Ο τραπεζικός κλάδος συνεχίζει να «μοχλεύει» τη χρηματιστηριακή αγορά

Ο τραπεζικός κλάδος συνεχίζει να «μοχλεύει» τη χρηματιστηριακή αγορά

Συνεδρίαση απορρόφησης των κερδών της Τρίτης ήταν η χθεσινή με την αγορά να κλείνει πάντως ανοδικά στο +0,18% και με συναλλακτική δραστηριότητα  που μαζί με τις προσυμφωνημένες συναλλαγές, όπου υπήρξε ιδιαίτερη κινητικότητα, έφτασε τα 95 εκατ. ευρώ. 

Στις διεθνείς αγορές συνεχίζεται η ταλάντωση της αμφιβολίας σχετικά με το Ουκρανικό ζήτημα καθότι υπάρχουν αντικρουόμενες «ειδήσεις»  που απορρέουν από τη διπλωματική προσπάθεια επίλυσης της διαμάχης  όπου η κάθε πλευρά προσπαθεί να κερδίσει κάτι χωρίς να φανεί ότι οπισθοχώρησε. Εάν και εφόσον συνεχίζει το Ουκρανικό θέμα να απασχολεί, η μεταβλητότητα στις αγορές θα συνεχίζεται, με κυρίαρχη άποψη ότι  τελικά το μοιραίο θα αποφευχθεί.

Σε επίπεδο Γενικού Δείκτη, το χρηματιστήριο προσπαθεί να υπερβεί τις 971,09 μονάδες, γεγονός που οδήγησε σήμερα σε νέα ενδοσυνεδριακά υψηλά χωρίς όμως να καταφέρει την υπέρβαση κλείνοντας  κοντά στα χαμηλά ημέρας αφήνοντας «εκτεθειμένους» τους πρωινούς αγοραστές.

Ο τραπεζικός κλάδος 

Για μια ακόμα φορά ο πρωταγωνιστής του 2022 ήταν ο σηματωρός της αγοράς  με συναλλαγές που άγγιξαν το 55% του συνόλου. Το ενδιαφέρον των επενδυτών παραμένει αναλλοίωτο παρά τις μεγάλες αποδόσεις από την αρχή του χρόνου αλλά ταυτόχρονα απαιτούνται αυξημένα αντανακλαστικά στις απότομες διακυμάνσεις των οποίων είναι «φίλος» ο κλάδος.

H επιθετικότητα του Δείκτη Τραπεζών συνεχίζεται με κινητήριο μοχλό και τις τελευταίες εκθέσεις των μεγάλων ξένων σπιτιών που στις αναλύσεις τους  θεωρούν ότι «οι μετοχές θα μπορούσαν να ανατιμηθούν περαιτέρω από εδώ και πέρα καθώς αυξάνεται η εμπιστοσύνη, το ευνοϊκό σκηνικό των επιτοκίων, η δυνατότητα επιστροφής κεφαλαίου, οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και οι διεθνείς ευκαιρίες που  προσφέρουν πρόσθετη άνοδο στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών»,  όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο δικό της report η JP. Morgan την προηγούμενη εβδομάδα. 

 Ο οίκος αναφέρει ότι  ο δείκτης λογιστικής αξίας 0,56 φορές έναντι 0,90 φορές του μέσου όρου της Ευρωζώνης, καταδεικνύει  ότι θα μπορούσε να ανατιμηθεί περαιτέρω  καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχετικά υψηλή προσαρμογή στην  επερχόμενη άνοδο των επιτοκίων. 

Παρά την υπεραγορασμένη ζώνη στην οποία έχει εισέλθει ο Δείκτης Τραπεζών, οι 770 μονάδες θεωρούνται εφικτός στόχος σε αυτή τη φάση, με το επίπεδο των 715-720 μονάδων να αποτελούν στήριξη που  δεν είναι σε θέση να πλήξει τη μεσοπρόθεσμη ανοδική τάση του δείκτη, εάν και εφόσον δεν διασπαστεί.

Σε αυτό το πλαίσιο, η διαγραμματική  μας ματιά θα στοχεύσει όλες τις συστημικές τράπεζες καθώς  βρίσκονται σε ιδιαίτερα ενδιαφέρον επίπεδο:

Η μετοχή προσέγγισε ήδη τα υψηλά του 2017 στα 3,77 ευρώ, η υπέρβαση των οποίων θα ανοίξει το δρόμο προς  τα 4,50 ευρώ συναντώντας την περιοριστική Κ10. Άρνηση υπέρβασης του επιπέδου αυτού, θα ενεργοποιήσει εκ νέου πωλητές στη μετοχή με σημαντική στήριξη στα 3,50 ευρώ και κατόπιν στα 3,15 ευρώ. Ο όγκος τις τελευταίες έξι εβδομάδες έχει αυξηθεί σημαντικά με τη μετοχή να οδηγεί την τον ανοδικό τόνο στον κλάδο καθώς βρίσκεται και σε διαγραμματικά σημαντικό επίπεδο.  Κεφαλαιοποίηση στα 3,453 ευρώ.

Μετά την υπέρβαση των 1,20 ευρώ, ο τίτλος επιτάχυνε την κίνηση και κατευθύνεται προς την επόμενη αντίσταση των 1,50 ευρώ. Η μετοχή δεν έχει προσεγγίσει ακόμα την προ-πανδημική περίοδο, καθώς η ΑΜΚ την κράτησε για αρκετό διάστημα στα επίπεδα του 1 ευρώ.  Το gap του Φεβρουαρίου του 2020 (1,6280-1,6860) περιμένει την «πλήρωσή» του, με επόμενο μεγάλο εμπόδιο τα 1,99 ευρώ. Ισχυρή στήριξη τα 1,20 ευρώ που ένα χαθούν θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερες ρευστοποιήσεις.

Σε ανάλογο με την Εθνική σημαντικό μακροχρόνιο επίπεδο, βρίσκεται η μετοχή της Εurobank καθώς ήδη έπιασε τα υψηλά του 2016 στα 1,16 ευρώ. Πολύ υψηλά ο επόμενος «σοβαρός» στόχος στα 1,87 ευρώ του Σεπτεμβρίου του 2015. Το 1,00 ευρώ αποτελεί καλή στήριξη στο ενδεχόμενο διόρθωσης, με τα 0,85 ευρώ επίπεδο απ΄ όπου διέρχεται  και ο κινητός μέσος των  50 εβδομάδων, να αποτελούν ισχυρό οχυρό.

Η μόνη τράπεζα με κεφαλαιοποίηση ακόμα κάτω  των 2 δις ευρώ,  μετά το υψηλό των 1,72 ευρώ, προσπαθεί να κρατήσει τα 1,50 ευρώ, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο για τη συνέχεια της κίνησης. Επόμενος στόχος τα 1,99 ευρώ, ο οποίος είναι εφικτός ,εφόσον διατηρηθεί ζωντανό το επίπεδο των 1,50-1,55 ευρώ.