Δυο καλές αρχές στην ανώτατη εκπαίδευση

Δυο καλές αρχές στην ανώτατη εκπαίδευση

Του Τάσου Ι. Αβραντίνη

Η τροποποίηση του σημερινού πολυδαίδαλου και γραφειοκρατικού συστήματος των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) των πανεπιστημίων που ανακοίνωσε χθες η Υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως είναι μια εξαιρετικά θετική εξέλιξη κυρίως (αλλά όχι μόνο) προς την κατεύθυνση της δραστικής απλοποίησης των διαδικασιών, της ενίσχυσης της ευελιξίας στη διαχείριση των ερευνητικών προγραμμάτων και της μείωσης στο ελάχιστο της διαχειριστικής εμπλοκής του επιστημονικού προσωπικού των ΑΕΙ.

Το ασφυκτικό καθεστώς που είχε επιβάλλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στη λειτουργία των ΕΛΚΕ είχε οδηγήσει την έρευνα στα πανεπιστήμια σε πλήρη αγκύλωση. Πιο συγκεκριμένα:

- σε έναν απίστευτο αριθμό εργατοωρών χαμένων όχι στην ουσιαστική έρευνα αλλά σε ατέρμονες και αργόσυρτες γραφειοκρατικές διαδικασίες,

- σε αποθάρρυνση των ερευνητών και των μελών ΔΕΠ να φέρνουν ερευνητικά προγράμματα στα ΑΕΙ, με άμεσες επιπτώσεις α) την απώλεια εσόδων από τα ΑΕΙ (από τις κρατήσεις των έργων), β) την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας κυρίως νέων ερευνητών και γ) τη μείωση της ερευνητικής δράσης των ΑΕΙ, η οποία αντανακλά μεταξύ άλλων και σε όλες τις διεθνείς αξιολογήσεις τους.

Με τις αλλαγές της κυβέρνησης Μητσοτάκη δίνεται στους ΕΛΚΕ η μέγιστη δυνατή ελευθερία στα πλαίσια του δημόσιου λογιστικού. Μολονότι οι ΕΛΚΕ διαχειρίζονται δημόσια χρήματα, εντάσσονται συνεπώς στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, ως εκ τούτου πρέπει να διασφαλίζεται η τήρηση των κανόνων ελέγχου και διαφάνειας, εντούτοις με τις αλλαγές που παρουσίασε η κυβέρνηση, επιτυγχάνονται ταυτόχρονα σε μεγάλο βαθμό τόσο η ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων όσο η ευελιξία και η απλότητα που απαιτεί η διαχείριση ερευνητικών έργων. Το επιστημονικό προσωπικό των πανεπιστημίων μπορεί πλέον απερίσπαστο να αφοσιωθεί στα ερευνητικά του καθήκοντα.

Ένα μόνο παράδειγμα για να γίνει αντιληπτό το ασφυκτικό πλαίσιο στο οποίο είχε εγκλωβιστεί η έρευνα των πανεπιστημίων. Οι ΕΛΚΕ αναλαμβάνουν συνεχώς καινούργια έργα, τα οποία στην πορεία μεταβάλλονται ή διαφοροποιούνται. Με το προηγούμενο καθεστώς δεν ήταν εκ των υστέρων δυνατή η τροποποίηση του προϋπολογισμού τους. Θα έπρεπε δε για κάθε αλλαγή να γίνεται και αντίστοιχη τροποποίηση προϋπολογισμού. Πρόκειται για πολλές αλλαγές στην εξέλιξη κάθε ερευνητικού έργου που για να είναι νόμιμες θα έπρεπε να προηγούνται αντίστοιχες τροποποιήσεις. Ο απόλυτος παραλογισμός. Με το νέο καθεστώς οι ΕΛΚΕ θα μπορούν και εκ των υστέρων με μια τροποποίηση στο συνολικό προϋπολογισμό του έργου να εγκρίνουν όλες τις αλλαγές που έχουν ήδη πραγματοποιήσει.

Επίσης πολύ θετική εξέλιξη η δυνατότητα ανοίγματος λογαριασμού σε κατάστημα εμπορικής τράπεζας σε περιοχές που δεν υπάρχει κατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος.

Και λίγα λόγια για την ίδρυση Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης

Σε κάθε σχεδόν προηγμένη χώρα υπάρχει μια ανεξάρτητη Αρχή για τη διασφάλιση της ποιότητας των πανεπιστημίων. Στη χώρα μας υπήρχε η ΑΔΙΠ. Ανακοινώθηκε από την υπουργό Παιδείας η κατάργηση της ΑΔΙΠ και η αντικατάστασή της από μια νέα αναβαθμισμένη Αρχή, την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης με αρμοδιότητες:

α) την αξιολόγηση και την πιστοποίηση όλων των πτυχών της λειτουργίας των ΑΕΙ (ιδρύματα, σχολές, τμήματα, προγράμματα σπουδών, προσωπικό),

β) τη χάραξη στρατηγικής για την ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα (π.χ. αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας με ορθολογικά κριτήρια) 

γ) την κατανομή της χρηματοδότησης στα ΑΕΙ με βάση αντικειμενικά κριτήρια μεταξύ των οποίων και έως ποσοστού 20% για τη χρηματοδότηση κριτηρίων απόδοσης των ιδρυμάτων.

