Η Άννα Διαμαντοπούλου και οι «γκρίνιες»

Η Άννα Διαμαντοπούλου και οι «γκρίνιες»

Οι παθογένειες φάνηκαν με την ανακοίνωση της Άννας Διαμαντοπούλου ως πρόταση του Μητσοτάκη για την θέση του Γενικού Γραμματέα του ΟΟΣΑ. Αυτομάτως η πρόταση εσωτερικεύθηκε τροφοδοτώντας τη γνωστή, ατέρμονη και ανώφελη (και αστεία αν δεν ήταν ευτελής ), κοκορομαχία.

Οι συγκυβερνήτες του Καμμένου που έχουν στις τάξεις τους βουλευτές του, κατηγόρησαν το ΚΙΝΑΛ ότι συγκυβερνά de facto με τη Δεξιά, καθότι η Διαμαντοπούλου προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ, από το οποίο έχει αποχωρήσει τουλάχιστον μια οχταετία.

Καθόλου μίζερο το ΚΙΝΑΛ, σχολίασε θετικά την επιλογή της, λέγοντας πως είναι θέση εθνική, όχι κομματική: «η θέση του γ.γ. του ΟΟΣΑ αφορά την Ελλάδα και ευχόμαστε να εκλεγεί». Επεσήμαναν ωστόσο, ότι ο Μητσοτάκης για μια ακόμη φορά επέλεξε στέλεχος της παράταξης για μια κορυφαία διεθνή θέση, αποδεικνύοντας ότι δεν διαθέτει το ανάλογο δυναμικό.

Υπήρξαν φυσικά και αναμενόμενες μουρμούρες δυσαρέσκειας από την Κ.Ο. της ΝΔ, οι οποίες δεν δημοσιοποιούνται όσο οι δημοσκοπήσεις είναι ευχάριστες. Αλλά εκεί που έπεσε θρηνωδία, ήταν στους οπαδούς της ΝΔ στα social media. Πολλοί βέβαια δεν ήξεραν για τι πράγμα μιλούν. Το εξέλαβαν ως διορισμό της στη θέση εκπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ (όπου υπάρχει και θα παραμείνει ο Γιώργος Πρεβελάκης), και όχι ως μια υποψηφιότητα που θα κριθεί δι’ εκλογής. Η φράση «δεν υπήρχαν λαμπροί δικοί μας επιστήμονες να πάνε;» ήταν το «μότο» κάθε έκφρασης παραπόνου ή ακόμη και αγανάκτησης.

Στο εσωτερικό τοπίο σαφώς η κίνηση Μητσοτάκη μεταφράζεται και ως ένα ακόμη άνοιγμα στην εκσυγχρονιστική Κεντροαριστερά, μεγαλύτερο τμήμα της οποίας θα μπορούσε να ελκύσει, εάν οι συνθήκες στην οικονομία ήταν ευθύγραμμες. Αν ο κορονοϊός δεν απειλούσε με τρομώδη τρόπο τη δημιουργία ενός νέου δραματικού τοπίου, όπου θα φέρει και αντίστοιχα προβλήματα.

Πέραν όμως της εσωτερικής σημειολογίας του ανοίγματος στην ΚΑ, έχει κάπου δίκιο στην «αυταρέσκειά του» το ΚΙΝΑΛ για τα στελέχη που ψάχνει ο Μητσοτάκης για διεθνείς θέσεις. Το ΠΑΣΟΚ ήταν δεκαετίες στο κυβερνητικό προσκήνιο. Με τη γνωστή πολυσυλλεκτικότητά του, την «ανοιχτωσύνη» του που θα έλεγε και η Νοτοπούλου, και τον κάποιο «μοντερνισμό» του, ήλκυσε στελέχη από τα μεσοστρώματα, που η οικονομική ανάπτυξη επέτρεψε να κάνουν αξιόλογες σπουδές και να έχουν παραστάσεις του κόσμου. Σχηματοποιώντας το θα λέγαμε δίπλα σε κάθε «αυριανιστή» υπήρχε και ένας «γιάπης».

