Δέκα συν μια μεταρρυθμίσεις για την Δικαιοσύνη

Δέκα συν μια μεταρρυθμίσεις για την Δικαιοσύνη

Η κατάσταση που επικρατεί στο δικαστικό σύστημα της Χώρας είναι γνωστή σε όλους τους θεσμικούς παράγοντες και τους πολίτες, ώστε μία ακόμη αναφορά σε καθυστερήσεις και εκδίκαση υποθέσεων στο όριο της παραγραφής δεν θα προσφέρει τίποτε.

Η επιβάρυνση του συστήματος που προκύπτει από την συσσώρευση των υποθέσεων και την συνεχή εισαγωγή νέων, ως επίσης η αδυναμία διαχείρισης του ρυθμού και του αριθμού των εισαγομένων υποθέσεων έχουν πλέον χαρακτήρα συστημικό και συνεπάγονται δυσμενείς συνέπειες σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων και τον οικονομικό βίο της χώρας, καθώς στερεί μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από τις ευκαιρίες που δικαιούνται και περιορίζει τις δυνατότητες ανέλιξης των πολιτών και την κοινωνική κινητικότητα.

Προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος με μεγάλες αυξήσεις του αριθμού των οργανικών θέσεων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, δεν απέδωσαν αποτελέσματα.

Στις διαπιστώσεις αυτές κατέληξαν και οι συντάκτες διαφόρων σχεδίων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, στις οποίες γίνεται λεπτομερής αποτύπωση της πραγματικότητας ως προς την καταγραφή των πλεονεκτημάτων και των προβλημάτων, ωστόσο οι προτάσεις, στις οποίες καταλήγουν και οι οποίες δεν είναι όλες αναντίρρητες, χαρακτηρίζονται από αρκετή γενικότητα και επιδέχονται ενίσχυσης και εξειδίκευσης.

Η παρούσα παρέμβαση σκοπεύει να συμβάλει στην προσπάθεια συγκεκριμενοποίησης και εξειδίκευσης των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων στο χώρο της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν ώστε αυτές να είναι αποτελεσματικές.

Α] Προαπαιτούμενο κάθε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είναι κατ’ αρχήν ο ανασχεδιασμός του δικαστικού χάρτη της Χώρας, λαμβάνοντας υπ’ όψη τα γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα και τον όγκο των υποθέσεων.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εξετασθεί η ενδεχόμενη συγχώνευση Δικαστηρίων σε μεγαλύτερες μονάδες και η διάσπαση του Πρωτοδικείου Αθηνών.

Β] Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας μέσω του κάθετου διαχωρισμού της αρμοδιότητας και της μετατροπής των Ειρηνοδικείων σε Δικαστήρια Ειδικών Διαδικασιών, αρχικά με διατήρηση ιδιαίτερης επετηρίδας και με σκοπό την μελλοντική ένταξη σε ενιαία επετηρίδα.

Ο οριζόντιος, λόγω ποσού, διαχωρισμός της ύλης είναι πλέον ξεπερασμένος και απηχεί αντιλήψεις που καταρρίπτονται από την πραγματικότητα ως προς την ικανότητα των Ειρηνοδικείων, η δε κάθετη κατάτμηση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη εξειδίκευση και σε αποφυγή της πολυδιάσπασης σε περισσότερα αντικείμενα, με προφανή περαιτέρω αποτελέσματα.

Γ] Εισαγωγή του θεσμού των «senior judges» κατά το ισχύον στις σκανδιναβικές χώρες πρότυπο, ήτοι η για ορισμένο χρονικό διάστημα ή λόγω ιδιαίτερων συνθηκών ανάθεση καθηκόντων και ανάλογης χρέωσης υποθέσεων σε δικαστικούς λειτουργούς που έχουν αποχωρήσει λόγω συνταξιοδότησης (π.χ. εν όψει της ανάγκης εκδίκασης τουλάχιστον 40.000 υποθέσεων του Ν. 3869/2010 εντός 18 μηνών).

Δ] Εισαγωγή του θεσμού του επίκουρου δικαστή, κατά τα ήδη ισχύοντα στο ΑΕΔ και το ΣτΕ. Οι επίκουροι δικαστές, οι οποίοι θα είναι επιφορτισμένοι με τα καθήκοντα της πρώτης έρευνας σχετικά με την βασιμότητα του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και τη νομική τεκμηρίωσή της θα προέρχονται από τους δικαστικούς λειτουργούς του α’ ή και β’ βαθμού.

Με τον τρόπο αυτό αφ’ ενός θα επιταχυνθεί η επεξεργασία των υποθέσεων, αφ’ ετέρου οι επίκουροι δικαστές θα αποκτούν χρήσιμη εμπειρία για τη μελλοντική τους εξέλιξη.

Ε] Ενίσχυση και στήριξη των εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών και ιδίως της διαμεσολάβησης, η οποία πρέπει να επεκταθεί σε κάθε είδους διαφορές, με την καθιέρωση υποχρεωτικού σταδίου διαμεσολάβησης και τη θέσπιση κινήτρων.

ΣΤ] Χρήση νέων τεχνολογιών και εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης στην υπηρεσία της δικαιοσύνης και του δικαστικού λειτουργού, με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ΟΣΔΔΥ-ΠΠ, την χορήγηση ηλεκτρονικής υπογραφής στους δικαστές και εισαγγελείς, την ψηφιοποίηση διαδικασιών και την ηλεκτρονική δημοσίευση αποφάσεως.

Ζ] Εισαγωγή του θεσμού της πιλοτικής δίκης στην πολιτική και ποινική δίκη.

Η] Αναμόρφωση του συστήματος ενδίκων μέσων σε πολιτική και ποινική δίκη ώστε να αποφεύγεται η άσκοπη χρήση τους, ενδεχομένως με τον περιορισμό των λόγων αναίρεσης και την εισαγωγή θεσμών όπως η προδικαστική έρευνα της βασιμότητας των ενδίκων μέσων στο στάδιο της κατάθεσής τους και εισαγωγή τους προς συζήτηση και κατ’ ουσίαν εξέταση μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμησή τους.

Θ] Κατάργηση της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων με την παρούσα μορφή της και αντικατάστασή της από μία διαδικασία διαταγών ασφαλιστικών μέτρων.

Ι] Αντικατάσταση της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως με την έκδοση πράξεως σε όσες διαδικασίες είναι αυτό δυνατό, όπως στη διαδικασία καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας στις απαλλοτριώσεις, κατόπιν αίτησης του δικαιούχου της αποζημίωσης ή του αρμόδιου φορέα της απαλλοτρίωσης.

ΙΑ] Αναδιάρθρωση του θεσμού της ανάκρισης και οργάνωσή της υπό μορφή ενιαίου τμήματος, το οποίο θα είναι αρμόδιο για το σύνολο των ανακριτικών υποθέσεων, με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό της έρευνας και του ανακριτικού έργου, την αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων και την βέλτιστη διαχείριση συναφών υποθέσεων, με πιθανή χρέωση υποθέσεων σε περισσότερους από έναν ανακριτές, ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας και την πολυπλοκότητα ή την συνάφεια μεταξύ των.

Είναι γεγονός ότι ο όρος «μεταρρύθμιση» δεν έχει δαιμονοποιηθεί περισσότερο σε κανέναν τομέα του κοινωνικού γίγνεσθαι από ότι στον χώρο της Δικαιοσύνης.

Η καπηλεία των υψηλών ιδανικών της δικαιοσύνης, ακόμα και από θεσμικούς εκπροσώπους της, η περιχαράκωση σε έναν ιδιότυπο ιδεολογικό συντηρητισμό που καταλήγει να λειτουργεί σε υπεράσπιση της ανισότητας και των διακρίσεων και η στείρα άρνηση του διαλόγου επί των αλλαγών που είναι αναγκαίες, οδηγεί στην διαιώνιση της κατάστασης που όλοι γνωρίζουμε.

Ας αναλογιστούμε ότι οι καθυστερήσεις και η αναποτελεσματικότητα δεν βλάπτουν μόνο τις επενδύσεις, οι οποίες, παρεμπιπτόντως, προβλέπονται και προστατεύονται από το Σύνταγμα, κυρίως βλάπτουν τον άνθρωπο που διεκδικεί την ευκαιρία, την οποία δικαιούται, να συμμετάσχει στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας.

Ο Δημήτριος Β. Φούκας είναι Πρόεδρος Πρωτοδικών, μέλος Δ.Σ. Εν.Δ.Ε.