Με τη νέα Αρχή επιτυγχάνονται τα εξής:

Α) Γίνεται πιο ουσιαστική η διαδικασία αξιολόγησης και πιστοποίησης των ιδρυμάτων με αναμενόμενα αποτελέσματα την αύξηση του ανταγωνισμού και άρα της ποιότητας μεταξύ τους αλλά και την καλύτερη διασύνδεσή τους με τον ΕΧΑΕ (Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης).

Β) Η ίδρυση νέων ακαδημαϊκών δομών (Πανεπιστήμια, Τμήματα, κ.λπ.) ή η μεταβολή υφισταμένων γίνεται στη βάση ενός ορθολογικού συνολικού εθνικού σχεδιασμού με βάση τις ανάγκες της χώρας και τις διεθνείς επιστημονικές εξελίξεις και όχι, όπως γινόταν μέχρι σήμερα «κατόπιν ενεργειών» πολιτικάντηδων, τοπικών παραγόντων, βάσει τροπολογιών βουλευτών της τελευταίας στιγμής ή ρουσφέτια της εκάστοτε ηγεσίας του υπουργείου παιδείας.

Γ) Εξορθολογίζεται και γίνεται απολύτως διαφανές το σύστημα χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και για πρώτη φορά συνδέεται η απόδοση ενός ΑΕΙ με τη χρηματοδότησή του (performance based funding), αρχή ούτως ή άλλως επαναστατική για το δημόσιο τομέα στην Ελλάδα. Μέχρι σήμερα τα ΑΕΙ χρηματοδοτούνται με υπουργικές αποφάσεις σε καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας, όσον αφορά τα κριτήρια χρηματοδότησης.

Υπάρχουν δύο βασικά συστήματα χρηματοδότησης της ανώτατης εκπαίδευσης με αρκετές ωστόσο παραλλαγές στο καθένα από αυτά:

i. Το πρώτο σύστημα είναι το κλασικό μοντέλο της ηπειρωτικής Ευρώπης, το οποίο εφαρμόζει και η Ελλάδα. Κάθε χρόνο το κράτος χρηματοδοτεί απευθείας τα πανεπιστήμια (direct allocation). Σε μια παραλλαγή του κλασικού μοντέλου (λ.χ. στην Αγγλία) η χρηματοδότηση γίνεται μέσω ενδιάμεσου οργανισμού, ο οποίος με αυστηρά ακαδημαϊκά κριτήρια και φίλτρα απόδοσης κατανέμει μεταξύ των πανεπιστημίων την κρατική χρηματοδότηση. Σε άλλες χώρες κριτήριο της χρηματοδότησης είναι ο αριθμός των φοιτητών που εισάγονται στο πανεπιστήμιο, ενώ σε άλλες (Φινλανδία, Ισραήλ, Αυστραλία κοκ.) η χρηματοδότηση συνδέεται με τον αριθμό των φοιτητών που παίρνουν πτυχίο σε συνδυασμό με τον αριθμό των «λιμναζόντων» στα πανεπιστήμια φοιτητών.

ii. Το δεύτερο και περισσότερο αποτελεσματικό σύστημα είναι η χρηματοδότηση όχι του παραγωγού υπηρεσιών εκπαίδευσης (πανεπιστημίου) αλλά του φοιτητή-καταναλωτή. Η επιλογή αυτή είναι πιο αποτελεσματική και κατά τη γνώμη μου προτιμητέα, αφού έτσι επιτυγχάνεται ο μέγιστος βαθμός ελέγχου ποιότητας των πανεπιστημίων μέσω του άμεσα ενδιαφερομένου, του φοιτητή. Με το σύστημα αυτό επιτυγχάνεται και η μείωση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων καθώς δίνεται η δυνατότητα και στους φοιτητές από λιγότερες εύπορες οικογένειες να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους επιλέγοντας το πανεπιστήμιο (δημόσιο ή ιδιωτικό) που επιθυμούν.

Η κυβέρνηση με τις αλλαγές που εξήγγειλε η υπουργός Παιδείας δεν προχωρεί βεβαίως σε μια μεγάλη αλλαγή, σε μια «συστημική» μεταρρύθμιση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων. Προχωρεί όμως με μέτρο στον ουσιαστικό εξορθολογισμό ενός απολύτως αναποτελεσματικού και βαλτωμένου συστήματος, το οποίο δεν λαμβάνει υπ΄όψιν του για τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων με τα λεφτά των φορολογουμένων κανένα απολύτως κριτήριο από τα διεθνώς παραδεδεγμένα κριτήρια, όπως λ.χ. τον αριθμό των φοιτητών, τον αριθμό των αποφοίτων, τον όγκο του ερευνητικού έργου, τις πατέντες και καινοτομίες των πανεπιστημίων, το επιστημονικό έργο των διδασκόντων, την ποιότητα της διδασκαλίας τους κοκ..

Η διαιώνιση ενός τέτοιου συστήματος θα οδηγούσε την ανώτατη εκπαίδευση σε πλήρη απαξίωση και εκτός των συγκλονιστικών αλλαγών που συμβαίνουν σήμερα στον παγκόσμιο εκπαιδευτικό χάρτη. Για το λόγο αυτό η διπλή πρωτοβουλία της κυβέρνησης είναι σωστή καθώς ανακόπτει την πορεία των Πανεπιστημίων μας προς το περιθώριο.