Κλίμα ευφορίας στην οικονομία για την πολιτική αλλαγή

Κλίμα ευφορίας στην οικονομία για την πολιτική αλλαγή

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Ένα κύμα ενθουσιασμού έχει κατακλύσει από προχθές την πραγματική οικονομία καθώς όπως χαρακτηριστικά τονίζουν παράγοντες της αγοράς «επικράτησε το καλύτερο δυνατό σενάριο». Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν και η αντίδραση των επενδυτών, με τον Γενικό Δείκτη του ΧΑ να ενισχύεται κατά 8,5% σε δύο συνεδριάσεις, τις τράπεζες να κερδίζουν σχεδόν 20% στο ίδιο διάστημα και τις αποδόσεις των ομολόγων να παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά παρά τις πιέσεις στους ιταλικούς τίτλους.

Την ίδια ώρα αρκετοί ξένοι δηλώνουν ότι θα μιλήσουν επώνυμα μετά το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών, όταν θα έχει συντελεστεί η πολιτική αλλαγή και θα έχουν ακόμη πιο ξεκάθαρη εικόνα για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η χώρα. Αυτοί που «μιλούν» μέχρι στιγμής είναι οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι και οι αναλυτές, οι οποίοι συμφωνούν ότι η προσφυγή στις κάλπες μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά για την ελληνική οικονομία καθώς εκτιμάται ότι θα προκύψει μια ισχυρή κυβέρνηση που θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη.

Το ερώτημα που απασχολεί αυτή τη στιγμή την αγορά είναι αν θα συνεχιστεί η ευφορία ή απλώς αυτό που βλέπουμε είναι μία «κραυγή» ανακούφισης, η οποία στην πορεία θα εξασθενίσει. Το σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα αλλάζει σελίδα μετά την θριαμβευτική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις ευρωεκλογές και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Παράλληλα, ο ιδιωτικός τομέας γλύτωσε πέντε ολόκληρους μήνες αβεβαιότητας, παροχολογίας και πολωμένου πολιτικού κλίματος που μόνο κακό μπορούσε να κάνει.

Με τον κίνδυνο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού να έχει περιοριστεί σημαντικά οι τράπεζες και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας περιμένουν με μεγάλη αγωνία να δουν στην πράξη ένα ντόμινο θετικών εξελίξεων αμέσως μετά την 7η Ιουλίου. Βασική προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι σύμφωνα με την Goldman Sachs, να επικρατήσει το πιθανότερο σενάριο που είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το αν θα εξασφαλίσει αυτοδυναμία.

Οι κίνδυνοι, ωστόσο, δεν έχουν εξαλειφθεί και οι μεγάλες προσδοκίες που καλλιεργούνται με ραγδαίο ρυθμό, ουσιαστικά μειώνουν στο ελάχιστο την περίοδο χάριτος για την επόμενη κυβέρνηση. Την πρώτη κιόλας ημέρα από τον σχηματισμό της, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει λύσεις σε μία σειρά προβλημάτων που σήμερα εμποδίζουν την ανάπτυξη. Αν δεν τα καταφέρει, η ελληνική οικονομία δυστυχώς θα παραδοθεί στις χρόνιες παθήσεις της και θα εγκλωβιστεί σε οικονομική στασιμότητα.

Η συγκυρία είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Πρέπει να υλοποιηθούν μεγάλες επενδύσεις που σήμερα παραμένουν στα σχέδια, με πρώτο και καλύτερο το Ελληνικό, ενώ δεν υπάρχει καμία πολυτέλεια χρόνου σε ό,τι αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων – κάτι που έχουμε ξεχάσει ως χώρα – αλλά και στην αντιμετώπιση του φαινομένου των «κόκκινων» δανείων. Το τραπεζικό πρόβλημα είναι πολύ σημαντικό αφενός γιατί οι τράπεζες δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη όσο πνίγονται από τα NPEs και αφετέρου διότι όσο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να χρωστούν τόσο η πραγματική οικονομία παραμένει «δεμένη».

Αν δοθούν απαντήσεις στα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας η χώρα έχει μία τεράστια ευκαιρία να δει επιτέλους τους καρπούς από τις θυσίες των προηγούμενων ετών.

Η βελτίωση του κλίματος μπορεί να φέρει ξένες επενδύσεις, ενώ η υλοποίηση επενδύσεων θα οδηγήσει σε ταχύτερη μείωση της ανεργίας, πυροδοτώντας μία αλληλουχία εξελίξεων που θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Με δηλώσεις του στο Liberal.gr, ο επικεφαλής αναλυτής της Capital Economics για την Ευρώπη, Άντριου Κένινχαμ, τονίζει ότι η μεγάλη άνοδος που βλέπουμε στο ελληνικό χρηματιστήριο και η βελτίωση στα ομόλογα είναι φυσιολογικές αντιδράσεις, ακριβώς διότι το μεγάλο προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας συνεπάγεται ότι θα εφαρμοστούν πιο φιλικές προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη πολιτικές. Ο ίδιος, μάλιστα, εκτιμά ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα μπορούσαν να βρεθούν μέσα στους επόμενους μήνες χαμηλότερα ακόμη και από τα ιταλικά ομόλογα, καθώς η Ιταλία δείχνει να κινείται προς την αντίθετη πολιτική κατεύθυνση.