Θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου;
Helicopter money

Θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου;

Η ελπίδα  ότι οι Kεντρικές τράπεζες θα αναλάβουν εκ νέου  συντονισμένη δράση στο επίπεδο της νομισματικής πολιτικής έχει συντελέσει στην ανάκαμψη  των αγορών διεθνώς μετά το σφυροκόπημα της προηγούμενης εβδομάδας.

Ήδη η FED  σε μια αιφνιδιαστική κίνηση από άποψη χρόνου- η προγραμματισμένη συνεδρίαση ήταν 18 Μαρτίου- αλλά όχι απρόσμενη από πλευράς περιεχομένου, ανακοίνωσε χτες  πως προχωρά σε μείωση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, στο εύρος του 1%-1,25% προκειμένου να στηρίξει την αμερικανική οικονομία κόντρα στις επιπτώσεις του κορονοϊού.

«Ενώ τα θεμελιώδη μεγέθη παραμένουν ισχυρά, η μείωση ήταν απαραίτητη ενόψει του κινδύνου για την οικονομική δραστηριότητα από την COVID-19» ήταν η χαρακτηριστική δήλωση της FED

Αλλά και εκατέρωθεν του Ατλαντικού αναμένεται παρεμφερής δράση, καθώς ήδη πολλοί αξιωματούχοι έχουν τονίσει ότι η νέα επιδημία είναι  μια ταχέως αναπτυσσόμενη κατάσταση.

Όπως επισήμανε η Κριστίν Λαγκάρντ στο πρόσφατο ανακοινωθέν της ΕΚΤ, η κατάσταση αυτή δημιουργεί κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές και τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών: «Η ΕΚΤ παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και τις επιδράσεις τους στην οικονομία, στον μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό και στην μετάδοση της νομισματικής μας πολιτικής. Είμαστε έτοιμοι να λάβουμε κατάλληλα και στοχευμένα μέτρα, όπως είναι αναγκαίο και ανάλογα με τους υποκείμενους κινδύνους».

Όλα αυτά έχουν κυοφορήσει στην επενδυτική κοινότητα ήδη  από την προηγούμενη εβδομάδα την προσδοκία υψηλών παρεμβάσεων που ξεκινούν από τις προσδοκίες για ένα π.χ. ειδικό LTRO έναντι να στηριχτούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στις πληγείσες περιοχές έως και το βεληνεκές ενός «λαϊκού» QE ή «χρήματα από το ελικόπτερο»  όπως το αποκαλούν πολλοί.

Τα μάτια μας σαφώς θα πρέπει να παραμείνουν στραμμένα στα υποστηρικτικά μέτρα σε κεντρικό επίπεδο, όμως δεν θα πρέπει να είμαστε προσανατολισμένοι μόνο σε αυτά.

Όταν δοκιμάζουμε ένα φάρμακο, μεταξύ άλλων σημασία έχουν δύο πράγματα:

Πρώτον η ανταπόκριση του οργανισμού και κατά πόσο επιτυγχάνεται πράγματι η αντιμετώπιση της ίωσης.

Δεύτερον, η τοξικότητα και οι παρενέργειες του.

Καλοδεχόμενα λοιπόν τα όποια μέτρα των Κεντρικών Τραπεζών, ειδικά από τη στιγμή που ανέκοψαν το sell off των αγορών, αλλά όλα θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις στο μέτωπο της επιδημίας, την δρομολόγηση της ευρείας παραγωγής ενός αντιικού φαρμάκου και εμβολίου κατά του COVID-2019 και φυσικά τον «τελικό λογαριασμό» στον ρυθμό της παγκόσμιας ανάπτυξης, μέχρι να δρομολογηθούν οι άνωθεν εξελίξεις.

Άλλωστε μπορεί να είναι σε ύφεση τα κρούσματα στην Κίνα, αλλά η εξάπλωση του νέου ιού μόλις έχει ξεκινήσει στον υπόλοιπο κόσμο.

Είναι όμως και κάτι άλλο.....

Υπάρχει η  πιθανότητα να επέλθει ένας δεύτερος κύκλος έξαρσης στην Κίνα, αν η χώρα ξαναμπεί  σε κανονικούς ρυθμούς και επιστρέψουν όλοι στις θέσεις εργασίας τους, κάτι που δεν ισχύει αυτή τη στιγμή, καθώς λειτουργεί μόνο το 1/3 περίπου  της μεταποίησης.

Βλέπετε,  από τη μια είναι σημαντικό για τον έλεγχο της επιδημίας να αποφεύγεται ο συνωστισμός , από την άλλη όμως το στράγγισμα της ρευστότητας έχει αρχίσει να ασκεί πιέσεις για επανέναρξη της οικονομικής δραστηριότητας στο 100%.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα για την Κίνα

Σε έρευνα μεταξύ κινεζικών εταιρειών μικρού και μεσαίου μεγέθους που διεξήχθη αυτόν το μήνα, έδειξε ότι το ένα τρίτο των ερωτηθέντων διέθεταν μετρητά για να καλύψουν τα πάγια έξοδα  μόνο για ένα μήνα, ενώ άλλο ένα τρίτο θα ξεμείνει από ρευστό εντός δύο μηνών.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις Κινέζων Αξιωματούχων, την προηγούμενη  εβδομάδα επανεκκίνησαν τις δραστηριότητες τους μόνο το 30% των επιχειρήσεων.

Η κυβέρνηση της Κίνας έχει μειώσει τα επιτόκια εδώ και δύο εβδομάδες και έχει δώσει οδηγίες  στις τράπεζες να ενισχύσουν τον δανεισμό και να χαλαρώσουν τα κριτήρια για τις επιχειρήσεις, έναντι να βοηθηθεί ο παραγωγικός τομέας να ξαναρχίσει τις δραστηριότητες του. 

Εντούτοις, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg, πολλές από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις της χώρας ισχυρίζονται ότι δεν έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση που χρειάζονται για να καλύψουν τις επερχόμενες προθεσμίες πληρωμών χρέους και μισθών.

Η  Industrial & Commercial Bank of China (ICBC), ο μεγαλύτερος δανειστής της χώρας, προσέφερε ανακούφιση  μόλις στο 5% περίπου των μικρών επιχειρηματικών πελατών της.

Αθροιστικά, οι κινεζικές τράπεζες πρόσφεραν  περίπου 794 δισεκατομμύρια γιουάν σε δάνεια που σχετίζονται με την προσπάθεια συγκράτησης του ιού έως τις 20 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με την ένωση της τραπεζικής βιομηχανίας.

Όμως αν σκεφτούμε ότι οι μικρές επιχειρήσεις της Κίνας συνήθως αντιμετωπίζουν πληρωμές τόκων ύψους 36,9 τρισεκατομμυρίων γιουάν κάθε τρίμηνο, κατανοούμε το μέγεθος της ανεπάρκειας.

Η ανεπάρκεια αυτή έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχουν αυστηρές απαιτήσεις για το ποιός μπορεί να έχει πρόσβαση σε ειδικά δάνεια που προορίζονται από την Κεντρική τράπεζα για επιχειρήσεις που συνδέονται με τον ιό, ενώ τοπικές κυβερνήσεις και τράπεζες έχουν επιβάλει πλαφόν στα ποσά.

Το πρόβλημα βέβαια στην χρηματοδότηση δεν είναι καινούργιο για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Κίνα.

Παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν το 60% της οικονομίας και το 80% των θέσεων εργασίας, εντούτοις έχουν δυσκολευτεί να αντλήσουν χρηματοδότηση για να επεκταθούν ακόμα και σε περιόδους άνθησης.

Σύμφωνα με το Εθνικό Ίδρυμα Χρηματοδότησης και Ανάπτυξης της Κίνας, περίπου τα δύο τρίτα από τα 80 εκατομμύρια μικρών επιχειρήσεων της χώρας, δεν είχαν πρόσβαση σε δάνεια από το 2018.

Δεδομένων των συνθηκών όμως, αυτό το κενό χρηματοδότησης μπορεί πλέον να αποβεί μοιραίο, ειδικά από τη στιγμή που πολλές μικρές επιχειρήσεις  πάλευαν ήδη για την επιβίωσή τους πριν από τον ιό, έχοντας πληγεί από έναν εμπορικό πόλεμο. Χωρίς περισσότερη οικονομική υποστήριξη ή μια πλήρη  επανεκκίνηση της οικονομίας της Κίνας, ορισμένες από αυτές τις επιχειρήσεις ίσως χρειαστεί να κατεβάσουν τα ρολά.

Σε μεγαλύτερο κίνδυνο είναι οι βιομηχανίες catering και εστιατορίων, τα ταξιδιωτικά γραφεία, οι αεροπορικές εταιρείες, τα ξενοδοχεία και τα εμπορικά κέντρα.

Από την άλλη, πολλές από τις τράπεζες δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση. 

Πολλές είναι υποκεφαλαιοποιημένες και  στο όριο μετά από δύο χρόνια με ρεκόρ μη εξυπηρετούμενων χρεών. 

Ο οίκος αξιολόγησης S & P Global εκτιμά ότι μια παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα μπορούσε να οδηγήσει τον λόγο επισφαλών δανείων του τραπεζικού συστήματος να υπερτριπλασιαστεί στο 6,3% περίπου και να ανέλθει σε 5,6 τρισεκατομμύρια γιουάν.

Η Κίνα είναι η πρώτη που σιγά σιγά εισέρχεται στο σκοτεινό τρενάκι των πιστωτικών κινδύνων, αλλά σίγουρα δεν θα παραμείνει η μόνη.

Η εξάπλωση του κορονοϊού σε περισσότερες χώρες δημιουργεί τις συνθήκες επιδημίας, προκαλώντας ανησυχία και αναταράξεις στις αγορές, που θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία το πρώτο και πιθανότατα και το δεύτερο  τρίμηνο.

Και όλα αυτά, τη στιγμή που η παρατεταμένη περίοδος των πολύ χαμηλών επιτοκίων και τα προγράμματα  ποσοτικής χαλάρωσης από τις Κεντρικές Τράπεζες έχουν εκτινάξει τις τιμές των στοιχείων ενεργητικού και έχουν οδηγήσει τους πάντες στην ανάληψη extra κινδύνων.

Να μειώσουν όλοι ταυτόχρονα leverage και έκθεση, κομματάκι δύσκολο.

Όλοι είμαστε αντισυμβαλλόμενοι

Μια κατηγορία στην οποία παρατηρείται μεγάλη συσσώρευση κερδοσκοπίας με μόχλευση, είναι τα εταιρικά ομόλογα υψηλής απόδοσης (high yield) και τα ομόλογα επενδυτικής διαβάθμισης από «ΒΒΒ» και κάτω. Ειδικά στους αποκαλούμενους πιθανούς έκπτωτους αγγέλους- οι  επιχειρήσεις με αξιολόγηση «BBB-» με αρνητικές προοπτικές και κάτω - υπάρχει μεγάλος συνωστισμός.

Αν εντέλει η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα επιβραδυνθεί σημαντικά και αρχίσουν οι υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, πολλές από αυτές τις εταιρείες θα βρεθούν να κάνουν παρέα με εκείνες που έχουν εκδώσει ομόλογα υψηλής απόδοσης.

Βλέπετε, η κίνηση των αξιολογήσεων είναι συνήθως ευαίσθητη για αυτήν την κατηγορία εταιρειών. Τα τελευταία δέκα χρόνια, η υποβάθμιση του rating από BBB- σε BB + οδηγεί στη διεύρυνση του spread κατά μέσο όρο κατά 76bp. Φανταστείτε όμως αν αυτή η υποβάθμιση γίνει εν μέσω ενός παγκόσμιου sell off. Προφανώς το spread θα ανοίξει πολύ περισσότερο.

Το άνωθεν σενάριο δεν υφίσταται σαν πιθανότητα μόνο για τις ασιατικές επιχειρήσεις. Ζούμε σ’ ένα απόλυτα αλληλένδετο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπου  οι εξαγωγές του ενός, αποτελούν τις εισαγωγές του άλλου, ή το χρέος του ενός είναι ταυτόχρονα και τα κουπόνια του απέναντι. Τυχόν υποβαθμίσεις αυτής της κατηγορίας αφορούν τους πάντες, από ιδιώτες, αμοιβαία κεφάλαια και ETFs, έως και συνταξιοδοτικά ή ασφαλιστικά  ταμεία που μπορεί να «έβαλαν έστω λίγο το χεράκι τους» έναντι μιας καλύτερης απόδοσης σε έναν κόσμο αρνητικών επιτοκίων!

Είναι επίσης πολύ πιθανό η ρευστότητα για τέτοια ομόλογα να μειωθεί πολύ και γρήγορα, κάτι που ενδεχομένως να κάνει εξαιρετικά δύσκολη την ζωή των διαχειριστών, σε περίπτωση που οι μεριδιούχοι ζητούν την αποπληρωμή τους με μαζικούς ρυθμούς.

Πιθανότατα να ξεκινήσει το πρόβλημα από την Ασία, αλλά οι  ΗΠΑ εν τέλει είναι πιθανό να έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό πεσόντων αγγέλων. Λόγω καταρχήν του μεγέθους της εν λόγω αγοράς. Ήδη άλλωστε η αμερικανική αγορά κατείχε το μεγαλύτερο ποσοστό «έκπτωτων αγγέλων» στα τέσσερα από τα τελευταία πέντε χρόνια.

Οι αμερικανικές εταιρείες με αξιολόγηση  BBB ανέλαβαν μεγαλύτερο χρέος τα τελευταία χρόνια ελέω των καλών  μακροοικονομικών συνθηκών, αλλά και των χαμηλών επιτοκίων που προσέφεραν γενναιόδωρα οι Κεντρικές Τράπεζες ανά τον κόσμο.

Όμως οι αμερικανικές εταιρείες που έχουν εκδώσει ομόλογα εκτιμάται πως έχουν σήμερα 50% μεγαλύτερη μόχλευση από το 2007, καθώς το χρέος τους έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο από τα κέρδη τους. Για να εξαιρέσουμε το «λαμπρό» γεγονός ότι οι περισσότερες έχουν χρησιμοποιήσει τα δανεικά κεφάλαια για να επαναγοράσουν τις μετοχές τους και όχι για να αναπτύξουν τον κύκλο εργασιών τους. 

Λίγο πολύ, όλους αυτούς τους προβληματισμούς καθρέπτισαν οι χτεσινές διακυμάνσεις των αγορών των ΗΠΑ. 

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.

Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.