Υπάρχει επιστροφή από τον εφιάλτη των ακριβών καυσίμων;

Υπάρχει επιστροφή από τον εφιάλτη των ακριβών καυσίμων;

Κάθε μέρα που περνά, όλο και περισσότεροι καταναλωτές, επιχειρηματίες, οικονομολόγοι, πολιτικοί, αρχίζουν να πιστεύουν πως οι τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών δεν πρόκειται να υποχωρήσουν εύκολα από τα τωρινά, πολύ υψηλά, επίπεδα. Πάρα πολλοί έχουν αρχίσει να περιμένουν ακόμα υψηλότερες τιμές και σχεδόν κανείς δεν πιστεύει (ή τουλάχιστον δεν το λέει δημοσίως) πως η τιμή του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, της βενζίνης και του ντίζελ μπορούν να επιστρέψουν στα επίπεδα που είχαμε συνηθίσει για χρόνια. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί αυτή τη στιγμή η κατάσταση, αυτή η εκτίμηση δεν ακούγεται παράλογη.

Οι περισσότεροι ειδικοί εκτιμούν πως η ζήτηση για υγρά καύσιμα και φυσικό αέριο θα είναι μεγαλύτερη από την προσφορά για αρκετό καιρό ακόμα, ακόμα και αν ο πόλεμος στην Ουκρανία σταματήσει ξαφνικά. Και όχι μόνον αυτό, αλλά πως θα περάσουμε ένα διάστημα πολλών μηνών, ίσως και παραπάνω, μέχρι να διαμορφωθεί ένα νέο modus operandi της παγκόσμιας αγοράς πρώτων ενεργειακών υλών. Μέσα σε μερικές εβδομάδες έχει ανατραπεί μία κατάσταση που επικρατούσε για πολλά χρόνια, με παγιωμένες συνεργασίες μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών κρατών, μεταξύ εμπόρων και τελικών πελατών, μεταξύ πλοιοκτητριών εταιρειών και πετρελαϊκών εταιρειών.

Το γιατί έχουμε φθάσει στη σημερινή κατάσταση είναι αρκετά εύκολο να το εξηγήσουμε, έχοντας την πολυτέλεια να εξετάσουμε τα πράγματα εκ των υστέρων. Η ελλιπώς προετοιμασμένη, και σε ένα βαθμό εξαναγκαστική, στροφή μακριά από τα ορυκτά καύσιμα, στο όνομα της πράσινης μετάβασης, έφερε τον δυτικό κόσμο σε μία κατάσταση αδυναμίας αύξησης της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Οι μοναδικοί παραγωγοί που μπορούσαν να κινηθούν αυτόνομα και να αγνοήσουν τις σχετικές πιέσεις ήταν οι σχιστολιθικοί παραγωγοί των ΗΠΑ, οι οποίοι υπέστησαν τη βίαιη επίθεση των Σαουδαράβων και των Ρώσων την άνοιξη του 2020. Η (κατά την άποψή μας τουλάχιστον) συντονισμένη επίθεση των δύο αυτών μεγάλων δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου πέτυχε τον στόχο της, που ήταν η οικονομική εξόντωση όσων περισσότερων ανεξάρτητων αμερικανών παραγωγών πετρελαίου γινόταν.

Αυτό έλυσε τα χέρια του μονοπωλίου που ονομάζεται ΟΠΕΚ και έκανε πολύ πιο εύκολο τον επηρεασμό της τιμής του πετρελαίου. Παρά τη σημαντική αύξηση της τιμής του πετρελαίου, η επιστροφή των Αμερικανών παραγωγών είναι πιο αργή απ’ όσο χρειάζεται για να αλλάξει και πάλι το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης υπέρ της προσφοράς. Η τελική έκρηξη έγινε με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς οι αγορές προεξόφλησαν, και ακόμα προεξοφλούν, τη μείωση της προσφοράς εξ αιτίας του πολέμου.

Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν υπάρχει κάποια απόδειξη πως το ρωσικό πετρέλαιο έχει εξαφανιστεί από τον ορίζοντα, μπορεί να μειώνονται οι ποσότητες που φθάνουν στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, αλλά υπάρχουν αρκετοί πρόθυμοι αγοραστές, κυρίως στην Ασία, που δεν το αφήνουν να πάει χαμένο.

Όμως, η αναστάτωση που έχει προκληθεί στην αγορά και το γεγονός πως πάρα πολλοί μεγάλοι αγοραστές πετρελαίου ψάχνουν νέες συνεργασίες για να αντικαταστήσουν το ρωσικό πετρέλαιο που δεν επιτρέπεται πλέον να αγοράσουν, αρκούν για τη διατήρηση των τιμών στα, πολύ υψηλά επίπεδα των 120 δολαρίων/βαρέλι, ενώ τις ανοδικές τάσεις ενισχύει και η επικείμενη αύξηση της ζήτησης από την Κίνα, αφού τα lockdowns σιγά σιγά τελειώνουν.

Στο φυσικό αέριο, τα πράγματα είναι λίγο πιο απλά και είναι πολύ πιο συνδεδεμένα με την Ευρώπη και τον πόλεμο απ’ ότι στην περίπτωση του πετρελαίου. Από τη στιγμή που η Ευρώπη αποφάσισε (εθελοντικά ή μη) να πάψει να εξαρτάται από το ρωσικό φυσικό αέριο, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να το κάνει γρήγορα, πολύ απλά γιατί δεν μπορεί να βρει τέτοιες ποσότητες χωρίς τη χρήση αγωγών μεταφοράς του καυσίμου. Σε αυτή την περίπτωση, η δημιουργία μίας νέας κατάστασης λειτουργίας της παγκόσμιας αγοράς είναι κάτι πολύ πιο δύσκολο και χρονοβόρο από ότι με το πετρέλαιο, όσο LNG και να ταξιδέψει από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη, αφού δεν υπάρχει ακόμα η αναγκαία υποδομή στα λιμάνια των ΗΠΑ για την υγροποίηση των απαραίτητων ποσοτήτων φυσικού αερίου.

Πέρα όμως από αυτό, πιθανότατα δεν υπάρχει ακόμα τρόπος για τη μεταφορά του αερίου από τα σημεία εξόρυξης προς τις παραθαλάσσιες περιοχές όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις υγροποίησης. Αυτό τουλάχιστον μας επισημαίνει το Bloomberg, σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή αρκετοί αγωγοί φυσικού αερίου από τις πηγές του Τέξας προς τα λιμάνια.

Βρισκόμαστε λοιπόν σε μία κατάσταση όπου φαίνεται πολύ δύσκολη η επιστροφή σε πιο χαμηλές τιμές καυσίμων, όχι μόνο του φυσικού αερίου και του πετρελαίου αλλά και της βενζίνης και του ντίζελ και βέβαια της ηλεκτρικής ενέργειας, η τιμή της οποίας εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την τιμή του φυσικού αερίου. Η επικρατούσα άποψη υποστηρίζει πως θα πρέπει να περιμένουμε δύο με τρία χρόνια μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες επενδύσεις στις ΗΠΑ προκειμένου να μπορεί να μεταφερθεί η αυξανόμενη παραγωγή φυσικού αερίου προς τα λιμάνια και της εγκαταστάσεις υγροποίησης του, έτσι ώστε να μπορεί να παραδοθεί στους Ευρωπαίους και Ασιάτες πελάτες.

Κάτι αντίστοιχο εκτιμάται πως ισχύει και για το πετρέλαιο, καθώς η αύξηση της παραγωγής στις ΗΠΑ γίνεται με σχετικά αργό ρυθμό, ενώ οι άλλοι μεγάλοι παραγωγοί στον κόσμο, κυρίως δε η Σαουδική Αραβία, υποστηρίζουν πως δεν μπορούν εύκολα να βγάλουν άλλο πετρέλαιο από τη γη. Εδώ μας δίνεται η ευκαιρία να αναφερθούμε σε ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που μας έδωσε ο γνωστός αρθρογράφος του Bloomberg Javier Blas, ο οποίος αναφέρθηκε στο βιβλίο που έγραψε ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες τεσσάρων Σαουδαράβων υπουργών αρμόδιων για την πετρελαϊκή πολιτική της χώρας.

Διαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο του Ibrahim Al Muhanna, βλέπει κανείς την ομολογία του αξιωματούχου πως η Σαουδική Αραβία κατέκλυσε το 2014 την παγκόσμια αγορά με πετρέλαιο προκειμένου να πλήξει τους Αμερικανούς σχιστολιθικούς παραγωγούς, ενώ το 2012 έδινε σκοπίμως λανθασμένες πληροφορίες προς τις χρηματιστηριακές αγορές εμπορευμάτων σχετικά με το ύψος της παραγωγής προκειμένου να ρίξει τις τιμές και να βοηθήσει τον τότε Αμερικανό πρόεδρο Ομπάμα. Ένα άλλο στοιχείο, πιο χρήσιμο για την τωρινή μας κατάσταση, είναι η εκτίμηση του Al Muhanna πως ο διάδοχος (και ουσιαστικός κυβερνήτης της Σαουδικής Αραβίας), εκτιμά πως το μέλλον δε βρίσκεται στις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία.

Αφήνοντας την ενδιαφέρουσα παρένθεση, πρέπει να συμφωνήσουμε με τη λογική της εκτίμησης πως θα χρειαστεί μία μεταβατική περίοδος τριών περίπου ετών για να αυξηθεί η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, να ολοκληρωθούν τα έργα υποδομής (κυρίως στον τομέα του φυσικού αερίου) και να βρεθεί η νέα ισορροπία μέσα στις αγορές ενέργειας, ισορροπία που διαταράχθηκε βίαια με την αφορμή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Εκτός αυτού, μέσα σε αυτό το διάστημα θα έχει σίγουρα αυξηθεί η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όχι μόνο στις δυτικές χώρες αλλά και στην Κίνα και την Ινδία, πράγμα που θα μειώσει τη ζήτηση, κυρίως για φυσικό αέριο.

Αυτό όμως δε σημαίνει πως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο θα παραμείνουν οπωσδήποτε στις τωρινές τιμές ή θα ανεβούν ακόμα περισσότερο. Όχι, γιατί αυτό είναι απίθανο, αλλά γιατί πολύ απλά δεν πρόκειται να το αντέξει για πολύ η παγκόσμια οικονομία, όχι μόνον οι δυτικές χώρες. Η παραμονή των τιμών σε αυτά τα επίπεδα, ή σε ακόμα υψηλότερα, είναι βέβαιο πως αργά ή γρήγορα θα πλήξει τη ζήτηση, για να μην πούμε πως θα επιβραδύνει σημαντικά την παγκόσμια οικονομία, όπως άλλωστε είχε γίνει το 2008, όταν το πετρέλαιο είχε πλησιάσει τα 140 δολάρια/βαρέλι.

Αν η Σαουδική Αραβία ενδιαφέρεται για το μακροπρόθεσμο συμφέρον της, θα πρέπει να εύχεται να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος και να εξομαλυνθεί η κατάσταση στις αγορές των ενεργειακών πρώτων υλών. Άλλωστε, η αύξηση της παραγωγής που ανακοίνωσε ο ΟΠΕΚ δεν κατάφερε να κάμψει τις τιμές του πετρελαίου, με τους επενδυτές να αναμένουν γενναιότερη αύξηση της παραγωγής. Θα πρέπει η Σαουδική Αραβία να μας αποκαλύψει ξαφνικά πως η παραγωγή της δεν είναι τόσο δύσκολο να αυξηθεί, δε θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που θα μας έχει κρύψει την αλήθεια. Αν δε γίνει κάτι από αυτά τα δύο, τη μεγάλη ταλαιπωρία των πολιτών και καταναλωτών θα διαδεχθεί κάποια στιγμή μία δραστική μείωση των εσόδων του βασιλείου.