Κομισιόν για Ευρωζώνη: Ιστορικών διαστάσεων συρρίκνωση του ΑΕΠ 7,7%

Κομισιόν για Ευρωζώνη: Ιστορικών διαστάσεων συρρίκνωση του ΑΕΠ 7,7%

Σημαντικό σοκ για την παγκόσμια οικονομία και τις οικονομίες της ΕΕ, με πολύ σοβαρές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις χαρακτηρίζει η Κομισιόν την πανδημία του κορονοϊού, ενώ παράλληλα κάνει λόγο για μια ύφεση ιστορικών διαστάσεων.

Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020, η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα συρρικνωθεί κατά το πρωτοφανές ποσοστό 7,75% το 2020 και θα σημειώσει θετικό ρυθμό ανάπτυξης 6,25% το 2021. Η οικονομία της ΕΕ προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 7,5% το 2020 και να σημειώσει θετικό ρυθμό ανάπτυξης 6% το 2021. Οι προβλέψεις όσον αφορά την ανάπτυξη για την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω κατά εννέα περίπου ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2019.

Ο κλυδωνισμός στην οικονομία της ΕΕ είναι συμμετρικός ως προς το ότι η πανδημία έχει πλήξει όλα τα κράτη μέλη, αλλά τόσο η πτώση της παραγωγής το 2020 (από -4¼ % στην Πολωνία έως -9¾ % στην Ελλάδα) όσο και η ισχύς της ανάκαμψης το 2021 αναμένεται να διαφέρουν αισθητά. Η οικονομική ανάκαμψη κάθε κράτους μέλους θα εξαρτηθεί όχι μόνο από την εξέλιξη της πανδημίας στην οικεία χώρα, αλλά και από τη διάρθρωση των οικονομιών τους και την ικανότητά τους να ανταποκριθούν εφαρμόζοντας σταθεροποιητικές πολιτικές. Δεδομένης της αλληλεξάρτησης των οικονομιών της ΕΕ, η δυναμική της ανάκαμψης σε κάθε κράτος μέλος θα επηρεάσει επίσης την ισχύ της ανάκαμψης άλλων κρατών μελών.

Ο Βάλντις Ντομπρόβσκις, εκτελεστικός αντιπρόεδρος για μια Οικονομία στην Υπηρεσία των Ανθρώπων, δήλωσε: «Κατά το παρόν στάδιο, δεν μπορούμε παρά να χαρτογραφήσουμε προσωρινά την κλίμακα και τη σοβαρότητα των κλυδωνισμών που προκαλεί ο κορονοϊός στις οικονομίες μας. Ενώ οι άμεσες επιπτώσεις θα είναι πολύ σοβαρότερες για την παγκόσμια οικονομία από ό, τι αυτές της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το βάθος του αντικτύπου θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της πανδημίας, την ικανότητά μας να επανεκκινήσουμε με ασφάλεια την οικονομική δραστηριότητα και να ανακάμψουμε στη συνέχεια. Πρόκειται για έναν συμμετρικό κλυδωνισμό: όλες οι χώρες της ΕΕ επηρεάζονται και σε όλες αναμένεται να σημειωθεί ύφεση κατά το τρέχον έτος. Η ΕΕ και τα κράτη μέλη έχουν ήδη συμφωνήσει επί εκτάκτων μέτρων για τον μετριασμό των επιπτώσεων. Η συλλογική μας ανάκαμψη θα εξαρτηθεί από τη συνεχή σθεναρή και συντονισμένη αντίδραση σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο. Μαζί είμαστε ισχυρότεροι.»

Ο Πάολο Τζεντιλόνι, Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομίας, δήλωσε: «Η Ευρώπη βιώνει έναν οικονομικό κλυδωνισμό δίχως προηγούμενο από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Τόσο το βάθος της ύφεσης όσο και η ισχύς της ανάκαμψης θα είναι άνισα, καθώς θα εξαρτώνται από την ταχύτητα με την οποία μπορούν να αρθούν οι περιορισμοί, από το πόσο σημαντικές είναι υπηρεσίες όπως ο τουρισμός σε κάθε οικονομία και από τους οικονομικούς πόρους κάθε χώρας. Η απόκλιση αυτή συνιστά απειλή για την ενιαία αγορά και τη ζώνη του ευρώ — ωστόσο, μπορεί να μετριαστεί μέσω αποφασιστικής, κοινής ευρωπαϊκής δράσης. Πρέπει να ανταποκριθούμε στην πρόκληση αυτή.»

Μεγάλο πλήγμα για την ανάπτυξη που ακολουθείται από ελιπή ανάκαμψη

Η πανδημία του κορονοϊού έχει επηρεάσει σοβαρά τις καταναλωτικές δαπάνες, τη βιομηχανική παραγωγή, τις επενδύσεις, το εμπόριο, τις ροές κεφαλαίων και τις αλυσίδες εφοδιασμού. Η αναμενόμενη σταδιακή χαλάρωση των μέτρων περιορισμού αναμένεται να διαμορφώσει το πλαίσιο για ανάκαμψη. Ωστόσο, η οικονομία της ΕΕ δεν αναμένεται να έχει καλύψει πλήρως τις απώλειες του τρέχοντος έτους μέχρι το τέλος του 2021. Οι επενδύσεις θα παραμείνουν υποτονικές και η αγορά εργασίας δεν θα έχει ανακάμψει πλήρως.

Η συνεχής αποτελεσματικότητα των μέτρων πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση της κρίσης θα είναι καίριας σημασίας για τον περιορισμό της οικονομικής ζημίας και για τη διευκόλυνση μιας ταχείας και εύρωστης ανάκαμψης που θα θέσει τις οικονομίες σε πορεία βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης.

