυχόν ακολουθήσουν.