Του Βασίλη Γεώργα
Σε μεγάλη αναθεώρηση των ρυθμών ανάπτυξης που θα έχει φέτος η ελληνική οικονομία προχωρά πλέον η κυβέρνηση μέσω του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής για την περίοδο 2017-2021 τα στοιχεία του οποίου έρχονται στο φως μέσα από την έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου.
Το υπουργείο Οικονομικών χαμηλώνει τον πήχη της αύξησης του ΑΕΠ μόλις στο 1,8% από την αρχική πρόβλεψη για άνοδο 2,7%, ενσωματώνοντας πλέον λιγότερο αισιόδοξες εκτιμήσεις για φέτος μετά την απότομη προσγείωση του τελευταίου τριμήνου του 2016 (-1,2%) και των πιέσεων στην οικονομία που συνεχίζονται μέχρι σήμερα ως αποτέλεσμα της αβεβαιότητας που προκαλεί η παρατεταμένη 2η αξιολόγηση.
Παρόλα αυτά, οι συνολικές προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής για την περίοδο μέχρι και το 2021 αποπνέουν μια εξόχως αισιόδοξη προσέγγιση των πραγμάτων από την κυβέρνηση καθώς εκτιμάται ότι στα επόμενα πέντε χρόνια το ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί περίπου κατά 10% σε τρέχουσες τιμές και θα ξεπερνά τα 206 δισ. ευρώ. Τους ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους επισημαίνει και το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, αμφισβητώντας εμμέσως πλην σαφώς τη δυνατότητα της οικονομίας να ανακάμψει αισθητά τα επόμενα χρόνια υπό το βάρος των νέων φορολογικών μέτρων, των περικοπών και των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ τα οποία θεωρούνται υπό όρους επιτεύξιμα.
Κατά το Δημοσιονομικό Συμβούλιο πολλές από τις προϋποθέσεις με τις οποίες συνδέεται η επιτυχία του Μεσοπρόθεσμου όπως είναι η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, παραμένουν σήμερα ως «ζητούμενα», και με αυτήν την έννοια οι εκτιμήσεις για διατηρήσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης της τάξης του 2,4% ετησίως κρίνονται αισιόδοξες. Σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο «στον βαθμό που δεν επιτευχθούν οι εκτιμώμενοι ρυθμοί μεγέθυνσης, οι δημοσιονομικοί στόχοι ενδεχομένως δεν θα είναι επιτεύξιμοι και θα καταστήσουν αναγκαία τη λήψη «διορθωτικών μέτρων».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης του Δημοσιονομικού Συμβουλίου η κυβέρνηση προβλέπει:
- ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά 1,8% για το 2017, κατά 2,4% το 2018, κατά 2,6% το 2019 κατά 2,3% το 2020 και κατά 2,2% το 2021 με το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές να αυξάνεται στα 187,811 δισ. ευρώ για να φτάσει στα 206,259 δις. ευρώ το 2021 .
-Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για «μεσοπρόθεσμο» διάστημα το οποίο δεν αναφέρεται αλλά εκτιμάται ότι θα είναι τουλάχιστον ως το 2021-20222
- Αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης με μέσο ρυθμό 1,28% την πενταετία 2017-2021 αποτελώντας μια από τις βασικότερες συνιστώσες αύξησης του ΑΕΠ. Η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,3% το 2017 στα 130,648 δις. ευρώ, κατά 1,4% το 2018, κατά 1,3% το 2019, κατά 1,3% το 2020 και κατά 1,2% το 2021 οπότε και αναμένεται να φτάσει τα 137,372 δις. ευρώ.
- Οι επενδύσεις όπως αντικατοπτρίζονται στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου θα είναι επίσης ένας εκ των βασικότερων λόγων που η κυβέρνηση προβλέπει ότι θα έχουμε ανάπτυξη. Στην πενταετία 2017-2021 αναμένεται αύξηση άνω των 10,3 δισ. ευρώ.
- Η ανεργία εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει από τα επίπεδα του 21% το 2017 στο 16% το 2021. Συγκεκριμένα προβλέπεται το 2018 να πέσει στο 19,8%, το 2019 στο 18,3%, το 2020 στο 17,1%, και το 2021 στο 16,3%.
Σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο είναι ερώτημα «κατά πόσον μια συνεχώς περιοριστική δημοσιονομική πολιτική είναι συμβατή με τους στόχους για την διατήρηση θετικών ρυθμών αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ», σημειώνοντας ότι ο συνδυασμός υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης και υψηλών ασφαλιστικών εισφορών θα περιορίζουν τη δυνατότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης να συμβάλει στην αύξηση του ΑΕΠ.