Η ανεργία αναμένεται να αυξηθεί, αν και η αύξηση αναμένεται να περιοριστεί με μέτρα πολιτικής

Ενώ τα συστήματα μερικής απασχόλησης, οι επιδοτήσεις μισθών και η στήριξη των επιχειρήσεων αναμένεται να συμβάλλουν στον περιορισμό των απωλειών θέσεων εργασίας, η πανδημία του κορονοϊού θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας.

Το ποσοστό ανεργίας στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται να αυξηθεί από 7,5 % το 2019 σε 9½ % το 2020, προτού μειωθεί εκ νέου σε 8½ % το 2021. Στην ΕΕ, το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να αυξηθεί από 6,7 % το 2019 σε 9 % το 2020, και στη συνέχεια να μειωθεί σε περίπου 8 % το 2021.

Ορισμένα κράτη μέλη θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες αυξήσεις στην ανεργία σε σχέση με άλλα. Τα κράτη μέλη με υψηλό ποσοστό εργαζομένων με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις και εκείνα στα οποία μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού εξαρτάται από τον τουρισμό είναι ιδιαίτερα ευάλωτα. Επίσης, οι νέοι που εντάσσονται την περίοδο αυτή στο εργατικό δυναμικό θα δυσκολευτούν να διασφαλίσουν την πρώτη τους θέση εργασίας.

Απότομη πτώση του πληθωρισμού

Οι τιμές καταναλωτή αναμένεται να μειωθούν σημαντικά κατά το τρέχον έτος, λόγω της μείωσης της ζήτησης και της απότομης πτώσης των τιμών του πετρελαίου, οι οποίες από κοινού προβλέπεται να υπεραντισταθμίσουν τυχόν μεμονωμένες αυξήσεις τιμών που προκαλούνται από διαταραχές του εφοδιασμού συνδεόμενες με την πανδημία.

Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ, όπως μετράται με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), εκτιμάται τώρα στο 0,2 % το 2020 και στο 1,1 % το 2021. Στην ΕΕ, ο πληθωρισμός προβλέπεται να φθάσει το 0,6 % το 2020 και το 1,3 % το 2021.

Η λήψη αποφασιστικών μέτρων πολιτικής θα οδηγήσει σε αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων και του χρέους

Τα κράτη μέλη αντέδρασαν αποφασιστικά με δημοσιονομικά μέτρα για τον περιορισμό της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε από την πανδημία. Οι «αυτόματοι σταθεροποιητές», όπως οι πληρωμές για παροχές κοινωνικής ασφάλισης σε συνδυασμό με δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας, αναμένεται να οδηγήσουν σε αύξηση των δαπανών. Ως εκ τούτου, το συνολικό δημόσιο έλλειμμα της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί από μόλις 0,6 % του ΑΕΠ το 2019 σε περίπου 8½% το 2020, πριν μειωθεί σε περίπου 3½% το 2021.

Αφού παρουσίασε πτωτική τάση από το 2014, ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται επίσης να αυξηθεί. Στη ζώνη του ευρώ, ο εν λόγω δείκτης προβλέπεται να αυξηθεί από 86 % το 2019 σε 102¾ % το 2020, και στη συνέχεια να μειωθεί σε 98¾ % το 2021. Στην ΕΕ, ο εν λόγω δείκτης προβλέπεται να αυξηθεί από 79,4 % το 2019 σε περίπου 95 % κατά το τρέχον έτος, και στη συνέχεια να μειωθεί σε 92 % το επόμενο έτος.

Εξαιρετικά υψηλή αβεβαιότητα και κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων

Οι εαρινές προβλέψεις επισκιάζονται από υψηλότερο του συνήθους βαθμό αβεβαιότητας, η οποία βασίζεται σε μια σειρά παραδοχών σχετικά με την εξέλιξη των μέτρων για την πανδημία του κορονοϊού και των συναφών μέτρων ανάσχεσης. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του βασικού σεναρίου, οι περιορισμοί θα αρθούν σταδιακά από τον Μάιο και μετά.

Οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτές τις προβλέψεις είναι επίσης εξαιρετικά μεγάλοι και αφορούν κυρίως τις δυσμενέστερες εξελίξεις.

Μια σοβαρότερη και πιο μακροχρόνια πανδημία από αυτή που προβλέπεται σήμερα θα μπορούσε να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ σε σχέση με την παραδοχή στο βασικό σενάριο αυτής της πρόβλεψης. Ελλείψει ισχυρής και έγκαιρης κοινής στρατηγικής για την ανάκαμψη σε επίπεδο ΕΕ, υπάρχει κίνδυνος η κρίση να οδηγήσει σε σοβαρές στρεβλώσεις εντός της ενιαίας αγοράς και σε παγιωμένες οικονομικές, δημοσιονομικές και κοινωνικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος η πανδημία να προκαλέσει πιο δραστικές και μόνιμες αλλαγές στη στάση απέναντι στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και στη διεθνή συνεργασία, γεγονός που θα επιβάρυνε την ιδιαίτερα ανοικτή και διασυνδεδεμένη ευρωπαϊκή οικονομία. Η πανδημία θα μπορούσε επίσης να αφήσει μόνιμα σημάδια λόγω των πτωχεύσεων και των μακροχρόνιων ζημιών στην αγορά εργασίας.

Η απειλή της επιβολής δασμών μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορούσε επίσης να ανακόψει την ανάπτυξη, αν και σε μικρότερο βαθμό στην ΕΕ από ό, τι στο Ηνωμένο Βασίλειο.