Αποστειρωμένη συνταγματολογική επιστήμη;
EUROKINISSI
EUROKINISSI

Αποστειρωμένη συνταγματολογική επιστήμη;

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος… Δεν υπήρξε μόνο μια από τις πιο επιδραστικές πολιτικές προσωπικότητες της Μεταπολίτευσης, από αυτές που εξέφρασαν αυθεντικά το πνεύμα αυτής της περιόδου.

Μιας περιόδου με τα μεγάλα θετικά της - κυρίως την πρωτοφανώς απαρασάλευτη δημοκρατική ομαλότητα: Υπήρξε η μόνη περίοδος του εθνικού δημόσιου βίου όπου, π.χ., όλες οι αλλαγές του Καταστατικού Χάρτη της χώρας έγιναν με απόλυτο σεβασμό της υφιστάμενης συνταγματικής νομιμότητας -, αλλά και με τα πολλά πασίγνωστα αρνητικά της, μεταξύ των οποίων το κυριότερο υπήρξε η, χάριν μικροκομματικών ωφελημάτων, χαζοχαρούμενη δημοσιονομία και η συνακόλουθη άκριτη παροχολογία, που οδήγησαν στην πτώχευση.

(Ίσως μάλιστα ο άλλοτε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης στην εθνικά υπερκρίσιμη τριετία 2011-2014 να υπήρξε η πιο επιδραστική και η πιο ηρωική πολιτική φυσιογνωμία της χώρας.

Εύλογα ο Γιάννης Βούλγαρης τον χαρακτήρισε «αυτονομημένο πρωταγωνιστή που είχε αποδεχθεί το προσωπικό πολιτικό κόστος ως συνέπεια της οφειλόμενης εθνικής ευθύνης»…)

Υπήρξε, όμως, επίσης προσωπικότητα που σφράγισε - θετικά ή αρνητικά - και τη μεταπολιτευτική συνταγματική πορεία της χώρας, κυρίως με την καθοριστική συμβολή του στην αναθεώρηση του 2001.

Αυτή βέβαια επιδέχεται κριτικής: Για παράδειγμα, διατήρησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 110 αναθεωρητική διαδικασία, που δυσχεραίνει την προσαρμογή του Συντάγματος στις εξελισσόμενες συνθήκες.

Θα ήταν πολύ προτιμότερο η πρώτη Βουλή να διαμόρφωνε στην τελική και ολοκληρωμένη διατύπωσή του το προτεινόμενο νέο κείμενο της προς αναθεώρηση διάταξης και η δεύτερη, αφού εκφρασθεί και ο λαός στην κάλπη, να το υιοθετεί ως έχει ή να το απορρίπτει.

Με τη σημερινή συνταγματική ρύθμιση κάθε αντιπολίτευση δύσκολα συναινεί στην καταγραφή ενός άρθρου ως αναθεωρητέου, γνωρίζοντας πως η πλειοψηφία που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές θα μπορούσε να δώσει, μόνη της, οποιοδήποτε περιεχόμενο επιθυμεί στο αναθεωρούμενο άρθρο, ενδεχομένως αποκλίνον από - ή/και σε απόλυτη αντίθεση προς - τη βούληση του προηγούμενου κοινοβουλίου που το ψήφισε ως αναθεωρητέο.

Επίσης, διατήρησε ως δέσμια την αρμοδιότητα του ΠτΔ για προκήρυξη δημοψηφισμάτων επί κρίσιμων εθνικών ζητημάτων, όταν το επιθυμεί ο ελέγχων την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά ένα πρόσωπο, ο πρωθυπουργός, μπορεί να βάλει, όπως έγινε το 2015, τον τόπο στην όλως επικίνδυνη περιδίνηση μιας εθνοδιχαστικής δημοψηφισματικής περιπέτειας, χωρίς ο ρυθμιστής του πολιτεύματος να μπορεί τουλάχιστον να αξιώσει η σχετική απόφαση να ληφθεί από τη Βουλή με ειδική αυξημένη πλειοψηφία.

(Βέβαια μια τέτοια συνταγματική ευχέρεια του ΠτΔ είχε πολιτικό νόημα πριν η αναθεώρηση από την παρούσα κυβέρνηση του τρόπου εκλογής του αρχηγού του κράτους, που πλέον μπορεί να γίνει από μόνη την κυβερνητική πλειοψηφία, ευτελίσει το προεδρικό αξίωμα, αφαιρώντας από τον φορέα του το πολιτικό βάρος και την ανεξαρτησία που θα του επέτρεπαν να λειτουργήσει ως θεσμικό ανάχωμα σε επικίνδυνες πρωθυπουργικές πρωτοβουλίες.)

Και πολλές άλλες μομφές θα μπορούσαν ασφαλώς να καταλογιστούν στο «Σύνταγμα Βενιζέλου» του 2001, για επιλογές διατήρησης προβληματικών συνταγματικών διατάξεων - π.χ. το δικαίωμα απεργίας παραγόντων εμπλεκόμενων στην απονομή της Δικαιοσύνης, π.χ. δικαστικών γραμματέων κ.λ.π. - ωστόσο είναι αναμφίλεκτο πως αυτή και τον Καταστατικό Χάρτη εμπλούτισε με «προχωρημένες» δέσμες ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων, των λεγόμενων «νέας γενιάς», αλλά κυρίως για πρώτη φορά στη συνταγματική ιστορία της χώρας αφαίρεσε - μετά την κακή πρακτική μάλιστα του ΠΑΣΟΚ το 1989 - από την εκάστοτε κυβέρνηση τη δυνατότητα να διαμορφώνει την τελευταία στιγμή, κατά τη βούληση και το πολιτικό συμφέρον της, το θεσμικό πλαίσιο διεξαγωγής της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, δηλαδή τον εκλογικό νόμο.

Χωρίς τη ρύθμιση αυτή η Ελλάδα ίσως από το 2019 θα βρισκόταν σε κατάσταση παρατεταμένης ακυβερνησίας…

Τούτων δοθέντων, με την καθοριστική συμβολή του στη διαμόρφωση της σημερινής συνταγματικής μας πραγματικότητας και πιθανότατα ως ο κορυφαίος συνταγματολόγος της χώρας, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ασφαλώς και δικαιούτο και όφειλε να οργανώσει μια σε βάθος συζήτηση για τα συνταγματικά ζητήματα με την ευκαιρία των πεντηκοστών γενεθλίων του Συντάγματος του 1975.

Και σε αυτή κλήθησαν να μετάσχουν όλοι σχεδόν οι νυν ή διατελέσαντες κορυφαίοι δικαστές, καθώς και οι πιο γνωστοί συνταγματολόγοι. Ωστόσο…

Πολλές, αν όχι οι περισσότερες, από τις παθογένειες της σημερινής συνταγματικής και ευρύτερης θεσμικής μας πραγματικότητας συνδέονται με την απονομή της Δικαιοσύνης και τον ρόλο των λειτουργών της.

Θα εισηγούντο ποτέ δικαστικοί λειτουργοί άρση του σκανδάλου, τα μισθολογικά του κλάδου να αποφασίζονται κατά βούληση από δικαστές και πρόσωπα επαγγελματικά εξαρτώμενα από αυτούς;

Θα πρότειναν τη μετακίνηση της αρμοδιότητας για επιλογή των δικαστικών ηγεσιών από τις κυβερνήσεις - που διευκολύνει πολύπλευρες συναλλαγές - σε μια αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία;

Κυρίως δε θα ψέλλιζαν κάτι για την ανάγκη - που θα μπορούσε μάλιστα να γίνει και με κοινό νόμο - να απαγορευθεί η τόσο υπονομευτική του κύρους και της αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης δυνατότητα τοποθέτησης δικαστών αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους σε προνομιούχες θέσεις, π.χ. υπουργικούς θώκους, πρωτίστως δε χρυσοπληρωμένες προεδρίες ανεξαρτήτων αρχών;

Κυρίως, όμως, τα μείζονα συνταγματικά προβλήματα δεν είναι τεχνικά, αλλά πολιτικά: Είναι, π.χ., σκόπιμη η σώρευση βουλευτικών και υπουργικών αξιωμάτων;

Είναι σκόπιμη η διατήρηση του σταυρού προτίμησης - ελληνική ευρεσιτεχνία -, θεσμού παραγωγού εσωκομματικών εμφυλίων, αλλά και ρουσφετολογικών πρακτικών, συχνά και διαφθοράς;

Μήπως έμφαση θα έπρεπε να δοθεί στην εκλογή της πλειονότητας των βουλευτών σε μονοεδρικές περιφέρειες, που δίνουν πιο πολιτικό/προγραμματικό χαρακτήρα στην εκλογική αντιπαράθεση, εμποδίζουν δε την ανάδειξη βουλευτών με διάφορες «εξαρτήσεις», π.χ. από καναλάρχες, υποομάδες, ειδικά συμφέροντα κ.λ.π.

Οπότε εν κατακλείδι τίθεται το ερώτημα: Για όλα αυτά τα ζητήματα δεν θα ήταν χρήσιμη η συμμετοχή στη συζήτηση και εκπροσώπων της πολιτικής επιστήμης; Κορυφαίοι πολιτικοί επιστήμονες όπως ο Καλύβας, ο Βούλγαρης, ο Μοσχονάς δεν θα είχαν τίποτε να συνεισφέρουν σε μια τέτοια συζήτηση;