Η Ευρώπη στην κόψη του ξυραφιού

Η Ευρώπη στην κόψη του ξυραφιού

Το 2019  περίπου 135 εκατομμύρια άνθρωποι  σε 55 διαφορετικές  χώρες   που πλήττονται από συγκρούσεις και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής,  βρίσκονταν σε κατάσταση «οξείας διατροφικής ανασφάλειας». Με την επιδημία του κορνονοϊού  αναμένεται φέτος να διπλασιαστεί ο αριθμός αυτών που θα βρεθούν στα πρόθυρα του λιμού, σύμφωνα  με έκθεση του ΟΗΕ.

Παγκόσμιοι οργανισμοί, κυβερνητικές υπηρεσίες, δεξαμενές σκέψης,  διανοούμενοι, γνωστοί οικονομολόγοι, συγκλίνουν στην κεντρική διαπίστωση ότι η άρση  της αυλαίας της  καραντίνας,  θα βρει τον κόσμο διαφορετικό. 

Κατά την έναρξη της πανδημίας, σε κάποιες χώρες (με χαρακτηριστική και επιτυχή ένδειξη  την Ελλάδα), η πολιτική  υποκλίθηκε στην  επιστήμη και της παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία. Το αποτέλεσμα  εκ των πραγμάτων στέφτηκε με επιτυχία. Εκεί όπου πρυτάνευσαν οι σκοπιμότητες και η πολιτική διατήρησε πρωτεύοντα ρόλο παρακάμπτοντας την  επιστήμη (π.χ. Αγγλία, ΗΠΑ, Ιταλία, Γαλλία. Ισπανία), τα αποτελέσματα  ήταν  τραγικά. Είχαν αντίτιμο ανθρώπινες ζωές, ενώ δεν απεφεύχθη  και η οικονομική υποχώρηση,  για την αποφυγή της οποίας ρίσκαραν ζωές.

Όμως φτάνουμε στην  επόμενη ημέρα. Οι ειδικοί  θα αποσυρθούν από τα πόντιουμ της δημοσιότητας και θα επιστρέψουν στα εργαστήρια,   ενώ  τον λόγο θα αναλάβουν εκ νέου και εξ ολοκλήρου οι πολιτικοί. Όχι μόνον οι κυβερνήσεις αλλά και θεσμοί, τα κοινοβούλια, τα κόμματα.

Αύριο συνέρχεται μέσω  τηλεδιάσκεψης  η Σύνοδος Κορυφής για την  οικονομική ανάκαμψη της  Ευρώπης.  Υπενθυμίζεται ότι με την απόφαση του  Eurogroup η Ευρωζώνη διαθέτει ένα χρηματικό πακέτο  540 δις που θα είναι άμεσα διαθέσιμο για τα πληγέντα κράτη - μέλη. Ωστόσο εννέα ηγέτες  κρατών, μεταξύ των οποίων και ο Ελληνας Πρωθυπουργός  με επιστολή τους ζητούν την έκδοση ευρωομολόγου, ώστε να περιοριστούν οι συνέπειες στις ευρωπαϊκές οικονομίες. 

Μια τέτοια συζήτηση ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ χαρακτήρισε ως «φάντασμα». Στο ίδιο μήκος κύματος ο υπουργός  Οικονομικών Ολαφ Σολτς, αρνούμενος το ευρωομόλογο,  χαρακτήρισε ως  «τρία πολύ ισχυρά μηνύματα αλληλεγγύης»  την    Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων,   τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, και τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εργασία μειωμένου χρόνου.  Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι ψάχνουν πολύπλοκες «εξωτικές» λύσεις, εν πολλοίς δυσκολονόητες στα ευρέα  στρώματα, υπό τον φόβο  των λαϊκών αντιδράσεων στο εσωτερικό των χωρών τους. 

Γιατί αυτό είναι το διακύβευμα.  Μπορεί να λέει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι αν δεν επιδειχθεί  αλληλεγγύη θα αυξηθούν οι ακροδεξιές τάσεις, όπως το αντίθετο θα συμβεί. Η μελλοντική ανάληψη των χρεών αδύναμων χωρών από τις πλούσιες, θα ενισχύσει  τον αντιευρωπαϊσμό  των δεξιόστροφων  κοινωνικών στρωμάτων. Ωστόσο  είναι ένα ρίσκο που άξιζε τον κόπο γιατί  θα ήταν ένα αποφασιστικό βήμα προς την ενοποίηση της Ευρώπης. 

Παρεμπιπτόντως είναι απορίας άξιον ο ΣΥΡΙΖΑ να τίθεται υπέρ του ευρωομολόγου, αλλά οι ευρωβουλευτές του  να μην συνυπογράφουν το κοινό ψήφισμα των ομάδων  του  ΕΛΚ, Σοσιαλιστών,  Renew και Πρασίνων για  την έκδοση ομολόγων ανάκαμψης  («recovery bond»), η επί το γνωστότερον ιστορικά στην Ελλάδα, ενός Σχεδίου Μάρσαλ. 

Ο  Ιταλός Πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε  δεν δέχεται κάτι άλλο πέραν το ευρωομολόγου – αν και πολλοί θεωρούν την στάση του ως διαπραγματευτικό θέατρο. Φροντίζει ως επιχείρημα να υπενθυμίζει την ελληνική  περίπτωση δηλώνοντας «Δεν έχουμε ξεχάσει ότι στην πρόσφατη οικονομική κρίση  ζητήθηκαν  απαράδεκτες θυσίες από τους Ελληνες».

Αύριο θα ξέρουμε, όμως  παρόλα αυτά δεν παύει η ΕΕ να είναι ένας κολοσσιαίος οργανισμός, με απίστευτη γραφειοκρατία, δαιδαλώδεις κανόνες και διαδικασίες που προκαλούν αποστροφή. Ωστόσο παραμένει ακόμη ένας οργανισμός στον οποίο ελπίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρωπαίων πολιτών, αλλά και πολλές χώρες εκτός Ευρώπης.

Μπορεί να μην είναι πλέον ελκυστική, αλλά είναι αναγκαία. Ευχής  έργον θα ήταν αυτή κρίση να αποτελέσει έναυσμα για να στηρίξει όχι μόνο μικρούς και αδύναμους, αλλά και την δημοκρατία. Η επόμενη φάση θα είναι σίγουρα φάση δοκιμασίας και αντοχής. Και κρατών και θεσμών και οργανισμών.

Η πανδημία σε λίγο θα υποχωρήσει, θα επανέλθουν στο προσκήνιο οι παλιές  αλλά δύσκολες απειλές, τα παλιά αιτήματα. Η φτώχεια, οι ανισότητες, η κλιματική αλλαγή, η πλήρης εργασία και όχι απασχόληση, η δημοκρατία, η δημόσια υγεία, η συνεργασία.

Δεν αποτελούν πνευματικές ανησυχίες αυτά, είναι υπαρκτά προβλήματα και απαιτούν πρακτικές λύσεις. Συνηθίζουμε να λέμε - κάποιοι υποκριτικά - ότι  Ευρώπη δεν είναι αυτή που θέλουμε. Αλλά και το τέλος της Ευρώπης θα ήταν ένας εφιάλτης. Υπό αυτή την οπτική, η αυριανή Σύνοδος Κορυφής είναι κρίσιμη για το μέλλον της.