Πώς μετριέται η σταθερότητα;

Η πολιτειακή οργάνωση της  Ελλάδας έχει φροντίσει να υπάρχει σταθερότητα στη διακυβέρνηση. Αν αυτό δεν αμφισβητηθεί, στην καθημερινή πολιτική πρακτική, τότε δεν θα υπάρξει πρόβλημα σταθερότητας.

Γιατί, τότε, ο πρόεδρος της Κυβέρνησης Κυριάκος Μητσοτάκης προειδοποίησε για τον κίνδυνο να διασαλευθεί η σταθερότητα;

Συγκεκριμένα, όπως το έθεσε:

«Στις ευρωεκλογές δεν ψηφίζουμε μόνο για την Ελλάδα στην Ευρώπη. Οι ευρωεκλογές είναι μία εθνική κάλπη. Είναι μια κάλπη η οποία εκ των πραγμάτων θα έχει πολιτικό αντίκτυπο και στην εσωτερική πολιτική κατάσταση. Γι' αυτό και θέλω να το πω όσο πιο απλά γίνεται: όσο πιο ισχυρή είναι η Νέα Δημοκρατία το βράδυ της 9ης Ιουνίου, τόσο πιο σταθερή θα είναι η χώρα».

Ισχύει όμως το ανάστροφο;

Να είναι δηλαδή λιγότερο σταθερή η χώρα αν τα ποσοστά του κυβερνητικού ευρωψηφοδελτίου είναι χαμηλότερα από τα δεκάδες ψηφοδέλτια των προ ολίγων μηνών βουλευτικών εκλογών;

Δεν ισχύει.

Κατά τη γνώμη μου, όσοι κι είναι οι ψηφοφόροι οι οποίοι στηρίζουν αταλάτευντα τον πρωθυπουργό και αντιλαμβάνονται στα σοβαρά το «δίλημμα Μητσοτάκη», θα είναι πολύ περισσότεροι από το ποσοστό εκείνων που θα στηρίξουν τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο.

Οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες δεν κυβερνώνται καλύτερα επειδή ο πρώτος έχει διαφορά από τον επόμενο 20 ποσοστιαίες μονάδες.

Συγκεκριμένα, στις προηγούμενες ευρωεκλογές, οι πρώτοι ήσαν πάνω από 30% σε 9 κράτη, πάνω από 20% σε 12 κράτη και σε 2 κράτη ήταν κάτω από 20%.

Αυτό που μετρά περισσότερο είναι η απόσταση μεταξύ των δύο πρώτων: σε 11 κράτη η διαφορά ήταν μεγαλύτερη των 10 μονάδων, σε 8 μικρότερη των 10 και σε 5 κράτη 2-4 μονάδες.

Σε κανένα κράτος δεν προκλήθηκε αστάθεια. Ούτε άλλαξε κάτι στην ισορροπία όπως είχε διαμορφωθεί στις εκάστοτε βουλευτικές εκλογές. Ούτε καν «γκρεμίστηκαν» οι συνασπισμοί διακυβέρνησης εκεί που έχουν καταστεί υποχρεωτικοί και συνήθεις.

Γιατί λοιπόν πρέπει η Ελλάδα να γίνει η εξαίρεση στον πάγιο δημοκρατικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο κυβερνά πάντοτε ο πρώτος; Κι αν δεν του φτάνουν οι δικοί του βουλευτές, συνεργάζεται με τον δεύτερο ή τον τρίτο ή κάποτε και τον τέταρτο.

Πέρασε μια δεκαετία από τότε που ζήσαμε, πολύ άσκημα, μια περίοδο αστάθειας. Το 2014 ο Σύριζα κέρδισε τη ΝΔ στις ευρωεκλογές με 2 μονάδες, όταν στις δεύτερες βουλευτικές του 2012, η ΝΔ ήταν μπροστά από τον Σύριζα κατά 3 μονάδες.

Δεν ήταν όμως εκείνη η ανατροπή που δημιούργησε πρόβλημα σταθερότητας.

Η αστάθεια οφείλετο όμως, τότε, στην τεράστια αναταραχή, που είχε προκαλέσει η κατάρρευση της οικονομίας και μαζί η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ (κατά 30 μονάδες!) σε συνδυασμό και με τη διαφαινόμενη εκλογική «πάσα» που δημιουργούσε η άνοδος των λαϊκιστών του Τσίπρα και της άκρας δεξιάς (Καμμένος συν χρυσαυγίτες στο 14-18%).

Από τα δύο κόμματα που κράτησαν όρθια τη χώρα μέχρι το 2015 κυβερνώντας το τσακισμένο σκάφος μέσα στην πιο δύσκολη οικονομική φουρτούνα από ιδρύσεώς του κράτους και απέναντι στον πιο αδίστακτο λαϊκισμό το μεν ένα, το οποίο ανέστησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης έλαβε την ιστορική επιβράβευσή του με καθαρές και άνετες πλειοψηφίες.

Το άλλο, το ΠΑΣΟΚ έχει βαλτώσει μέσα στον αναχρονισμό του κ. Ανδρουλάκη.

Τίποτε από όλα αυτά δεν υπάρχει σήμερα. Η κυβέρνηση είναι ισχυρή και θα παραμείνει ισχυρή. Με οποιοδήποτε ποσοστό, ακόμη και κάτω από το «ψυχολογικό 30» που ταράζει τη μακαριότητα της  πλειοψηφίας.

Βεβαίως, για να δώσουμε το αναλογούν δίκιο στον πρωθυπουργό, ο οποίος γνωρίζει καλά πως να κερδίζει δύσκολες μάχες, υπάρχουν δύο μέτρα αμφισβήτησης της σταθερότητας:

Ένα, η απόσταση από το δεύτερο κόμμα, αν αυτό είναι ο Κασσελάκης, εφόσον είναι μικρότερη των 10 μονάδων.

Δύο, το άθροισμα του αριστεροδεξιού νέο-λαϊκισμού, εφόσον είναι μεγαλύτερο ή πολύ κοντά στις 40 εκατοστιαίες μονάδες.

Έχουμε όμως 53 ημέρες για να ξεπεράσουμε τον εκνευρισμό που προκαλεί η προεκλογική περίοδος και τρία ολόκληρα χρόνια για να αποφύγουμε την κατάθλιψη που πάντα ακολουθεί την αμεριμνησία της εξουσίας.