Δεν έχουμε την πολυτέλεια για «part time» υπ. Εξωτερικών και υπ. Άμυνας «υπό προθεσμία»

Δεν έχουμε την πολυτέλεια για «part time» υπ. Εξωτερικών και υπ. Άμυνας «υπό προθεσμία»

Του Γιάννη Κ. Τρουπή

Αν η Ελλάδα δεν είχε για γείτονα την Τουρκία και δε βρισκόταν σε ένα τόσο σημαντικά στρατηγικό σημείο στο χάρτη, τότε ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Αν η Ελλάδα δε βρισκόταν στα Βαλκάνια, αλλά στο κέντρο της Ευρώπης τότε ασφαλώς θα συζητούσαμε επί άλλης βάσης.

Όμως με τα δεδομένα που όλοι γνωρίζουμε και τα οποία προφανώς και δεν αλλάζουν, η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια δύο απολύτως κρίσιμες κυβερνητικές θέσεις να καταλαμβάνονται από στελέχη, που μετά τις τελευταίες εξελίξεις με τις καταγγελίες του Νίκου Κοτζιά αλλά και τις παρενέργειες του σκοπιανού εντός του υπουργικού συμβουλίου, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκπληρώσουν στο 100% την λίστα των καθηκόντων που περιλαμβάνουν αυτές οι υπουργικές «καρέκλες».

Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για τα νευραλγικά πόστα του υπουργού εξωτερικών και του υπουργού Άμυνας.
Στην περίπτωση λοιπόν του επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, τη θέση του κ. Κοτζιά ανέλαβε ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Παρά τις όποιες διαφωνίες μπορεί να είχε κανείς για τον τέως υπουργό Εξωτερικών, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι ήταν ένας υπουργός ... «πλήρους απασχόλησης». Η απόφαση του κ. Τσίπρα να αναλάβει εκείνος το χαρτοφυλάκιο, μπορεί να γίνεται κατανοητή για συμβολικούς λόγους, όμως η συγκεκριμένη κίνηση δύσκολα μπορεί να καταστεί λειτουργική ειδικά σε αυτή την τόσο τεταμένη χρονική συγκυρία.

Η απόπειρα δημιουργίας τετελεσμένων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας με την έκδοση παράνομων navtex και την αποστολή του «Μπαρπαρός» στην περιοχή που τέμνονται οι θαλάσσιες ζώνες Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου, είναι μία μόνο πτυχή της δύσκολης καθημερινότητας με τους γείτονες τις τελευταίες μέρες.

Η σκληρή πραγματικότητα λοιπόν είναι πως ο κ.Τσίπρας ανέλαβε τα καθήκοντα του Υπουργού Εξωτερικών, σε ένα περιβάλλον μεγάλης αβεβαιότητας και αυξανόμενης έντασης. Στο πλαίσιο αυτό προκύπτουν ορισμένα καίριας σημασίας πρακτικά ερωτήματα, όσον αφορά στη λειτουργία του Υπουργείου.

- Θα πηγαίνει - και κάθε πότε - ο κ. Τσίπρας στο Υπουργείο των Εξωτερικών;

- Θα ασχολείται με τα ελληνοτουρκικά ζητήματα ή ο χρόνος του θα αφιερώνεται σχεδόν αποκλειστικά με την Συμφωνία των Πρεσπών;

- Θα ασχολείται με το Κυπριακό, τις διαπραγματεύσεις με την Αλβανία και τα υπόλοιπα σημαντικά θέματα εξωτερικής πολιτικής;

- Ποιος θα εκπροσωπεί τη χώρα στα Συμβούλια Γενικών Υποθέσεων στην Ε.Ε.;

- Πως θα καλύπτονται οι αυξημένες ανάγκες παρακολούθησης και εκπροσώπησης της χώρας στο πλαίσιο των σοβαρών διμερών σχέσεων;

-Ποιος θα ασκεί την καθημερινή διοίκηση του Υπουργείου Εξωτερικών;

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το εξίσου σοβαρό πόστο του υπουργού Εθνικής Άμυνας. Ο κ. Καμμένος , ο οποίος δεν έχει κρύψει την ευαισθησία του στα αμυντικά θέματα, ουσιαστικά είναι ένας υπουργός υπό προθεσμία. Ο λόγος, η ξεκάθαρη δημόσια τοποθέτησή του πως θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση όταν έρθει η συμφωνία των Πρεσπών προς κύρωση στο ελληνικό κοινοβούλιο. Με άλλα λόγια δηλαδή ο κ. Καμμένος είναι υπουργός Άμυνας για ακόμα περίπου τέσσερις μήνες, αφού οι σκοπιανοί φαίνεται να προχωρούν την υλοποίηση του δικού τους κομματιού της συμφωνίας.

Πόσο σωστό αλλά κυρίως λειτουργικό μπορεί να είναι όταν όλοι γνωρίζουν ότι το πολιτικό στέλεχος που διαχειρίζεται τα θέματα άμυνας σε μία τόσο ευαίσθητη περίοδο σε κάτι παραπάνω από 100 μέρες θα πρέπει να έχει αποχωρήσει, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει;

Είναι προφανές λοιπόν πως η διαμάχη Κοτζιά - Καμμένου εντός του κυβερνητικού σχήματος αλλά και η επιλογή της κυβέρνησης αναφορικά με ένα τόσο σοβαρό εθνικό θέμα (συμφωνία των Πρεσπών) έχουν ευθεία αναφορά και αντανάκλαση σε κομβικά τμήματα της διακυβέρνησης της χώρας. Στην εξωτερική πολιτική και στην άμυνα. Η χώρα δε διαθέτει την συγκεκριμένη πολυτέλεια και θα πρέπει να ληφθούν άμεσα αποφάσεις.

Το παραπάνω σκεπτικό κυριαρχεί στο εσωτερικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τα στελέχη της να εστιάζουν την κριτική τους σε δύο επίπεδα. Από την μία ζητούν με επίμονο τρόπο τη δημοσιοποίηση της επιστολής παραίτησης του κ. Κοτζιά και από την άλλη την άμεση παρέμβαση της δικαιοσύνης με στόχο τη διερεύνηση των καταγγελιών Κοτζιά. Μία τακτική, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες θα κλιμακωθεί το επόμενο διάστημα και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο.