«Πίστεψα ότι θα με αφήσουν ανάπηρο», δηλώνει ο σταθμάρχης του Μετρό

«Πίστεψα ότι θα με αφήσουν ανάπηρο», δηλώνει ο σταθμάρχης του Μετρό

«Θυμάμαι ότι φώναζα "φτάνει" και στη συνέχεια νόμιζα ότι θα μείνω ανάπηρος», είναι τα λόγια του σταθμάρχη της ΣΤΑΣΥ για τον άγριο ξυλοδαρμό του χθες από τους δύο νεαρούς στον σταθμό της Ομόνοιας. «Τους μίλησα όπως στο παιδί μου, ήταν αγρίμια», αναφέρει χαρακτηριστικά, περιγράφοντας στον ΑΝΤ1 τις λεπτομέρειες του άγριου ξυλοδαρμού. Το επεισόδιο είχε ξεκινήσει από μια παρατήρηση προς τους δύο νεαρούς, στην ταυτοποίηση των οποίων, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκεται κοντά η ΕΛΑΣ.

Το περιστατικό, έτσι όπως το περιέγραψε ο σταθμάρχης, ξεκίνησε όταν στον σταθμό του Αγ. Αντωνίου επιβιβάστηκαν στο συρμό οι δύο νεαροί. «Κάθισαν στα καθίσματα και έβαλαν και τα πόδια πάνω στα καθίσματα. Λέω στον ένα “βρε παλικάρι, έτσι κάθεσαι στο σπίτι σου, και χωρίς μάσκα και βάζεις τα πόδια σου στο κάθισμα;”. Γυρνάει τότε και μου απαντάει: “Εγώ έτσι κάθομαι στο σπίτι μου”. Του είπα κι εγώ “ωραίο σπίτι”. Σηκώθηκε ο μεγαλύτερος και μου είπε: “Τι είπες στον αδελφό μου”. Σηκώθηκαν και οι δύο όρθιοι, σηκώθηκα κι εγώ γιατί φοβήθηκα. Επειδή είχε ένα τσαντάκι φοβήθηκα μήπως είχε κάποιο μαχαίρι, κάτι άλλο. Δεν κατέβηκα σε άλλον σταθμό, είπα θα κατεβώ στην Ομόνοια γιατί εκεί έχει πάντα κόσμο», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Στη συνέχεια, όπως περιγράφει ο σταθμάρχης κατέβηκα στην Ομόνοια και την ώρα που ήταν να φύγει το τρένο βγήκαν και οι νεαροί, κρατώντας δύο κουτάκια αναψυκτικά, τα οποία του πέταξαν. «Την ώρα που πήγα να αποφύγω το δεύτερο, ο ένας ήρθε από πίσω, μου τράβηξε μια μπουνιά στο κεφάλι και στο σαγόνι, με ρίξανε κάτω και στη συνέχεια με βάραγαν και με κλώτσαγαν», είπε φορτισμένος ο άτυχος άνδρας.

«Νόμιζα ότι θα μείνω ανάπηρος»

Στη συνέχεια περιγράφει ότι θυμάται να τους φώναζα «φτάνει» και πως νόμιζε ότι θα μείνει ανάπηρος από τα χτυπήματα.

«Έφαγα κάτι κλωτσιές μέσα στη μέση και σα να μου κοπήκανε τα πόδια. Από ό,τι έμαθα αργότερα, και ο αστυνομικός-βάρδια, που ήταν εκεί το παιδί, κατέβηκε, αλλά επειδή είναι μεγάλος σταθμός η Ομόνοια και έχει πολλές εξόδους δεν τους πρόλαβε», σημειώνει, για να προσθέσει  «Έβριζαν. Εγώ εκείνη τη στιγμή προτεραιότητα είχα να προστατευτώ όσο μπορούσα και να δω πού θα τελειώσει. Όπως ήμουν πεσμένος, μου χτυπάγανε το κεφάλι από τη δεξιά πλευρά, το σαγόνι, τη μύτη και μου έριξαν κλωτσιά στην πλάτη».

Ο 53χρονος εργαζόμενος υπέστη κατάγματα, όπως διαπιστώθηκε από τους γιατρούς του Ερυθρού Σταυρού. «Μου έκαναν εξετάσεις: δύο κατάγματα στη μύτη, ένα κάταγμα στην κάτω γνάθο δεξιά και τρεις ραγισμένους σπονδύλους και μώλωπες και όλα τα υπόλοιπα στο πρόσωπο… Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να μιλήσω. Μιλάω κάπως ψευδά κι έχω συνέχεια νοσοκομεία», τόνισε ο εργαζόμενος στο Μετρό.

«Τους μίλησα όπως στο παιδί μου»

Ο σταθμάρχης αναφέρει πως τα δύο άτομα πρέπει να ήταν 18 με 20 χρόνων. «Η κόρη μου είναι 23 χρόνων, άρα ήταν μικρότερα από τα παιδιά μου. Τους μίλησα όπως θα μιλούσα στην κόρη μου: “γιατί βάζεις τα πόδια σου στο κάθισμα και γιατί δεν φοράς μάσκα” και νομίζω ότι οποιοσδήποτε πολίτης έχει μια στοιχειώδη παιδεία πρέπει να ενδιαφέρεται για τον συμπολίτη του», εξήγησε ο 53χρονος.

Τόνισε ότι «δεν φορούσαν, ούτε κρατούσαν καν μάσκες. Άλλοι σηκώνουν τη μάσκα και σε κοροϊδεύουν... Αυτοί ήταν αγρίμια, δεν μπορώ να το καταλάβω» είπε και διερωτήθηκε: «Γιατί τέτοιο μένος; Θες να κάνεις αυτό που θες; Δώσε μου μια μπουνιά, ένα χαστούκι και φύγε. Η συνεχόμενη ροή με μπουνιές και κλωτσιές είναι σαν να θες να σκοτώσεις κάποιον, δεν θες μόνο να τον τραυματίσεις».

Παρά το βίαιο περιστατικό, ο 53χρονος εργαζόμενος είπε πως δεν φοβάται να επιστρέψει στη δουλειά του: «Εγώ είμαι σταθμάρχης και μπορώ να πω ό,τι μου αρέσει. Όχι, δεν φοβάμαι να γυρίσω. Πηγαίνοντας στη δουλειά, πηγαίνω στην οικογένειά μου εδώ και 17 χρόνια. Οι σταθμοί που δουλεύω και οι συνάδελφοι που δουλεύω είναι οικογένεια».