Άλλα πιστεύουμε, άλλα ψηφίζουμε;

Πριν λίγους μήνες ανακηρύξαμε τον Μητσοτάκη, με συντριπτική ομοφωνία, ως το πλέον κατάλληλο πρόσωπο να «τρέξει» το Κράτος της Ελληνικής Δημοκρατίας για τέσσερα ακόμη χρόνια μέχρι, τουλάχιστον, τον Ιούνιο του 2027.

Όλα δείχνουν πως την 9η Ιουνίου η επιλογή αυτή θα επιβεβαιωθεί παρόλο που η προσεχής κάλπη δεν αφορά τη διακυβέρνηση της χώρας.

Σημαίνουν τα δύο αυτά, ένα γεγονός και μια πρόβλεψη, πως η Ελλάδα κοιτάζει «δεξιά»; Πώς οι πολίτες που εμπιστεύονται τον σημερινό πρωθυπουργό και το κόμμα του, είναι «συντηρητικοί»; Πώς η χώρα έχει στρίψει προς τον «νεο-φιλελευθευρισμό»;

Τίποτε απ’ όλα αυτά.

Είμαστε, όταν καλούμαστε να προσδιορίσουμε τις ιδεολογικές μας αναφορές, άνθρωποι του κέντρου. Αλλά ο καθένας από τους πολλούς που τοποθετούμαστε στο κέντρο, άλλοτε κοιτάζει προς τα δεξιά, άλλοτε προς τα αριστερά.

Σε μεγάλο βαθμό, η «ματιά», όπως και η ιδεολογία που επιλέγουμε ότι μας αντιπροσωπεύει, εξαρτάται από το θέμα που συζητείται.

Παράδειγμα, σημαντικό, η φορολογία και το κράτος-πρόνοιας.

Η αναλογία μεταξύ όσων δέχονται την υψηλή φορολογία σε συνδυασμό με ένα «ισχυρό κράτος πρόνοιας για όλους» και εκείνων που προτιμούν χαμηλή φορολογία «έστω και με λιγότερη κρατική μέριμνα» είναι, πρακτικά 50/50.

Είμαστε μοιρασμένοι, όχι όμως διχασμένοι.

Ας δούμε πρώτα την ιδεολογική μας ταυτότητα. Ένας στους 5 (20,5%) κρίνουν πως τους «ταιριάζει περισσότερο» η Σοσιαλδημοκρατία. Το ίδιο πρακτικά πλήθος (19,3%) τοποθετείται στην πλευρά του Φιλελευθερισμού.

Έχουμε όμως και όσους πιστεύουν πως τους ταιριάζει καλύτερα ο Σοσιαλισμός (13,8%) ακόμη και ο Κομμουνισμός (4,1%).

Όπως υπάρχουν και εκείνοι που προτιμούν τον Νεοφιλελευθερισμό (8,7%), τον Συντηρητισμό (6,2%) και τον Εθνικισμό (4,9%).

Τέλος, υπάρχουν και εκείνοι που αυτοπροσδιορίζονται στην πλευρά της Οικολογίας (6,7%).

Δεν είναι εύκολο να κάνουμε τα αθροίσματα. Χρειάζονται κάποια λογικές υποθέσεις, ίσως και άλματα.

Οι σοσιαλδημοκράτες δεν κοιτούν, σίγουρα όχι όλοι, αριστερά.

Οι φιλελεύθεροι, δεν κοιτούν υποχρεωτικά και μόνον στα δεξιά.

Οι δύο αυτές ομάδες μοιράζονται και ξαναμοιράζονται κάθε φορά που έχουμε εκλογές. Οι μετακινήσεις τους, στη βάση της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας, δίνουν τον εκάστοτε νικητή των εκλογών.

Δύο άλλες ομάδες είναι ευκολότερο να γκρουπαριστούν. Είναι πολύ πιθανότερο να ψηφίζουν «Μητσοτάκη» όλοι (σχεδόν) οι φιλελεύθεροι και μαζί με τους άλλους «συγγενείς» πιάνουν ένα ποσοστό 39%.

Στην άλλη πλευρά, το ανάλογο συγγενικό άθροισμα ξεκινά από ένα χαμηλό κατώφλι στο 18%.

