Γιατί ο Ερντογάν άνοιξε την πόρτα της έντασης

Γιατί ο Ερντογάν άνοιξε την πόρτα της έντασης

Στρατηγική επιδίωξη της Τουρκίας είναι να αμφισβητήσει και να αναθεωρήσει την κατάσταση πραγμάτων στην περιοχή μας. Το κάνει πράξη επίμονα και σταθερά από τη δεκαετία του '70. Η εισβολή στην Κύπρο είναι η κορυφαία, έως τώρα, έκφραση αυτής της πολιτικής. Υπάρχουν κορυφώσεις και υφέσεις στις τακτικές κινήσεις της Τουρκίας που επηρεάζονται και από την εσωτερική της πολιτική κατάσταση. Αυτές οι ταλαντεύσεις όμως δεν μεταβάλλουν την τουρκική στρατηγική της αμφισβήτησης που παραμένει σταθερή, ανεξάρτητα από κυβερνήσεις και ηγέτες.

Στη σημερινή νεο-οθωμανική του έκφραση ο τουρκικός αναθεωρητισμός αποτυπώνεται απροκάλυπτα στη φιλοσοφία και στους χάρτες της «Γαλάζιας Πατρίδας». Σε τακτικό επίπεδο εκφράζεται από τις μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, τις επαναλαμβανόμενες προκλητικές υπερπτήσεις των νησιών μας στο Ανατολικό Αιγαίο, την αύξηση των χερσαίων και θαλάσσιων μεταναστευτικών ροών προς την Ελλάδα, την έκδοση παράνομων ή/και παράτυπων NAVTEX για πραγματοποίηση στρατιωτικών ασκήσεων στο Αιγαίο, την προαναγγελία ή/και πραγματοποίηση ερευνών σε περιοχές που, το λιγότερο, δηλώνουν πρόθεση αμφισβήτησης  κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. 

Η πλέον πρόσφατη διπλωματική αποτύπωση του αναθεωρητισμού της Άγκυρας επικεντρώνεται στο επίμονο αίτημα αποστρατιωτικοποίησης νησιών του Αιγαίου ως προϋπόθεσης για την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επ' αυτών. Κατ' ουσίαν, η Τουρκία εμπλουτίζει τη διαβόητη θεωρία των «γκρίζων ζωνών», καθώς πλέον μιλάει για υπό όρους και προϋποθέσεις ελληνική κυριαρχία, όχι μόνον σε κάποια μικρά νησιά, νησίδες ή βραχονησίδες αλλά σε νησιά όπως η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος, η Λήμνος, η Σαμοθράκη.

Με δυο λόγια, η Άγκυρα αμφισβητεί επίσημα και επίμονα τον σκληρό πυρήνα των εδαφικών ρυθμίσεων ελληνικού ενδιαφέροντος της Συνθήκης της Λωζάννης που το 2023 συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής. Το ίδιο κάνει και για τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 που αφορά στα Δωδεκάνησα. Η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη για εκείνους που ερμηνεύουμε χωρίς εξωραϊσμούς και ωραιοποιήσεις την τουρκική εξωτερική πολιτική.

Η Άγκυρα, άλλωστε, έχει προαναγγείλει και επανέλαβε πρόσφατα δια στόματος του Υπουργού Εξωτερικών Τσαβούσογλου, ότι εάν η Ελλάδα δεν ανταποκριθεί στο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης, η τουρκική διπλωματία σύντομα θα ξεκινήσει δράσεις για διεθνοποίησή του, απευθυνόμενη σε πρώτη φάση, στις χώρες που έχουν υπογράψει τις Συνθήκες Λωζάννης και Παρισίων. Ο Πρόεδρος Ερντογάν έχει δείξει ότι πράττει ό,τι εξαγγέλλει, διότι το έχει προηγουμένως μελετήσει, σχεδιάσει και προετοιμάσει. Τον περασμένο Ιούλιο είχε ήδη κάνει το πρώτο σοβαρό βήμα «διεθνοποίησης» με τις γνωστές πλέον επιστολές Σινιρλίογλου προς τον ΟΗΕ.

Η Ελλάδα απάντησε με ισάριθμες άρτιες, πλήρεις και σαφείς επιστολές της στον ΟΗΕ. Ούτε αυτές, ούτε ορισμένες θετικές δηλώσεις από Ουάσιγκτον, Λονδίνο και Βρυξέλλες περί αδιαμφισβήτητης ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών, θα αποθαρρύνουν την Τουρκία. Η στρατηγική της σταδιακής αλλά και σταθερής αναθεώρησης του σημερινού status quo στην ευρύτερη περιοχή Αιγαίου, Ανατολικής Μεσογείου, εγγύς και Μέσης Ανατολής, αποτελεί υψηλή προτεραιότητα και στόχευση της νεοοθωμανικής πολιτικής της. 

Σε αυτό το περιβάλλον, ο ελληνο-τουρκικός διάλογος είναι, με ευθύνη της Άγκυρας, ένα ναρκοθετημένο πέλαγος αλληλένδετων πολιτικο-στρατιωτικο-διπλωματικών ζητημάτων. Η «πλεύση» σε αυτό είναι εκ των πραγμάτων ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη ακόμα και για ανώτερης μορφής «διπλωματική ναυτοσύνη». Είναι εγχείρημα πολύ δύσκολο και αβέβαιας έκβασης. Άλλωστε οι πρόσφατες απαράδεκτες δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν για τον Έλληνα Πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη έκλεισαν για το επόμενο χρονικό διάστημα την πόρτα του διαλόγου και άνοιξαν την πόρτα της έντασης.

Η απάντηση είναι ψύχραιμη αλλά και πολύ αποφασιστική ανάσχεση - διπλωματική και επιχειρησιακή - του τουρκικού αναθεωρητισμού.

* O Γιώργος Κουμουτσάκος είναι Βουλευτής Β1 Βόρειου τομέα με τη Νέα Δημοκρατία