Κ. Σημίτης: Μια επιτυχία που δεν ολοκληρώθηκε

Κ. Σημίτης: Μια επιτυχία που δεν ολοκληρώθηκε

Ευθύνες στον διάδοχό του στην πρωθυπουργία, ΚώσταΚαραμανλή, για τα ελληνοτουρκικά επιρρίπτει ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, καταλογίζοντάς του ότι στη Σύνοδο Κορυφής του 2004 εγκατέλειψε τη στρατηγική της συνόδου του Ελσίνκι και αποδέχθηκε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την Τουρκία.

Σε άρθρο του στα ΝΕΑ, με αφορμή τα 20 χρόνια από τη Σύνοδο του Ελσίνκι, ο κ. Σημίτης υποστηρίζει η τότε επιτυχία δεν ολοκληρώθηκε γιατί στη σύνοδο κορυφής του 2004 ο Κώστας Καραμανλής αποδέχθηκε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές και δεν επέμεινε στη στρατηγική του Ελσίνκι, όπως είχε διαμορφωθεί από τον κ. Σημίτη με τη συνδρομή του Γιάννου Κρανιδιώτη.

«Ίσως σήμερα να είχαμε μια διαφορετική Τουρκία. Και αντί να κυριαρχούν οι φόβοι θερμών επεισοδίων, να συνεργάζονταν όλες οι χώρες της περιοχής για το κοινό τους μέλλον», γράφει ο κ. Σημίτης.

Στη συνέχεια, θυμίζει ότι, μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, το Συμβούλιο διεκόπη και περιγράφει τι έγινε μέχρι την απόφαση του Ελσίνκι, αλλά και την οργισμένη αντίδραση των Τούρκων.

«Για αυτό και ο κ. Σολάνα μετέβη αμέσως στην Άγκυρα για να καθησυχάσει την τουρκική ηγεσία, το οποίο και πέτυχε» τονίζει ο πρώην πρωθυπουργός: «Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με 10 άλλες χώρες την 1η Μαΐου 2004. Η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003 όταν η Ελλάδα προήδρευε του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Σε άλλο σημείο του άρθρου του ο κ. Σημίτης εκτιμά πως μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι αναπτύχθηκε μια δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, «αποτέλεσμα της οποίας ήταν και οι αλλεπάλληλες διερευνητικές συνομιλίες για την αντιμετώπιση των υφισταμένων διαφορών».

«Αλλά και στις συζητήσεις αυτές η τότε νέα ελληνική κυβέρνηση τελικά δεν έδωσε συνέχεια» τονίζει ο κ. Σημίτης, συνεχίζοντας: «Το αποτέλεσμα της στάσης του 2004 είναι οι σημερινές απειλές και οι εκβιασμοί της Τουρκίας».

«Συμπληρωματικά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η προσφυγή στη Χάγη δεν αποκλείει ούτε την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών ούτε την πραγματοποίηση διερευνητικών συνομιλιών για την αντιμετώπιση των μεταξύ τους προβλημάτων. Είναι ένα μέσο για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών», καταλήγει ο πρώην πρωθυπουργός.