Η παρατεταμένη στάση του χαλκού πριν το επόμενο βήμα του

Η παρατεταμένη στάση του χαλκού πριν το επόμενο βήμα του

Στις 11 του Μαΐου που μας πέρασε, ο χαλκός έπιασε την ψηλότερη ιστορικά τιμή του, λίγο κάτω από τα 4,80 δολάρια/λίβρα, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του 2011. Από τότε μέχρι τώρα, η τιμή του ακολουθεί μία πορεία διόρθωσης της πολύ μεγάλης ανόδου που σημείωσε από την άνοιξη του 2020. Από τα χαμηλά της άνοιξης της περασμένης χρονιάς μέχρι το φετινό ρεκόρ, η άνοδος του κόκκινου μετάλλου ξεπέρασε το 125%, ενώ η άνοδος από τις αρχές του 2020, λίγο πριν την εμφάνιση της πανδημίας, ήταν σχεδόν 70%.

Στα μέσα του Ιουνίου κατέβηκε μέχρι τα 4,15 δολάρια και αυτές τις μέρες βρίσκεται μία πάνω και μία κάτω από τα 430 δολάρια/λίβρα. Δεδομένης της πολύ μεγάλης και σύντομης ανόδου, η πτώση του τελευταίου διμήνου δεν θα προκαλούσε καμία απολύτως εντύπωση, ακόμα και αν γινόταν απουσία ειδήσεων.

Στην περίπτωση του χαλκού όμως, υπάρχουν ειδήσεις, ή μάλλον καλύτερα, υπάρχει είδηση. Η είδηση είναι πως η Κίνα αποφάσισε να αναλάβει δράση για να κρυώσει λίγο τις αγορές των μετάλλων και των αγροτικών προϊόντων. Η παρέμβαση αυτή έγινε γιατί οι κινεζικές αρχές άρχισαν να φοβούνται (δεν είναι οι μόνοι εξάλλου) την εμφάνιση πληθωριστικών τάσεων στην οικονομία, και την αρνητική επίδραση των πολύ υψηλών τιμών στις βιομηχανικές τους επιχειρήσεις.

Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, πούλησαν στην αγορά ποσότητες από τα στρατηγικά τους αποθέματα χαλκού, αλουμινίου και ψευδαργύρου. Σύμφωνα με ανακοινώσεις της προηγούμενης εβδομάδας, οι πωλήσεις θα συνεχιστούν μέχρι την πτώση των τιμών των μετάλλων σε πιο φυσιολογικά επίπεδα.

Ταυτόχρονα, οι αρχές της χώρας ξεκίνησαν μία προσπάθεια αποθάρρυνσης των κερδοσκόπων, μέσω ενός συνδυασμού συγκεκαλυμμένων απειλών και προπαγάνδας, ενώ πίεσαν τις μεγάλες βιομηχανίες τους να μειώσουν τις παραγγελίες και τις εισαγωγές μετάλλων.

Η πτώση όμως, τουλάχιστον για τον χαλκό, δεν είναι τόσο σημαντική, μετά από τόσο μεγάλη άνοδο. Αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός πως η περσινή ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και των τιμών των μετάλλων, ξεκίνησε από την Κίνα και την πολύ σύντομη επιστροφή της στην οικονομική ανάπτυξη, θα έπρεπε λογικά να δούμε μία πιο σημαντική πτώση.

Η μέχρι στιγμής αντοχή του χαλκού στις Κινεζικής προελεύσεως πιέσεις φαίνεται να δικαιώνει τη θέση των αναλυτών της Goldman Sachs και της Citigroup, οι οποίοι υποστηρίζουν πως η ζήτηση για χαλκό και άλλα βασικά μέταλλα δεν εξαρτάται πλέον τόσο πολύ από την Κίνα.

Οι αναλυτές πιστεύουν πως η μεγάλη ανάγκη για έργα υποδομής στον δυτικό κόσμο, σε συνδυασμό με τη στροφή προς την πράσινη οικονομία, θα κρατήσουν ψηλά την τιμή του χαλκού για πολύ καιρό ακόμα, ανεξάρτητα από τις κινεζικές προθέσεις.

Η απροθυμία του Dr. Copper να κινηθεί δυναμικά προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, δείχνει κάτι για το οποίο μπορεί να διαβάσει κανείς και σε μία πολύ πρόσφατη ανάλυση του Reuters, ο συντάκτης της οποίας πολύ απλά επισημαίνει πως πολλοί κερδοσκόποι των εμπορευματικών αγορών έχουν «κάτσει στην άκρη» περιμένοντας να δουν πιο καθαρά σημάδια για την έκβαση της μάχης που αυτή την στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη στη χρηματιστηριακή αγορά του χαλκού.

Αυτοί οι κερδοσκόποι, φαίνεται πως έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε άλλες αγορές, όπως του αργού πετρελαίου και του αλουμινίου. Όσον αφορά στην έκβαση της «μάχης», τα σημάδια μέχρι στιγμής δικαιώνουν και τους αισιόδοξους και τους απαισιόδοξους.

Οι απαισιόδοξοι αναφέρουν πως τους τελευταίους τρεις μήνες έχουμε σταθερή μείωση των αγορών ανεπεξέργαστου χαλκού από κινεζικές εταιρείες, και επισημαίνουν την πρόθεση των αρχών για συνέχιση των πωλήσεων μετάλλων και την σχετική αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων στην κινεζική οικονομία.

Οι αισιόδοξοι αναφέρουν πως η πτώση είναι πολύ μικρή, και αυτό δείχνει πως η Κίνα έχει στην πράξη πολύ περιορισμένες δυνατότητες επηρεασμού της εξέλιξης της τιμής του χαλκού. Προς ενίσχυση των απόψεών τους, επισημαίνουν πως δεν υπάρχει ακόμα καμία σοβαρή ένδειξη αύξησης της παραγωγής των ορυχείων χαλκού ανά τον κόσμο, ούτε ανακοινώσεις για επαναλειτουργία απενεργοποιημένων ορυχείων ή έναρξη λειτουργίας νέων.

Εδώ μας δίνεται η ευκαιρία να θυμηθούμε τις δηλώσεις μεγάλων παραγόντων της αγοράς χαλκού σχετικά με το πότε αναμένουν να εμφανιστεί σημαντική αύξηση της προσφοράς. Ο Ivan Glasenberg, που πολύ πρόσφατα άφησε το τιμόνι της Glencore, η οποία είναι από τις μεγαλύτερες εταιρείες εξόρυξης χαλκού, είχε πει πολύ πρόσφατα πως η έναρξη λειτουργίας νέων ορυχείων χαλκού θα απαιτήσει πολύ ψηλότερες τιμές του μετάλλου, ίσως και 50% παραπάνω από τις τωρινές.

Παρόμοιες απόψεις έχει εκφράσει και ο επικεφαλής της Freeport McMoRan, η οποία είναι η μεγαλύτερη, εισηγμένη σε χρηματιστήριο, εταιρεία που ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την εξόρυξη χαλκού.

Τα πράγματα είναι αρκετά απλά. Σύμφωνα με ότι γνωρίζουμε αυτή την στιγμή, η ζήτηση χαλκού είναι εξαιρετικά πιθανόν να συνεχίσει να αυξάνεται περισσότερο από την προσφορά, λόγω των αναγκών για έργα υποδομής και της στροφής στην πράσινη ενέργεια και την ηλεκτροκίνησης, με την βοήθεια της υποστηρικτικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που λογικά θα συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμα, στην Δύση, στις αναδυόμενες αγορές και στην Κίνα. Όσο δεν αλλάζει κάποια από αυτές τις βασικές παραδοχές, ο χαλκός λογικά θα κοιτά προς τα πάνω.

Αυτό δεν σημαίνει πως οπωσδήποτε θα κινηθεί γρήγορα ανοδικά, ούτε πως μπορεί να αποκλειστεί μεγαλύτερη διόρθωση της τιμής του κόκκινου μετάλλου σε περίπτωση αναταραχής στις διεθνείς αγορές. Σημαίνει όμως πως κοιτάζοντας μπροστά μας, το πιθανότερο είναι πως ύστερα από μερικούς μήνες η τιμή του χαλκού θα αρχίσει να ξεφεύγει ανοδικά από τα σημερινά επίπεδα.

Η άνοδος λογικά θα ξεκινήσει όταν οι κερδοσκόποι αρχίσουν την επιστροφή τους, αντιλαμβανόμενοι πως οι κινεζικές κινήσεις δεν μπορούν πλέον να επηρεάσουν σημαντικά τον χαλκό. Όταν γίνει αυτό, αφενός η τιμή του χαλκού θα ζωντανέψει απότομα και αφετέρου θα πάψουμε να ανησυχούμε για την υγεία της παγκόσμιας οικονομίας.

Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.