H Ελλάδα έχει ανάγκη τη χαμηλή φορολογία
Shutterstock
Shutterstock

H Ελλάδα έχει ανάγκη τη χαμηλή φορολογία

Όποτε η Κεντροαριστερά και η Αριστερά προσπαθούν να μιλήσουν για την οικονομία, αποτυγχάνουν να χειριστούν αριθμούς και ποσοστά, απλές και σύνθετες χρηματοοικονομικές έννοιες, επενδυτικούς και φορολογικούς όρους. Και αντίθετα υιοθετούν «προοδευτικά πρόσημα και αποτυπώματα» σε μια προσπάθεια να αναπληρώσουν και να καλύψουν την ένδεια και την άγνοια τους.

Το στερεότυπο πως οι αριστεροί μιλάνε για μεγάλες ιδέες, προβληματίζονται πάνω σε ιδεολογικά θέματα και ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό, ενώ αντίθετα οι δεξιοί συζητούν για χρήματα, για κέρδη και ταπεινά θέματα της καθημερινότητας, παραμένει διάχυτο στη χώρα μας. Το επιχείρημα πως «εμείς μιλάμε για ζωές κι εσείς μιλάτε για αριθμούς», παραμένει κλασσικό και διαχρονικό στα χείλη τους.

Λες και η οικονομία, οι αριθμοί και οι δείκτες δεν αφορούν τη ζωή τους, αλλά κάποιους τρίτους. Λες και η ανάπτυξη, τα επιτόκια, τα δάνεια, οι επενδύσεις, τα κέρδη, η φορολογία, ο φόρος προστιθέμενης αξίας και η απασχόληση, δεν έχουν σχέση με τους ίδιους.

Λες και οι ίδιοι ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, δίχως οικονομικούς κανόνες, δίχως οικονομικές ανάγκες, δίχως παραγωγή και δίχως κατανάλωση, που βασίζεται πάνω σε ιδεολογίες και θεωρητικές αναζητήσεις. Γι’ αυτόν το λόγο η αντιπολίτευση δεν έχει και δεν παρουσιάζει συγκεκριμένες θέσεις για την οικονομία. Αλλά αντίθετα δημοσιεύει «κείμενα διαβούλευσης», «κείμενα εσωτερικής ζύμωσης», «κείμενα προβληματισμού», «θέσεις των συλλογικοτήτων» και άλλα ασαφή και ανεύθυνα. Διότι η οικονομία δεν βρίσκεται στον πυρήνα του DNA τους.

Με αυτόν τον τρόπο στο αφήγημα της αντιπολίτευσης της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, ερμηνεύονται τα πάντα μέσω συγκρούσεων, μέσω αγώνων, μέσω εναντιώσεων απέναντι στα «ντόπια και ξένα συμφέροντα», στα «ντόπια και ξένα κέντρα αποφάσεων» και μέσω παράξενων και παράδοξων ερμηνειών.

Οι θέσεις της αντιπολίτευσης σχετικά με τη φορολόγηση κερδών, υπερκερδών, μερισμάτων και ακίνητης περιουσίας, έρχονται να επιβεβαιώσουν ακριβώς αυτόν τον κανόνα. Με επιχειρήματα περί αδικίας και ανισοτήτων, προσπαθούν εναγωνίως, να προσελκύσουν ψήφους. Ωστόσο, η χαμηλή φορολογία, αποτελεί αναγκαιότητα για τη χώρα μας. 

Η Ελλάδα έχει ανάγκη από επενδύσεις, για να αναπτυχθεί και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Έχει ανάγκη από επενδύσεις για να αυξήσει τα εισοδήματα και μέσα από αυτά να εισρεύσουν πόροι στα δημόσια ταμεία για τη βελτίωση των υποδομών της χώρας. Αλλά δυστυχώς δεν είμαστε ακόμα ένα επιχειρηματικός παράδεισος. Τα πράγματα θα βελτιωθούν με την αναμενόμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Ωστόσο, δεν θα λυθούν τα πάντα ως δια μαγείας. Η γραφειοκρατία του δημοσίου θα είναι εδώ, η αργόσυρτη δικαιοσύνη θα είναι εδώ, η αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων θα εξακολουθήσει να είναι παρούσα, μαζί με την πολυπλοκότητα των εργασιακών ζητημάτων, τον λαβύρινθο των αδειοδοτήσεων και άλλους αναστολείς της επιχειρηματικότητας. 

