Του Γιώργου Φιντικάκη
Δίχως ένα σοκ επενδύσεων τόσο από το εσωτερικό, όσο και από το εξωτερικό σε παραγωγικούς και εξωστρεφείς κλάδους που θα προσελκύσουν «συνάλλαγμα» και θα μειώσουν την συμμετοχή της κατανάλωσης ως ποσοστό του ΑΕΠ, με ταυτόχρονη όμως μείωση της φορολογίας, ο λογαριασμός της συμφωνίας προφανώς και δεν βγαίνει.
Τα λένε μεταξύ τους οι επιχειρηματίες, τα λέει και το Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που προβλέπει ότι ένα ποσό της τάξης των 140 δισ ευρώ (ίσο με το 78% του περυσινού ΑΕΠ) από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, θα πέσει στην οικονομία μέσα στην επόμενη πενταετία, από φέτος μέχρι και το 2021.
Εκείνο που δεν λέει το Μεσοπρόθεσμο είναι οι προϋποθέσεις για την επιτυχία του μοντέλου προσέλκυσης επενδύσεων, οι οποίες παραμένουν ακόμη στα «ζητούμενα», και επομένως οι προβλέψεις για ρυθμούς ανάπτυξης 2,4% το 2018, 2,6% το 2019, και 2,3% το 2020, τίθενται εν αμφιβόλω.
Οι οικονομολόγοι θεωρούν για παράδειγμα αδύνατο να επιτευχθεί και να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου υψηλός επενδυτικός ρυθμός, μόνο με τις ιδιωτικοποιήσεις. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, ακόμη και αν πουληθούν όλα όσα περιλαμβάνει το πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ, το ύψος των εσόδων μετά βίας μπορεί να αγγίξει τα 9-10 δισ ευρώ μέχρι το 2020. Σύμφωνα με την θεωρία του πολλαπλασιαστή, οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές θα γεννήσουν αρκετά δισ. ευρώ επενδύσεων, ωστόσο το αποτύπωμά τους στην οικονομία δεν θα φανεί άμεσα.
Το εγχώριο κεφάλαιο
Τούτο σημαίνει ότι το ποσό που υπολείπεται μέχρι τα 140 δισ ευρώ που προβλέπεται να πέσουν στην οικονομία, θα προέλθει μόνο αν κινητοποιηθούν εγχώριες επενδύσεις, που μεταφράζεται σε μια μαζική αντικατάσταση τα επόμενα χρόνια του πεπαλαιωμένου παγίου εξοπλισμού των επιχειρήσεων, από αγορές μηχανολογικού υλικού έως οχημάτων.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο έχει την δυναμική και τα περιθώρια να δημιουργήσει ανάπτυξη και πλούτο μια χώρα που φορολογεί τα πάντα, δίχως μάλιστα τραπεζική χρηματοδότηση. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να μειωθούν δραστικά οι φορολογικοί συντελεστές και οι ασφαλιστικές εισφορές, κάτι που δεν προβλέπεται παρά μόνο για το 2020, υπό την μορφή των αντίμετρων, και εφόσον βγουν τα πλεονάσματα. Αυτή είναι και η πρώτη αιρεσιμότητα αναφορικά με την κινητοποίηση επενδύσεων ύψους 140 δισ ευρώ ως το 2021.
Οι αποκρατικοποιήσεις
Η δεύτερη αιρεσιμότητα αφορά αυτές καθ' εαυτές τις αποκρατικοποιήσεις. Τους φιλόδοξους στόχους των ιδιωτικοποιήσεων αμφισβητούν τα ίδια τα προσωρινά στοιχεία για την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού που δείχνουν υστέρηση 411 εκατ ευρώ στα έσοδα. Το ίδιο είχε συμβεί και πέρυσι, το ίδιο επαναλαμβάνεται και φέτος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ελληνικό για το οποίο έχουν εγγραφεί στο φετινό προϋπολογισμό έσοδα ύψους 300 εκατ ευρώ, εφόσον οι εκκρεμότητες κλείσουν εντός χρονιάς. Οι τελευταίες ωστόσο εξελίξεις με τα δασικά, και η νέα καθυστέρηση που αυτή συνεπάγεται, έρχονται να αμφισβητήσουν τον στόχο. Επειτα η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης φαίνεται ότι αδυνατεί, με βάση τα πεπραγμένα της, να διαμορφώσει σε μόνιμη βάση ένα φιλικότερο προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, μέσω μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, και, έτσι, να κινητοποιήσει ιδιωτικές επενδύσεις.
Η αγορά κατοικίας
Το τρίτο σκέλος της κριτικής αρκετών οικονομολόγων αφορά στην στάση των κυβερνώντων που ευαγγελίζονται νέα αναπτυξιακά υποδείγματα, επικαλούμενοι ένα νέο εξωστρεφές, με υψηλή προστιθέμενη αξία μοντέλο, και θεωρώντας πλήρως αποτυχημένο το προηγούμενο πρότυπο.
Δεν απαντά κανείς, όπως λένε οι συνομιλητές μας, πέρα από τα ευχολόγια και τις γενικόλογες ρήσεις, σε τι χρονικό διάστημα και με ποιο τρόπο θα αντικατασταθεί το έλλειμμα από την κατάρρευση της αγοράς κατοικίας. Ποιος δηλαδή θα πραγματοποιήσει ετησίως επενδύσεις ύψους περίπου 18 δισ ευρώ, με τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα που προκαλούν στην οικονομία οι επενδύσεις σε κατοικίες. Προφανώς κανείς, είναι η απάντηση.
Ουδείς υπερασπίζεται το αναπτυξιακό υπόδειγμα της περιόδου έως το 2008, η αλήθεια ωστόσο είναι ότι οι πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας δεν προσφέρονται για μαζικές άμεσες ξένες επενδύσεις, πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Και όλα αυτά όταν η τάση τον τομέα των δημοσίων επενδύσεων είναι συνεχώς πτωτική, με την υποχώρηση να κινείται στο 50% για την περίοδο 2009-2015. Η κατάσταση δεν πρόκειται να μεταβληθεί δραστικά τα επόμενα έτη.
Ετήσια αύξηση επενδύσεων 9%
Το συμπέρασμα είναι ότι παρ' ότι οι επενδύσεις αποτελούν το μοναδικό προωθητικό παράγοντα στον οποίο ποντάρει η κυβέρνηση για να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% τα επόμενα χρόνια, και κατ' επέκταση πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 4%, η προσέλκυσή τους παραμένει αβέβαιη στο βαθμό που την αποτυπώνει το Μεσοπρόθεσμο.
Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, από τα 20,9 δισ ευρώ πέρυσι, ο «ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου», δηλαδή οι επενδύσεις, προβλέπεται να αυξηθούν κατά 5,9% φέτος στα 22,3 δισ, και να εκτιναχθούν κατά 10,8% το 2018 φτάνοντας στα 24,7 δις. Το 2019 αναμένεται να αυξηθούν κατά 12,1% για να ανέλθουν στα 27,69 δισ, το 2020 θα αυξηθούν κατά 9,6% στα 30,34 δις, και το 2021 κατά 7,7%, δηλαδή στα 32,69 δισ ευρώ.
Στην πραγματικότητα μιλάμε για ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων 9,2%, για μια οικονομία που φαίνεται να εξέρχεται της ύφεσης πολύ πιο αργά του αναμενόμενου (-0,5% το ΑΕΠ του α' τριμήνου), και με τις διαρθρωτικές αδυναμίες να παρεμποδίζουν την ανάπτυξη. Πρόσφατα άλλωστε η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησαν προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για ανάπτυξη 2,7% φέτος, μιλώντας για αύξηση 1,8% και 2,1% του ΑΕΠ αντίστοιχα, δίχως να είναι κανείς σίγουρος ότι τα στοιχεία δεν θα αναθεωρηθούν ξανά.
Το «μπουμ» δεν θα έρθει ούτε από τις εξαγωγές
Όσο για τον επιχειρηματικό κόσμο, κρατά μικρό καλάθι για τις προβλέψεις ισχυρής ανάπτυξης και κάνει λόγο για ασθενείς προοπτικές αναφορικά με την διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (μηνιαίο δελτίο ΣΕΒ).
Εκεί πάντως που όλοι συμφωνούν, είναι ότι ο συνδυασμός υψηλών φόρων και ασφαλιστικών εισφορών καθιστούν εξαιρετικά μικρή την όποια συμβολή στην ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης. Από άνοδο 1,3% φέτος, η ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί 1,4% του χρόνου, 1,3% το 2019, 1,2% το 2019, και 1,2% το 2020. Το μπουμ δεν πρόκειται να προέλθει ούτε από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Η πρόβλεψη του Μεοσπρόθεσμου μιλά για αύξηση 3,3% φέτος, 4% το 2018, 4,4% το 2019, 3,2% το 2020, και 3% το 2021.