Μόνον όταν το τελευταίο αυτό αντλεί από τους «σοσιαλδημοκράτες» μπορεί να «απειλήσει» τη σίγουρα πιο ομοιογενή ομάδα πολιτικών ιδεών στην κεντροδεξιά.

Υπάρχει όμως και η δεξαμενή εκείνων που δεν τους προσδιορίζει καμία από όλες αυτές τις ιδεολογικές επιλογές, στην οποία χωρά το 14% των συμπολιτών. Ανάλογα με την κατανομή τους στη μια ή την άλλη από τις δύο προηγούμενες μεγάλες πολιτικές τάσεις, διαμορφώνεται με σιγουριά η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία.

Ας κάνουμε τώρα μια υπέρβαση.

Ας υποθέσουμε ότι διαμορφώνονται δύο μεγάλοι πολιτικοί χώροι: «Ρεφορμιστές-Συντηρητικοί» και «Σοσιαλιστές-Αριστεροί».

Είναι σίγουρο ότι μέσω αυτών των δύο μεγάλων ομάδων θα εκφράζεται η τεράστια πλειοψηφία των πολιτών. Σίγουρα οι 8 στους 10.

Ο Καθηγητής Μοσχονάς (Πάντειο Πανεπιστήμιο) που ανέλαβε να κάνει την ανάλυση των ευρημάτων της έρευνας της «διαΝΕΟσις» θεωρεί ότι «το ιδεολογικό κέντρο βάρους κλίνει προς την κεντροαριστερά/αριστερά», έναντι των «κεντροδεξιών/δεξιών προτιμήσεων».

Όχι με καμιά μεγάλη διαφορά: 45/39 το ’24 έναντι 37/38 το ’22, 46/40 το ’19, 38/46 το ’18 και 46/41 το ‘16

Προφανώς, το συγκεκριμένο συμπέρασμα ούτε μονόπατο είναι (προσέξτε τις έρευνες για τα έτη 2022 και 2018) ούτε, κυρίως, είναι μπετόν, ούτε από ιδεολογική και, ακόμη λιγότερο, από πολιτική άποψη.

Χαρακτηριστικά, η ΝΔ κέρδισε το ’19 με την κεντροαριστερά, κατά τον καθ. Μοσχονά, ενισχυμένη και ξανακέρδισε με την επιρροή των ιδεολογικών ομάδων σε ισορροπία.

Τι κάνει τη διαφορά; Εκείνοι που δηλώνουν πως προτιμούν τις σοσιαλδημοκρατικές απόψεις για τη σχέση «κράτος/κοινωνία».

Αυτό το χαρακτηριστικό του εκκρεμούς των ψηφοφόρων ήταν, κάποτε, το ατού των Παπανδρέου/ΠΑΣΟΚ. Αυτό επιχειρεί να αναβιώσει ο Κασσελάκης.

Θα δυσκολευθεί πολύ. Μόνον αν αποφάσιζε να «αυτοκτονήσει» πολιτικά η Νέα Δημοκρατία θα είχε κάποιες ελπίδες η υπό διαμόρφωση συμπαράταξη. Όσον καιρό όμως είναι αρχηγός της κεντροδεξιάς ο Μητσοτάκης, αυτό είναι πολύ δύσκολο να συμβεί.

Καθόλου τυχαία, ο Μητσοτάκης και τον γάμο για όλους πέρασε και τα τσουχερά πρόστιμα της αγορανομίας υπερασπίζεται και τις πολυεθνικές θέλει να στριμώξει και τα αφεντικά πιέζει για καλύτερες αμοιβές και σκληρός είναι στα διπλωματικά-εθνικά και τον κρίσιμο ρόλο του κοινωνικού κράτους αναγνωρίζει.

Γι αυτό και τον προτιμούν οι ψηφοφόροι, ιδίως μετά την τραγωδία του ’15. Για τον ίδιο λόγο είναι μπροστά πολλές μονάδες, στις δημοσκοπήσεις για τις επικείμενες εκλογές.

Συμπέρασμα: Ψηφίζουμε μεν στη βάση όσων πιστεύουμε, με γνώμονα όμως την αξιοπιστία του «αρχηγού» και τις προτεραιότητες της συγκυρίας.

Δεν τα έχουμε χαμένα. Απλώς χανόμαστε κάποιες φορές!