Αντιθέτως η ΝΔ παρέμεινε επί δεκαετίες κλεισμένη, μη ανανεούμενη. Αυτό σημαίνει πιο συμπαγής, και γι’ αυτό ίσως άντεξε τους κλυδωνισμούς του μνημονίου την στιγμή που το ΠΑΣΟΚ διαλυόταν. Ήταν το κόμμα της Δεξιάς που περιελάμβανε τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της, χωρίς την ροή νέων απόψεων (να θυμίσουμε ότι έπρεπε να έρθει το ΠΑΣΟΚ για να εκσυγχρονίσει το οικογενειακό δίκαιο και να πάρει τα εύσημα του θεσμικού εκσυγχρονιστή, κάτι που στην Ευρώπη είχαν κάνει και δεξιές κυβερνήσεις).

Ακόμη και επί Καραμανλή του νεότερου, που έδειξε ένα μετριοπαθέστερο, σχεδόν κεντρώο πρόσωπο, αυτό το έδειξε μέσα στο πλαίσιο της παλαιοκομματικής νοοτροπίας. Δεν έφερε κάτι φρέσκο ως πολιτική άποψη.

Εν τω μεταξύ η μακροχρόνια διακυβέρνηση από το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε ένα πολιτικό στελεχικό δυναμικό που μπορεί, σαν έτοιμο από καιρό, να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις διεθνών υποχρεώσεων. Σαφώς θα έχει λαμπρούς επιστήμονες στις τάξεις της η ΝΔ, με τα πτυχία «βουνό». Μόνο που οι λαμπροί επιστήμονες πάνε ως στελέχη στον ΟΟΣΑ. Ως Γενικοί Γραμματείς εκλέγονται πολιτικοί, και συνήθως πρώην υπουργοί Οικονομικών.

Αυτοί δεν θα πρέπει να έχουν μόνο την κατάλληλη προϋπηρεσία (η Διαμαντοπούλου είχε ευπρόσωπη παρουσία ως Επίτροπος, έχει υπάρξει υπεύθυνη προγράμματος ΠΑΣΟΚ υπουργός, επισκέπτης καθηγήτρια σε ξένα πανεπιστήμια), αλλά και τις διεθνείς διασυνδέσεις, ώστε να τύχουν στήριξης από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.

Έτσι εκλαμβάνει την κίνηση Μητσοτάκη η ταπεινότητα της στήλης, παρά με όρους Κεντροαριστεράς. Παράλληλα δεν πιστεύουμε ότι θα εκλεγεί. Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα και αυτό αποτελεί επιβαρυντικό στοιχείο. Αλλά είναι η πρώτη φορά που η χώρα μας υποβάλει υποψηφιότητα στον Οργανισμό, γιατί ο Μητσοτάκης θέλησε σημειολογικά να δείξει ότι η Ελλάδα ανοίγεται στο διεθνή χώρο, διεκδικεί θέσεις και εμπιστοσύνη. Και ως εκ τούτου διάλεξε ένα πρόσωπο εκτός κομματικού φυτωρίου, που να ανταποκρίνεται στοιχειωδώς στις ανάγκες που απαιτεί η υποψηφιότητα .

Όσο για τη μοίρα του ΚΙΝΑΛ, ως τώρα ήταν να τροφοδοτεί τα δύο κόμματα με έμπειρα στελέχη. Η ροή προς τον ΣΥΡΙΖΑ σταμάτησε με την απώλεια της εξουσίας. Όσοι πήγαν έπαιξαν και έχασαν. Γι’ αυτό τώρα οι δηλώσεις τους είναι πιο εριστικές, βγάζουν περισσότερη χολή και από των κανονικών Συριζαίων. Ωστόσο με τα οικονομικά προβλήματα που θα φέρει ο κορονοϊός, δύσκολα θα βρεθούν άλλοι να αναλάβουν και κυβερνητικές θέσεις στη ΝΔ. Άλλωστε όσοι έμειναν στο ΚΙΝΑΛ είναι συμπαγείς. Μόνο που αυτό δεν αρκεί.