Απαιτούνται βαθιές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις για να αποκτήσει η Ελλάδα, τα χαρακτηριστικά της Ιρλανδίας για παράδειγμα ή της Ολλανδίας ή ακόμα και της Τουρκίας και να γίνει ένας ενδιαφέρον, ασφαλής και αποδοτικός επενδυτικός προορισμός. Οπότε είναι απολύτως λογικό, μέχρι να φτάσει η χώρα μας σε αυτό το υψηλό επίπεδο επενδυτικού και επιχειρηματικού οικοσυστήματος, να προσπαθεί να καλύψει την υστέρηση της, μέσω της υιοθέτησης χαμηλών φορολογικών συντελεστών. Σαν ένα επιπλέον κίνητρο, επιλογής. Μας κάνει αυτό μπανανία ή χρεοδουλοπαροικία; Όχι.

Μας καθιστά χώρο επενδυτικής ευκαιρίας. Επομένως οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, μαζί με το υψηλής κατάρτισης δυναμικό στο χώρο της ψηφιακής οικονομίας, μαζί την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και μαζί με το αναβαθμισμένο διεθνές προφίλ της Ελλάδας, συνθέτουν έναν ενδιαφέροντα επενδυτικό προορισμό, όπως φαίνεται και από την εκτόξευση των επενδύσεων σε επίπεδα ρεκόρ για τη χώρα μας το 2022. 

Ακούμε την αντιπολίτευση να ισχυρίζεται πως η Ελλάδα είναι η χώρα με τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην Ευρώπη, αναμειγνύοντας με έναν παράξενο τρόπο τη φορολογία εταιρικών κερδών και τη φορολογία μερισμάτων. Υποστηρίζοντας μάλιστα πως η υψηλή φορολογία μερισμάτων «αναγκάζει τις επιχειρήσεις να επανεπενδύσουν τα κέρδη τους αντί να τα διανέμουν». Μάλιστα. Δηλαδή έρχεται το κράτος να καθορίσει μέσω των φορολογικών παρεμβάσεων του, τον επιχειρηματικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων και το πορτοφόλι των μετοχών. 

Είναι πραγματικά απίστευτο, το γεγονός ότι η αντιπολίτευση δεν έχει κατανοήσει πως οποιαδήποτε τέτοιου είδους παρέμβαση βλάπτει σοβαρά την επιχειρηματική ζωή και την επενδυτική προοπτική.

Δηλαδή θα έρθει ένας ξένος επενδυτής να επενδύσει τα κεφάλαια τους στην Ελλάδα, να συμβάλει στην ανάπτυξη της οικονομίας, να δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης, να φέρει παραγωγική τεχνογνωσία, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα, να συμβάλει στην άνοδο των ασφαλιστικών και φορολογικών εσόδων του δημοσίου, αλλά το κράτος θα αποφασίζει για το πως θα διανέμει τα κέρδη του και το πως θα αναπτύσσει το επενδυτικό του σχέδιο. Αδιανόητα πράγματα για μια χώρα που διψάει για επενδύσεις και επιζητά να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο. 

Και κάτι τελευταίο. Θέλει τεράστιο θράσος για να συγκρίνει η αντιπολίτευση την Ελλάδα με την Ιρλανδία, που μέχρι πρότινος χαρακτήριζε σαν παράδεισο του Νεοφιλελευθερισμού, σαν παράδεισο της φοροδιαφυγής των ψηφιακών πολυεθνικών κολοσσών και σαν εκπρόσωπο του νεοκαπιταλισμού. Μακάρι να είχε συμβάλει η αντιπολίτευση όλα αυτά τα χρόνια, στη μετατροπή της Ελλάδας σε Ιρλανδία και όχι στη μετατροπή της σε Κούβα.

Μακάρι να μην αντιδρούσε στις μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που απαιτούνται για να γίνει η Ελλάδα, Ιρλανδία. Και μακάρι ακόμα και σήμερα να μην έβαλε κατά της κανονικότητας που έχει επιτευχθεί με δυσκολία κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας.