Ανεργία και ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ - Κίνας «έριξαν» τη Wall

Ανεργία και ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ - Κίνας «έριξαν» τη Wall

Απώλειες κατέγραψαν την Πέμπτη και οι τρεις κυριότεροι δείκτες στην αμερικανική αγορά, καθώς η νέα άνοδος των αιτήσεων για επίδομα ανεργίας αλλά και η «πολεμική» ρητορική του Αμερικανού προέδρου προς την Κίνα με αφορμή τον κορονοϊό δημιούργησαν επιφυλακτικότητα και ανησυχία στους επενδυτές.

Πιο αναλυτικά, οι νέες αιτήσεις για παροχή επιδόματος ανεργίας στις ΗΠΑ την εβδομάδα που τελείωσε στις 16 Μαΐου αυξήθηκαν κατά 2,44 εκατ., την στιγμή που αναλυτές της Wall Street εκτιμούσαν πως η αύξηση θα είναι της τάξης των 2,4 εκατ., ενώ ο συνολικός αριθμός των Αμερικανών πολιτών που έχασαν τη δουλειά της από την αρχή της κρίσης του κορονοϊού ανέρχεται σε 38,6 εκατ.

Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η αύξηση του αριθμού των νέων αιτήσεων για επίδομα ανεργίας είναι η μικρότερη σε εβδομαδιαία κλίμακα από την αρχή της κρίσης και την λήψη αυστηρών περιοριστικών μέτρων για τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού, καθώς κατά την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου κατατέθηκαν 6,9 εκατ. αιτήσεις.

«Τα μακροοικονομικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν σήμερα δείχνουν πόσο συνεχίζει να υποφέρει η αγορά εργασίας, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα», ανέφερε ο Michael Arone, επικεφαλής στρατηγικής επενδύσεων στην State Street Global Advisors. «Αν το συνδυάσει κανείς με την αυξανόμενη ένταση των κινεζοαμερικανικών σχέσεων σε μία κατά τα άλλα αρκετά καλή εβδομάδα, έχει τη συνταγή που οδήγησε στη σημερινή εικόνα της αγοράς», πρόσθεσε.

Σε αυτό το κλίμα, ο βιομηχανικός Dow Jones έχασε 101,78 μονάδες ή 0,41%, κλείνοντας στις 24.474,12. Ο S&P 500 υποχώρησε κατά 22,11 μονάδες ή 0,74%, κλείνοντας στις 2.949,50 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq κατέγραψε απώλειες 90,89 μονάδων ή 0,97%, στις 9.284,88.

Όσον αφορά τις μετοχές, η Amazon σημείωσε πτώση 2,1%, εκείνη της Netflix υποχώρησε κατά 2,6%, ενώ οι μετοχές των Alphabet (μητρικής της Google) και Apple έχασαν 0,2% και 0,8%, αντίστοιχα.

Στα μάκρο της ημέρας, πτώση 17,8% σημείωσαν οι μεταπωλήσεις κατοικιών τον Απρίλιο στις ΗΠΑ, καθώς η αμερικανική αγορά κατοικίας κατέβασε ρολά εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση από τον Ιούλιο του 2010. 

Το κλίμα στην αγορά, ωστόσο, επισκιάστηκε από την «πολεμική» ρητορική του Αμερικανού προέδρου προς την Κίνα, με αφορμή την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού, με τον Ντόναλντ Τραμπ να κατηγορεί την ασιατική χώρα ως «υπεύθυνη για τους μαζικούς θανάτους που προκλήθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα».

Πιο αναλυτικά, με ανάρτησή του στο Twitter ο Ντ. Τραμπ ισχυρίστηκε πως η Κίνα έχει επιδοθεί σε μία εκστρατεία προπαγάνδας και παραπληροφόρησης τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ με στόχο την ενίσχυση του αντιπάλου του στις προσεχείς προεδρικές εκλογές του φθινοπώρου Τζο Μπάιντεν.

Υπενθυμίζεται παράλληλα, πως την Τετάρτη η Γερουσία των ΗΠΑ ψήφισε νομοσχέδιο που θέτει στο στόχαστρο κινεζικές εταιρείες με παρουσία στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης. 

Η νομοθεσία την οποία προωθεί ο Γερουσιαστής της Λουιζιάνα Τζο Κένεντι αφορά τις ανησυχίες των Αμερικανών Γερουσιαστών για ορισμένες κινεζικές εταιρείες οι οποίες δεν τηρούν διαφανείς διαδικασίες και ενδεχομένως να παραπλανήσουν τους επενδυτές.

Το νομοσχέδιο που πέρασε επί της αρχής από τη Γερουσία δίνει την δυνατότητα στην Δημόσια Εταιρεία Διαφάνειας του Κογκρέσου, έναν μη κερδοσκοπικό φορέα που ιδρύθηκε μετά το σκάνδαλο της Enron να ελέγξει εξονυχιστικά λεπτομέρειες που αφορούν μια εταιρεία. Αν ο φορέας αυτός αρνηθεί τον έλεγχο επί των δραστηριοτήτων της για μια τριετία, τότε οι αρχές μπορούν να διατάξουν τη διαγραφή της από το χρηματιστήριο.

Από την πλευρά της, η Κίνα μέσω του εκπροσώπου του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών απέφυγε να οξύνει περαιτέρω τους τόνους, σημειώνοντας ότι «στη μάχη κατά της πανδημίας η Κίνα ήταν πάντα ανοιχτή, διαφανής και υπεύθυνη».