Με δεδομένη την ουσιαστικά μηδενική συμβολή του εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών στην αύξηση του ΑΕΠ, απομένει ως μοναδικός προωθητικός παράγοντας ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, δηλαδή οι δημόσιες και κυρίως οι ιδιωτικές επενδύσεις. Στο πλαίσιο αυτό το Δημοσιονομικό Συμβούλιο τονίζει πως «οι αισιόδοξες εκτιμήσεις που αποτυπώνονται στο Μεσοπρόθεσμο για τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων στην πενταετία 2017-2021 προϋποθέτουν σταθεροποίηση των προσδοκιών, σημαντική βελτίωση του επενδυτικού και επιχειρηματικού κλίματος, υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, επιστροφή σε ομαλές συνθήκες λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και φυσικά άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Στα 4 δισ. ευρώ τα μέτρα του 2019-2020
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εκτιμά την απόδοση των μέτρων (συντάξεις, αφορολόγητο κ.α) στα 4 δισ. ευρώ και συγκεκριμένα σε 1,9 δις. ευρώ για το 2019 και σε 2,1 δις. ευρώ για το 2020. Οι παρεμβάσεις, οι οποίες εφαρμόστηκαν πρώτη φορά το 2017, προβλέπεται να αποδώσουν περίπου 500 εκατ. ευρώ. Το 2016 από τη μερική εφαρμογή των μέτρων εισπράχθηκαν 640 εκατ. ευρώ ενώ τα αντίστοιχα προβλεπόμενα έσοδα για το 2017 και μετά εκτιμώνται στο ύψος των 2,5 δισ. ευρώ.
Κίνδυνος εκτροχιασμού από τον ΕΦΚΑ
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο θεωρεί επιτεύξιμο το στόχο για συγκράτηση των δημόσιων δαπανών στα σημερινά επίπεδα, αλλά προειδοποιεί για τον κίνδυνο εκτροχιασμού των εσόδων λόγω του ΕΦΚΑ. «Κίνδυνοι για εκτροχιασμό των δημοσίων δαπανών εξακολουθούν να υφίστανται. Σημαντικότερη πηγή ανησυχίας αποτελούν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) και ειδικά το σκέλος που αφορά στη χρηματοδότηση του ΕΦΚΑ. Ειδικά για τις δαπάνες που αφορούν σε χρηματοδότηση των ΟΚΑ απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και δεν δικαιολογείται κανένας απολύτως εφησυχασμός. Επιπλέον, η όποια συγκράτηση των δημοσίων δαπανών θα πρέπει να μην προκαλεί συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών», επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Πρωτογενή πλεονάσματα
Σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο ο πολύ υψηλός στόχος του ΜΠΔΣ 2018-2021 για τα πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ) θέτει εκ των πραγμάτων σοβαρούς περιορισμούς στην οικονομική δραστηριότητα και αντιμάχεται εν μέρει τον στόχο για πραγματική αύξηση του Α.Ε.Π. με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,4%. Ωστόσο θεωρεί ότι ο συνδυασμός αυτός θα μπορούσε να είναι εφικτός υπό προϋποθέσεις.
Συμπεράσματα
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Δημοσιονομικού Συμβουλίου για το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) προκύπτει ότι:
-Οι προβλέψεις/εκτιμήσεις, σε συνδυασμό με τις επιμέρους δράσεις όπως περιγράφονται, αποτελούν ένα πλαίσιο που συνδυάζει τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα με την απαρχή μιας περιόδου οικονομικής μεγέθυνσης και σταδιακής μείωσης του ποσοστού ανεργίας. Ουσιαστικά,
- το ΜΠΔΣ εκφράζει την αισιοδοξία για την έξοδο της χώρας από την έντονη οικονομική κρίση της παρελθούσας επταετίας. Η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα στηρίζεται σε δύο πυλώνες: Α. Τον αυστηρό έλεγχο και ανακατανομή των δαπανών, με συγκεκριμένους στόχους ανά Υπουργείο. Β. Τη διατήρηση μιας δομής του φορολογικού συστήματος που ήδη από το 2016 ενσωματώνει δυνατότητες «υπεραπόδοσης» με μόνιμη, δηλαδή διαρθρωτική βάση, σε συνδυασμό με την πιο αποτελεσματική φορολογική διοίκηση. Με αυτά τα δεδομένα, η δημοσιονομική διαχείριση βρίσκεται σε ένα νέο καθεστώς, διαφορετικό απ' ότι ίσχυε στο παρελθόν, ουσιαστικά σε ένα πλαίσιο «μεσοπρόθεσμης διατηρησιμότητας». Με αυτή την έννοια, οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα κρίνονται κατ' αρχήν εφικτοί. Παραμένει βέβαια το ερώτημα κατά πόσον μια συνεχώς περιοριστική δημοσιονομική πολιτική είναι συμβατή με τους στόχους για την διατήρηση θετικών ρυθμών αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.
-Ο συνδυασμός υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης και υψηλών ασφαλιστικών εισφορών θα περιορίζουν τη δυνατότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης να συμβάλει στην αύξηση του ΑΕΠ, και αυτό αποτυπώνεται στις εκτιμήσεις του Μεσοπρόθεσμου. Με δεδομένη την ουσιαστικά μηδενική συμβολή του εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών στην αύξηση του ΑΕΠ, απομένει ως μοναδικός προωθητικός παράγοντας ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, δηλ. οι δημόσιες και κυρίως οι ιδιωτικές επενδύσεις. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις που αποτυπώνονται στο Μεσοπρόθεσμο για τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων στην πενταετία 2017-2021 προϋποθέτουν σταθεροποίηση των προσδοκιών, σημαντική βελτίωση του επενδυτικού και επιχειρηματικού κλίματος, υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, επιστροφή σε ομαλές συνθήκες λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και φυσικά άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Ολόκληρη την αξιολόγηση μπορείτε να τη δείτε εδώ