Να ετοιμαστούμε για τραπεζικές συγχωνεύσεις;

Να ετοιμαστούμε για τραπεζικές συγχωνεύσεις;

Της Μαίρης Βενέτη

Η τρέχουσα νομισματική πολιτική από την ΕΚΤ έχει οδηγήσει στο ναδίρ τα επιτόκια μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών και πλήττοντας την κερδοφορία τους.

Ως εκ τούτου η μέση απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των ευρωπαϊκών τραπεζών κινείται πέριξ του 6%, δηλαδή περίπου στο μισό των αντίστοιχων επιδόσεων των αμερικανικών τραπεζών.

Το γεγονός ότι ήδη από την περίοδο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης οι αμερικανικές τράπεζες έχουν αφήσει πίσω τους τις ευρωπαϊκές, αποδίδεται από πολλούς αναλυτές στο γεγονός ότι στην Ευρώπη οι τράπεζες δεν έχουν το μέγεθος έναντι να ανταγωνιστούν τις αμερικανικές.

Κάπως έτσι έχουμε φτάσει στο να ανοίξει η κουβέντα, κατά πόσον οι συγχωνεύσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πιθανή απάντηση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αυτόν τον καιρό, με πρώτη την χαμηλή κερδοφορία.

Βέβαια, το θέμα είναι κατά πόσον η ΕΚΤ είναι διατεθειμένη να είναι ευέλικτη έναντι να προχωρήσει ένα τέτοιο σενάριο, μιας και το 2016 είχε διαμορφώσει εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για τη συγχώνευση δύο μεσαίων ιταλικών τραπεζών, των Banco Popolare και Banca Popolare di Milano, καθώς τις είχε αναγκάσει να μειώσουν το  μέγεθος του διοικητικού συμβουλίου τους,  να λάβουν πρόσθετες προβλέψεις για τα προβληματικά δάνεια και να συγκεντρώσουν νέα κεφάλαια ύψους 1 δισ. ευρώ.

Από τότε όμως άλλαξαν πολλά.

Η στήλη παρακολουθώντας ουκ ολίγα δημοσιεύματα στον ξένο Τύπο όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα, έχει καταλήξει στο ότι, αν πράγματι υπάρξει επιθυμία των τραπεζών για ένωση των δυνάμεων τους, ειδικά στον πολύπαθο χώρο του μεσαίου μεγέθους, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να δημιουργήσει το περιβάλλον.

Αν μάλιστα παρακολουθήσει κανείς τις δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΚΤ, τότε γίνεται αντιληπτό ότι πράγματι έχει καλλιεργηθεί η άποψη ότι ένα μεγαλύτερο μέγεθος των τραπεζικών ιδρυμάτων θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην αναζωογόνηση του τραπεζικού τομέα.

Μάλιστα πολλές ομιλίες αξιωματούχων σηματοδοτούν την απομάκρυνση της ΕΚΤ από την μέχρι τώρα αυστηρότητα της, όσον αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις για τις συγχωνεύσεις.

Όμως η ΕΚΤ έχει προχωρήσει και σε πράξεις, καθώς αντιμετώπισε με «ανοιχτό μυαλό» τις συζητήσεις των δύο μεσαίου μεγέθους ισπανικών τραπεζών, Liberbank SA και Unicaja Banco SA, για τη συγχώνευσή τους.

Οι συνομιλίες με την αρμόδια ρυθμιστική αρχή περιστράφηκαν γύρω από το κατά πόσο το επιπλέον κεφάλαιο που θα χρειαζόταν για τη συγχώνευση θα μπορούσε να αυξηθεί μέσω της έκδοσης χρέους, αντί να το καταβάλουν οι μέτοχοι.

Αυτές ακριβώς οι συζητήσεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η απαρχή της ιδέας να μπουν και τα ομόλογα στο παιχνίδι, έναντι να γίνει μεγαλύτερη η ενοποίηση στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο.

Η ΕΚΤ εμφανίστηκε επίσης εξαιρετικά συγκαταβατική στο να δοθεί χρόνος έναντι να αποδώσουν οι  συνέργειες από μια συγχώνευση. Έτσι, δέχθηκε ένα μικρότερο κεφαλαιακό buffer κατά τη διάρκεια της περιόδου συγχώνευσης!

Επομένως θα μπορούσαμε να ενστερνιστούμε την άποψη ότι ΕΚΤ έχει αρχίσει να χαλαρώνει τις απαιτήσεις της σε περιπτώσεις τραπεζικών εξαγορών και συγχωνεύσεων, τόσο σε επίπεδο κεφαλαιακό όσο και σε επίπεδο κόκκινων δανείων.

Καθώς ο επικεφαλής του SSM Αντρέα Ενρία, θα συναντήσει τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών στις 6 Μαρτίου, το όλο θέμα αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον και για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, καθώς ήδη από πέρσι είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρχει χώρος για περαιτέρω ενοποίηση του τραπεζικού τομέα στη χώρα μας.

Ας μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα λειτουργούν 37 τράπεζες ελληνικές και ξένες, συμπεριλαμβανομένων των συνεταιριστικών και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.

Περιθώρια λοιπόν σαφώς και υπάρχουν.

*Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.